Ιστορία
Πολυτεχνείο 1973: Τα διδάγματα της εξέγερσης

«Η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει τη χούντα είναι το μαχητικό μαζικό κίνημα. Να παλέψουμε για το δυνάμωμά του, την οργάνωσή του… Χωρίς καμιά αναγνώριση για ‘λύσεις’ έξω από το μαζικό κίνημα, χωρίς καμιά παραχώρηση στους αστούς μανουβραδόρους…»

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το άρθρο της Μαμής (της παράνομης εφημερίδας της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση απ’ την οποία προέρχεται το ΣΕΚ) με τίτλο «Δεν θα χαρίσουμε τις πολιτικές νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες». Δημοσιεύθηκε τον Απρίλη 1973 αμέσως μετά την κατάληψη στη Νομική της Αθήνας και πριν την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

«Η μόνη δύναμη που μπορεί να συντρίψει τη χούντα είναι το μαχητικό μαζικό κίνημα...». 

Πόσο αυτονόητο μοιάζει αυτό, αλήθεια, σαραντατέσσερα  χρόνια αργότερα. Σήμερα, είναι κοινός τόπος μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία, κόντρα σε όλες τις απόπειρες των δεξιών «αναθεωρητών», ότι τη χούντα την έστειλε μια και καλή στον αγύριστο η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο τον Νοέμβρη του 1973. Προφανώς για τους "Καραμανλήδες" και όλους τους αστούς πολιτικούς που φοβόνταν το κίνημα εξίσου με τους χουντικούς. Αλλά και πέρα από αυτούς. Οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς μέχρι και την κατάρρευση της χούντας το καλοκαίρι του 1974, όχι μόνο στάθηκαν κόντρα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου αλλά την καταδίκασαν σαν μια λάθος, καταστροφική ακόμη και "προβοκατόρικη" ενέργεια της επαναστατικής αριστεράς. 

Πολιτικές γραμμές

Αυτά στη συνέχεια «χάθηκαν». Έμεινε η κυρίαρχη αφήγηση ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια ηρωική στιγμή, ένας κεραυνός εν αιθρία. Η επιμονή στον ηρωισμό του Νοέμβρη υπερπροβάλλεται ενώ οι πολιτικές γραμμές, οι αντιθέσεις και βέβαια τα ίδια τα γεγονότα, αποκρύβονται. Το πώς φτάσαμε σε αυτήν την εξέγερση και μέσα από τι διαδικασίες, αντιθέσεις και γεγονότα, είτε διαστρεβλώνεται είτε αποσιωπάται.

Έχουν αυτά σημασία για το σήμερα; Έχουν είναι η απάντηση. 

Οι απόγονοι της Χούντας, οι χρυσαυγίτες και όλο τους το συνάφι, μάχονται με λύσσα να κρατηθούν ζωντανοί, στην μεγαλύτερη πολιτική δίκη της μεταπολίτευσης μετά από εκείνη των πραξικοπηματιών την δεκαετία του '70. 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χωρίς ντροπή συμμετέχει στα χειρότερα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού του Τραμπ. Τα μνημόνια λιτότητας έχουν απειλήσει και συνεχίζουν να απειλούν ψωμί, παιδεία και ελευθερία. 

Το Πολυτεχνείο είναι επίκαιρο σήμερα, γιατί πάνω από όλα, δίνει απαντήσεις στο κρίσιμο ερώτημα που γεννάται μέσα στον κόσμο των αγώνων και της Αριστεράς: Μπορούν να υπάρξουν ανατροπές σήμερα, ποιος, πώς και πότε μπορεί να τις επιβάλει;   

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται στην κυβέρνηση, το μήνυμα του Πολυτεχνείου ιδιαίτερα μετά και την κωλοτούμπα του 2015 περιορίζεται στο “κάνουμε ό, τι μπορούμε δεδομένων των δύσκολων συνθηκών».  

