Το «Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς» βρίσκεται στις κινηματογραφικές αίθουσες και προσφέρει την καλύτερη γνωριμία με τον Μαρξ και την επαναστατική σκέψη του. Είναι μια ταινία συμβατική στην αφήγηση και τα κινηματογραφικά εργαλεία, αλλά τεκμηριωμένη ως προς τα γεγονότα και την ανάλυση, με άρτιες ερμηνείες και συχνά με χιούμορ.
Καλύπτει μια μικρή αλλά κρίσιμη χρονική περίοδο, από το 1843, όταν ο Μαρξ εκδιώκεται από την Κολωνία, μέχρι την ολοκλήρωση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», στα τέλη του 1847. Κρίσιμη γιατί μέσα σ’αυτά τα χρόνια, ο Μαρξ περνάει από τη ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικής δημοκρατικής διανόησης στον σοσιαλιστή επαναστάτη και οραματιστή της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η ταινία του Αϊτινού Ραούλ Πεκ, δημιουργού του «Λουμούμπα» (2000) και του επερχόμενου «Δεν είμαι ο νέγρος σου», καταφέρνει με επιτυχία να ζωντανέψει αυτή τη διαδικασία.
Στα πρώτα πλάνα, μια ομάδα ρακένδυτων χωρικών δέχεται την αιματηρή επίθεση της έφιππης Πρωσικής αστυνομίας μόνο και μόνο επειδή μαζεύει ξύλα στο δάσος. «Ο λαός βλέπει την τιμωρία αλλά δεν κατανοεί την παράβαση. Και επειδή δεν βλέπει παράβαση αλλά τιμωρία, να τον φοβάστε, γιατί θα εκδικηθεί», έγραψε ο Μαρξ στην «Εφημερίδα του Ρήνου», προκαλώντας το κλείσιμό της, τη σύλληψη της συντακτικής επιτροπής και την εκδίωξή του στο Παρίσι. Οι τότε συναγωνιστές του –Χεγκελιανοί- έβρισκαν τα πολεμικά του άρθρα υπερβολικά, ακραία, όμως ο Μαρξ προσπαθώντας να απαντήσει οικονομικά ερωτήματα άνοιξε το δρόμο για την υλιστική ερμηνεία της ιστορίας.
Καταφεύγει στο Παρίσι με τη γυναίκα του Τζέννυ και τη μικρή τους κόρη και βιοπορίζονται με δυσκολία από τη συγγραφική του δραστηριότητα, όταν συναντά τον Φρίντριχ Ένγκελς, γόνο οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων με έδρα το Μάντσεστερ, που λαθροβιεί ανάμεσα στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης του πατέρα του και τις δικές του φιλοσοφικές και πολιτικές αναζητήσεις. Την αρχική μεταξύ τους ψυχρότητα σύντομα διαδέχτηκε αμοιβαία εκτίμηση που μετατράπηκε στη μακρόχρονη φιλία και συνεργασία, η οποία ώθησε και τους δυο μπροστά, στο να ξεπεράσουν την περιορισμένη κριτική των μικροαστών για την απολυταρχία και να κατανοήσουν τις συνθήκες εκμετάλλευσης που επέβαλλε ο ανερχόμενος βιομηχανικός καπιταλισμός.
Εργατική τάξη
Ο Ένγκελς είχε μόλις δημοσιεύσει την «Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» και έμελλε να επηρεάσει την πορεία του Μαρξ προς τον υλισμό και προς την Αγγλική οικονομική θεωρητική παράδοση. Κομβικό σημείο για τον Ένγκελς ήταν η γνωριμία του με τη μαχητική Ιρλανδή εργάτρια Μαίρη Μπερνς, που σύντομα γίνεται η σύντροφός του.