Άλλες δυνάμεις της Αριστεράς που βρίσκονται σήμερα στην αντιπολίτευση αναζητούν (απέναντι στην πολιτική των μνημονίων) την επικαιρότητα του Πολυτεχνείου σε γραμμές «εθνικής ανασυγκρότησης» - δηλαδή σε γραμμές αναζήτησης συνεργασιών με τους προοδευτικούς «αστούς μανουβραδόρους» της δικής μας εποχής. Για κάποιες άλλες, το μήνυμα του Πολυτεχνείου σηματοδοτεί γενικά την πίστη στην «ταξική πάλη», αλλά η όποια ανατροπή τοποθετείται κάπου στο μακρινό μέλλον λόγω «αρνητικών συσχετισμών δυνάμεων». Πάνω στο ίδιο υπόβαθρο, για κομμάτια της αυτονομίας και της αναρχίας, το σημερινό μήνυμα του Πολυτεχνείου μεταφράζεται σε "συμβολικές ενέργειες" ενάντια στο σύστημα. 

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το μαζικό κίνημα είναι είτε απών είτε δευτερεύον. Γι’ αυτό σήμερα, ο επαναστατικός δρόμος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έχει να μας προσφέρει περισσότερα διδάγματα από ποτέ, αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια αριστερά επαναστατική και ταυτόχρονα οργανικό κομμάτι ενός μαζικού κινήματος, σαν κι αυτό που πέτυχε τις ανατροπές του Πολυτεχνείου και τις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης.


Η εξέγερση του Νοέμβρη ήταν αυθόρμητη. Όμως, η κατάληψη που έγινε το κέντρο της εξέγερσης ήταν η ποσοτική συσσώρευση των εμπειριών ενός μαχητικού κινήματος που είχε αναπτυχθεί τα δυο προηγούμενα χρόνια.

Από τα τέλη του ’71 - αρχές ’72, στα Πανεπιστήμια υπήρχε κινητικότητα, όταν η Χούντα άρχισε να δίνει αόριστες υποσχέσεις για την εκλογή νέων ΔΣ στους συλλόγους (με διαδικασίες που θα έλεγχε η ίδια). Σε σχολές όπως η Πάντειος, το Πολυτεχνείο, η Ιατρική, η Νομική, είχαν συγκροτηθεί Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα που οργανώνουν τη μάχη ενάντια στους διορισμένους της χούντας και τους ελιγμούς τους. Αυτές οι επιτροπές έγιναν το φυτώριο των ομάδων της επαναστατικής αριστεράς που θα πρωταγωνιστήσουν στην εξέγερση.
 
Ακολούθησαν μια σειρά εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες που ταρακουνήσανε τη χούντα. Μέσα στο καλοκαίρι του 1973, σε συνθήκες δικτατορίας, στις 3 του Ιούλη κατεβαίνουν σε απεργία οι εργάτες στον Τύπο με αποτέλεσμα να μην κυκλοφορήσουν για μια μέρα οι εφημερίδες στην Αθήνα. Ακολουθούν οι μεταλλωρύχοι στην Κασσάνδρα. Στις 27 Αυγούστου απεργούν οι οδηγοί στα τρόλεϊ. Στις 19 Σεπτέμβρη, οι εμποροϋπάλληλοι κάνουν μια μεγάλη συγκέντρωση ενάντια στην παράταση του ωραρίου που συνοδεύεται με αψιμαχίες με την αστυνομία. Στις 29 Οκτώβρη κατεβαίνουν σε απεργία οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ-ΠΑΠ ενάντια στον χουντικό κανονισμό εργασίας και συνεχίζουνε με προκήρυξη 48ωρης για τις 14-15 Νοέμβρη.
 
Ήδη από τον Ιούνη οι αγρότες στα Μέγαρα είχαν ξεκινήσει το δικό τους αγώνα ενάντια στη χούντα που ήθελε να κατασχέσει τη γη τους για την κατασκευή ενός διυλιστηρίου από ένα κολλητό της εφοπλιστή. Στις 4 Νοέμβρη το μνημόσυνο του Γ.  Παπανδρέου συνοδεύτηκε από εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας.  
 
Μέσα σε αυτό το κλίμα, την Τετάρτη 14 Νοέμβρη και ενώ εξελισσόταν συνέλευση της Νομικής, γίνεται γνωστό ότι η αστυνομία χτυπάει φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ένας συνδικαλιστής της Επαναστατικής Αριστεράς από τη Φυσικομαθηματική προτείνει να σταματήσει η συνέλευση και να γίνει πορεία προς το Πολυτεχνείο. Η αστυνομία που είχε περικυκλώσει το Πολυτεχνείο αφήνει τους περισσότερους φοιτητές να μπουν μέσα. Συγκροτείται προσωρινή Συντονιστική Επιτροπή που οργανώνει την κατάληψη, την περιφρούρηση, το στήσιμο πλακάτ, την δημιουργία προκηρύξεων - ανάμεσά τους και μέλη της ΟΣΕ. Οι καταλήψεις απλώνονται και στα πανεπιστήμια εκτός της Αθήνας.
 
Η απεύθυνση δεν είναι προς τα μέσα, αλλά προς τα έξω, προς τους εργάτες και τις εργάτριες που περνάνε από την Πατησίων. Ο ξεσηκωμός γενικεύεται. Τα συνθήματα γράφονται σε πανό, πάνω σε τρόλεϊ και λεωφορεία. Όχι μόνο “Κάτω η Χούντα”, αλλά και “Κάτω το Κεφάλαιο”, Επανάσταση Λαέ”, “Γενική Απεργία”.  
 
Την επόμενη μέρα 15 Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο φτάνουν εργαζόμενοι και νεολαία από όλες τις γειτονιές της Αθήνας. Μέσα στο Πολυτεχνείο οργανώνεται εργατική συνέλευση που καλεί σε γενική απεργία. Στις 16 Νοέμβρη η πολιτικοποίηση έχει κορυφωθεί. Οικοδόμοι μπαίνουν οργανωμένα στο Πολυτεχνείο. Αγρότες από τα Μέγαρα φτάνουν με το πανό τους. Το Πολυτεχνείο έχει μετατραπεί σε κέντρο αγώνα και σε έμπνευση για το ξέσπασμα κι άλλων αγώνων παντού. Η Χούντα φτάνει στα όριά της. Από το μεσημέρι ελεύθεροι σκοπευτές αρχίζουν να σκοτώνουν κόσμο έξω από το Πολυτεχνείο. Η αυτοσχέδια κλινική που έχει στηθεί μέσα στο κτίριο γεμίζει τραυματίες.
 
Οι συγκεντρώσεις και τα οδοφράγματα έχουν απλωθεί σε όλη την Αθήνα, από την Αχαρνών ως τους Αμπελόκηπους. Η Χούντα πρέπει να πνίξει το Πολυτεχνείο για να σταματήσει όλη αυτή την έκρηξη. Ειδικές δυνάμεις και τεθωρακισμένα που κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο βρίσκουν μπροστά τους όλο αυτόν τον κόσμο που τους καλεί να σταματήσουν, είτε με εκκλήσεις, είτε με μάχες. Στις 3 το πρωί στις 17 Νοέμβρη ένα τανκ εισβάλει στην κεντρική πύλη. Η Χούντα είχε αποφασίσει να βάψει την εξέγερση στο αίμα. Οι διαδηλώσεις και οι μάχες με την αστυνομία και το στρατό θα συνεχιστούν μέχρι και το βράδυ της 17η Νοέμβρη -και νεκροί θα συνεχίσουν να πέφτουν όλη τη μέρα, οι περισσότεροι από αυτούς μη φοιτητές. Η φοιτητική διαμαρτυρία έχει μετατραπεί σε εργατική εξέγερση.
 
Μια εξέγερση που καταστέλλεται βίαια αλλά έχει ήδη ανοίξει το δρόμο για την πτώση της χούντας. Μετά το Πολυτεχνείο, η επικράτηση της «σκληρής» πτέρυγας Ιωαννίδη θα οδηγήσει σε μια προσωρινή σκλήρυνση του καθεστώτος. Ένα «κύκνειο άσμα» της δικτατορίας που θα κρατήσει μέχρι το καλοκαίρι του 1974 - όταν η αποτυχημένη «φυγή προς τα μπρος» μέσα από το πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο θα οδηγήσει στον πόλεμο, στην αποτυχημένη «επιστράτευση της Σαγιονάρας» και στην ήττα από την Τουρκία.