Η μίνι εξέγερση που προκαλεί η Μαίρη στο υφαντουργείο των Ένγκελς αποτελεί μια από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας. Από τους συντρόφους της, ο Ένγκελς θα γνωρίσει πώς ζουν οι εργάτες και μάλιστα οι Ιρλανδοί που ήταν το πιο χτυπημένο κομμάτι μεταναστών. Ωστόσο στα πρόσωπα των εξαθλιωμένων εργατών δεν έβλεπε μόνο τα αντικείμενα της εκμετάλλευσης αλλά δυναμικά τα υποκείμενα της ανατροπής, κι αυτό ήταν μια τεράστια τομή στην αντίληψη ότι την πολιτική την ασκούν οι κυρίαρχες τάξεις και οι «φωτισμένες ηγεσίες».
Η ανερχόμενη εργατική τάξη βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έκαναν βήματα σε σύνδεση με την ταξική πάλη της εποχής τους. «Τα πάντα μπορούν ν’αλλάξουν, τίποτα δεν είναι τετελεσμένο», εξηγεί ο Μαρξ μιλώντας σε μια εργατική συνέλευση. Στην προσπάθεια να πείσουν τους πρωτοπόρους εργάτες, αλλάζουν και οι ίδιοι, απαρνούνται την τάξη από την οποία προέρχονται και στρέφονται εναντίον της. Η ταινία πετυχαίνει να προβάλει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, τις ταλαντεύσεις και αμφιθυμίες αλλά και το πάθος τους, αποφεύγοντας μονολιθικές απεικονίσεις και αγιογραφίες. Δείχνει το ρόλο που έπαιξαν οι σύντροφοί τους Τζέννυ Μαρξ και Μαίρη Μπερν, επίσης τις διαμάχες με τους διανοητές της εποχής τους, τον Προυντόν, τον Μπακούνιν.
Καθώς η θεωρία τους ωριμάζει, προκύπτει επιτακτικά το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης. Στις Βρυξέλες όπου έχει καταλήξει η οικογένεια Μαρξ εξόριστη και από το Παρίσι, ιδρύουν μια μικρή κομμουνιστική ομάδα με διεθνείς διασυνδέσεις και μέσω αυτής ζητούν να γίνουν μέλη στην «Ένωση Δικαίων», μια σοσιαλιστική οργάνωση, μέσα στην οποία δίνουν σκληρές μάχες για τον πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό της. Για να κερδίσουν την Ένωση στον επιστημονικό σοσιαλισμό που διαμορφώνουν σε θεωρία εκείνη την περίοδο, συγκρούονται τόσο με τον Προυντόν και τους οπαδούς του, όσο και με τον ουτοπικό σοσιαλιστή Βάιτλιγκ. Στο δεύτερο συνέδριο της Ένωσης το 1847, κερδίζουν την αντιπαράθεση και το κεντρικό της σύνθημα τροποποιείται από «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια» στο «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Η ολομέλεια του συνεδρίου τους αναθέτει να συντάξουν το πρόγραμμα της οργάνωσης. Έτσι γράφουν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το ιδεολογικό όπλο της Ένωσης για την επερχόμενη μάχη, που τελικά ξέσπασε την επόμενη χρονιά (ήταν οι εξεγέρσεις του 1848).
Οι τίτλοι τέλους πέφτουν κάτω από μουσική υπόκρουση το «Like a Rolling Stone» του Ντύλαν και στην οθόνη προβάλλονται στιγμιότυπα από τις μεγάλες στιγμές των εξεγέρσεων και πολέμων του 20ου αιώνα, που παραπέμπουν στην επικαιρότητα του Μαρξισμού σήμερα. Ο Ραούλ Πεκ παρουσιάζοντας την ταινία στη φετεινή Μπερλινάλε τόνισε ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση σήμερα ξαναφουντώνει εύλογα το ενδιαφέρον και τη δημοτικότητα του Μαρξ. Έφτιαξε μια ταινία που βοηθά να κατανοήσουμε το πνεύμα του Μαρξισμού και εμπνέει στους αγώνες που ανοίγονται μπροστά.