Από την ήττα στον ξεσηκωμό

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 ήταν η απάντηση της ελληνικής άρχουσας τάξης στην χρόνια και βαθιά πολιτική της κρίση, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν ένα δυνατό και ογκώδες εργατικό κίνημα. Είχε προηγηθεί τον Ιούλη του 1965 το αποτυχημένο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα της «αποστασίας» που είχε σαν συνέπεια τα Ιουλιανά, με την Ελλάδα να ζει το δικό της «Μάη του 1968» τρία χρόνια πριν από την έκρηξη στη Γαλλία.
 
Αυτό το κίνημα έμπαινε εμπόδιο στις απόπειρες της ελληνικής άρχουσας τάξης να κυριαρχίσει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το ελληνικό κεφάλαιο,  οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι εφοπλιστές, είχαν μεγάλα συμφέροντα στην Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα ήθελαν το ελληνικό κράτος σε ρόλο ορμητήριου του ιμπεριαλισμού με την Κύπρο να παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτό το σχέδιο. Όπως σημείωνε η Μαρία Στύλλου σε άρθρο της στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα κάτω» (Νο 62, Απρίλης - Μάης 2007) για τα «40 χρόνια από την Χούντα»:
 
«Το πραξικόπημα, λοιπόν, δεν ήταν απλά μια προέκταση αντιδημοκρατικών μηχανισμών σαν κατάλοιπο προηγούμενων εποχών υπανάπτυξης και εξάρτησης. Ήταν κατοχύρωση των γεωπολιτικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης που συμβάδιζαν με τις ανάγκες των ΗΠΑ στην περιοχή. Και κατοχύρωση της οικονομικής στρατηγικής της που συμβάδιζε με τα σχέδια της ΕΟΚ. Όλοι αυτοί ήθελαν πυγμή απέναντι στο κίνημα που απειλούσε τις επενδύσεις, τις βάσεις και την πολιτική σταθερότητα τους. Και την βρήκαν με το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών».
 
Η χούντα της 21ης Απρίλη κατάργησε όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες. Τα συνδικάτα, οι φοιτητικοί σύλλογοι, μπήκαν κάτω από την «διοίκηση» της Ασφάλειας και των χαφιέδων. Λογοκρισία στις εφημερίδες και σε κάθε μορφή έκφρασης. Παρελάσεις, εμβατήρια, «Γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων», «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ήταν ένα τρομερό χτύπημα για την Αριστερά. Έστειλε χιλιάδες αριστερούς και συνδικαλιστές στα ξερονήσια και τις φυλακές. Ταυτόχρονα όμως προκάλεσε προβληματισμό και αμφισβήτηση στον κόσμο της – για το ποια πολιτική οδήγησε στην ήττα.  
 
Η ΕΔΑ είχε πετύχει να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση το 1958, κερδίζοντας το 25%. Η ηγεσία της, όμως, ακολουθούσε μια στρατηγική μη σύγκρουσης με τους καπιταλιστές και συμμαχιών με κομμάτι της αστικής τάξης. Ηταν αυτή η στρατηγική, που στο όνομα των «ρεαλιστικών συμμαχιών» κήρυττε την «αυτοσυγκράτηση» των αγώνων και την έκανε «ουρά» της Ένωσης Κέντρου. Στα Ιουλιανά, η ηγεσία της ΕΔΑ έπαιξε ρόλο πυροσβέστη, δίνοντας τη δυνατότητα στην άρχουσα τάξη να αντεπιτεθεί με το πραξικόπημα. 
Η δικτατορία επίσπευσε την κρίση μέσα στην ΕΔΑ και τον Φλεβάρη του 1968, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ήταν η κεντρική πολιτική δύναμη μέσα στην ΕΔΑ, διασπάστηκε στα δύο, στο ΚΚΕ (πολλοί έβαζαν δίπλα στον τίτλο το «εξωτερικού») και το ΚΚΕ εσωτ. Πέρα από τις διαφορές τους και τα δυο κόμματα διαμόρφωσαν μια πολιτική που αναζητούσε αστικές συμμαχίες για “αποκατάσταση της δημοκρατίας”.
 
Ράγισμα
 
Ήδη από το 1972, ο «γύψος» που προσπάθησε να βάλει στο κίνημα η χούντα είχε αρχίσει να ραγίζει. Η κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του 1973 έδειξε ότι ο αέρας του Μάη του ’68 είχε αρχίσει να φυσάει και στην Ελλάδα ενώ ακολούθησαν απεργίες και εργατικοί αγώνες με οικονομικά αιτήματα. Η κρίση άρχισε να φτάνει μέσα στο στράτευμα με την ανταρσία στο Πολεμικό Ναυτικό. Η προοπτική ότι αυτό το ράγισμα θα μετατρεπόταν σε έκρηξη έβαζε πίεση στη χούντα να «φιλελευθεροποιηθεί» ετοιμάζοντας την «ομαλή» μετάβαση σε ένα καθεστώς κοινοβουλευτικό αλλά αυταρχικό και με τους χουντικούς στον έλεγχο. 
 
Τον Ιούνη του 1973 η χούντα προσπάθησε να βγει από το αδιέξοδο με την «αβασίλευτο» δημοκρατία, την οργάνωση ενός ψευτο-δημοψηφίσματος για να την επικυρώσει –και λίγο μετά όρκισε «πρωθυπουργό» ένα παλιό αστό πολιτικό, τον Μαρκεζίνη και υποσχέθηκε εκλογές στις αρχές του 1974. Σ’ αυτούς τους ελιγμούς ανταποκρίνονταν αστοί «γεφυροποιοί», όπως ο Αβέρωφ, πρόεδρος στη συνέχεια της ΝΔ από το 1981 μέχρι το ’86. 
 
Η αντιμετώπιση και των δύο ΚΚΕ ήταν να αξιοποιήσουν αυτό το άνοιγμα. Ο Λεωνίδας Κύρκος, από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ εσ. υποστήριζε έναν «αγώνα μέσα στους θεσμούς της χούντας» ενώ λίγες μέρες πριν την εξέγερση του Νοέμβρη, ο Μ. Δρακόπουλος, γραμματέας του ΚΚΕεσ. υποστήριζε τη συμμετοχή στις χουντοεκλογές γράφοντας ότι «όσο λάθος θα ήταν μια βιαστική απόφαση τώρα για συμμετοχή στις εκλογές, ανεξάρτητα από τις συνθήκες διεξαγωγής τους, άλλο τόσο λάθος θα ήταν ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της συμμετοχής σε αυτές...» 
 
Στην άλλη πτέρυγα, στο 9o συνέδριο του KKE το 1973, το ΚΚΕ περνάει από τη γραμμή της Παλλαϊκής αντίστασης απέναντι στη δικτατορία, σ’ αυτή της «Προχωρημένης Δημοκρατίας». Ο στόχος είναι η αποκατάσταση της δημοκρατίας που στην πορεία θα γίνει πιο προχωρημένη. Με άλλα λόγια, να διεκδικήσει και το ΚΚΕ εκλογές και να προχωρήσει σε συνεργασίες που θα άνοιγαν το δρόμο σ’ αυτή την προοπτική. Κανένα από τα δύο ΚΚ δεν πίστευαν στη δύναμη του κινήματος να ανατρέψει τη Χούντα. Στην ουσία, η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν βρήκε τις ηγεσίες απροετοίμαστες, όπως συνηθίζουν να δηλώνουν εκ των υστέρων. Τουναντίον, τις βρήκε προετοιμασμένες σε μια προοπτική που απέρριπτε την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο.
 
Η επαναστατική αριστερά αντίθετα, σε όλες της τις εκδοχές, δεν έτρεφε αυταπάτες για τα σχέδια ομαλοποίησης της Χούντας. Ο τίτλος του άρθρου στο “έκτακτο” φύλο της Μαμής και μόνο είναι χαρακτηριστικός: “Χουντο-‘δημοκρατία’: πιο άγρια επίθεση του κράτους της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης”. Μια από τις συζητήσεις που άνοιγε μέσα στην επαναστατική αριστερά ήταν αν η εξέγερση θα έρθει από τα έξω, πάνω στα γκεβαρίστικα πρότυπα του «αντάρτικου» ή θα έρθει από τα κάτω, από το μαζικό κίνημα. Τις απαντήσεις τις έδωσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου εξελίχθηκε μια πολιτική μάχη, ανάμεσα στην ρεφορμιστική και στην επαναστατική αριστερά. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού θεωρούσαν ότι η κατάληψη του Πολυτεχνείου ήταν μια ριψοκίνδυνη ενέργεια που θα ανέτρεπε την «πορεία ομαλοποίησης». 
 
Οι Φοιτητικές Παρατάξεις του ΚΚΕ -”Αντί ΕΦΕΕ” και του “Ρήγα” -ΚΚΕ Εσωτερικού, φτάσανε σε σημείο να καλέσουν τα μέλη τους να αποχωρήσουν από την κατάληψη του Πολυτεχνείου από την πρώτη μέρα. Βλέποντας ότι απέτυχαν, ξαναγύρισαν και δώσανε τη μάχη να μην πάρει η κατάληψη το χαρακτήρα της σύγκρουσης με τη Χούντα, αλλά να περιοριστεί σαν μια κινητοποίηση με φοιτητικά μόνο και όχι πολιτικά αιτήματα.
 
Ύστερα από πολιτικές μάχες που δόθηκαν μέσα στις γενικές συνελεύσεις του Πολυτεχνείου από μέλη της Επαναστατικής Αριστεράς, απορρίφθηκε η γραμμή της λήξης της κατάληψης. Η συνέλευση αποφάσισε επίσης ότι ο χαρακτήρας του αγώνα γίνεται πολιτικός, στόχος είναι η ανατροπή της δικτατορίας και έκανε κάλεσμα στους εργάτες να στηρίξουν την κατάληψη και να κλιμακώσουν και οι ίδιοι με πολιτική απεργία ενάντια στη Χούντα. Πρόταση των μελών της Αντι- ΕΦΕΕ και του Ρήγα στη Συντονιστική Επιτροπή για υιοθέτηση ψηφίσματος για κάλεσμα για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας απορρίφθηκε από τη Συντονιστική Επιτροπή.
 
Αντιπαραθέσεις
 
Οι πολιτικές αυτές αντιπαραθέσεις ήταν ανοιχτές μέσα στο Πολυτεχνείο και τις τρεις μέρες που κράτησε η κατάληψη αλλά συνέχισαν και μετά τη βίαιη εισβολή. Λίγες εβδομάδες μετά την καταστολή, το φύλλο Νο 8 της Πανσπουδαστικής, της εφημερίδας της Αντι ΕΦΕΕ, δημοσίευσε μία ανακοίνωση με τη μορφή απόφασης της Συντονιστικής Επιτροπής (η οποία είχε τότε διαλυθεί) και κατήγγειλε “....την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη 14 του Νοέμβρη, 350 οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ... για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας”. Αντίστοιχα το ΚΚΕ εσ. εκτιμούσε ότι η κατάσταση «γύρισε πίσω στις 21 Απριλίου 1967». 
 
Η εκτίμηση της ΟΣΕ, της οργάνωσης από την οποία προήλθε το ΣΕΚ, και ενώ μαινόταν η καταστολή του Ιωαννίδη, ήταν στον αντίποδα αυτών των εκτιμήσεων: «Ο λαϊκός αγώνας του Πολυτεχνείου άνοιξε καινούργια ανώτερη φάση για το κίνημα. Παρ’ όλες τις θυσίες, παρ’ όλο το δολοφονικό όργιο της χούντας, το Πολυτεχενείο ήταν τεράστια πολιτική νίκη του λαϊκού μας κινήματος και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων σ’ αυτό…».