Εργατικό κίνημα
Όχι στις απολύσεις συμβασιούχων: Κίνημα για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους

2004

 

2009

 

2014

 

2017

 

Οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι των εργατικών αγώνων τα χρόνια των μνημονίων. Η απεργία αυτής της Τετάρτης 29 Νοέμβρη, που ξεκίνησε από τα νοσοκομεία και πλέον απλώνεται σε όλο το δημόσιο τομέα με κεντρικό αίτημα τη μονιμοποίηση όλων, είναι η συνέχεια αυτών των μαχών.

Το ΠΑΣΟΚ πήρε μια γεύση από τη δύναμη των συμβασιούχων από την πρώτη στιγμή που επέστρεψε στην εξουσία τον Οκτώβρη του 2009. Η απόφασή της, από τους πρώτους κιόλας μήνες της διακυβέρνησής της, να απολυθούν όλοι οι εργαζόμενοι stage, συνάντησε μαζική αντίσταση σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες εργαζόμενοι βγήκαν σε κινητοποιήσεις, αντιμετώπισαν την κυβερνητική προπαγάνδα περί “γαλάζιων παιδιών” και “ρουσφετολογικών προσλήψεων” και κέρδισαν τη συμπαράσταση μεγάλων κομματιών των μόνιμων συναδέλφων τους -κόντρα ακόμα και σε ηγεσίες συνδικάτων που τους αντιμετώπιζαν σαν “προσωρινούς” και “αναλώσιμους”. 

Σε όλες τις πανεργατικές που ακολούθησαν την είσοδο στα μνημόνια, σε κάθε απεργία διαρκείας που ξέσπασε στη συνέχεια, η παρουσία των συμβασιούχων ήταν καθοριστική. Το Σωματείο του ΜΕΤΡΟ γα παράδειγμα “χρωστάει” την αγωνιστική του πορεία μέχρι και σήμερα στις μάχες που έδωσε ενάντια στις απολύσεις των 250 συμβασιούχων το καλοκαίρι του 2010. Αναμφισβήτητα, όμως, η πιο συγκλονιστική στιγμή των μαχών των συμβασιούχων αυτά τα χρόνια ήταν η κατάληψη του Δημαρχείου της Αθήνας το Μάρτη του 2011. Η κατάληψη των συμβασιούχων του δήμου, που κράτησε 26 ημέρες, έγινε τότε σημείο αναφοράς για ολόκληρο το εργατικό κίνημα, παράδειγμα οργάνωσης ενός αγώνα από τα κάτω. Από την πρώτη στιγμή δημιουργήθηκε Συντονιστικό Κατάληψης με συμμετοχή εργαζόμενων από όλες τις υπηρεσίες του δήμου, υπεύθυνο για τις βάρδιες, την περιφρούρηση, το κέρδισμα της συμπαράστασης, την απάντηση στις επιθέσεις των ΜΑΤ.

Ήταν η κατάληψη που άνοιξε το δρόμο για το κίνημα των καταλήψεων που σάρωσε όλους τους χώρους τον Οκτώβριο του 2011 και οδήγησε την κυβέρνηση Παπανδρέου στην κατάρρευση. Ένα κύμα που ακολούθησε και την κυβέρνηση Σαμαρά, αν θυμηθούμε τους ηρωικούς αγώνες που έδωσαν οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, οι σχολικοί φύλακες, οι διοικητικοί των πανεπιστημίων και μια σειρά άλλοι χώροι ενάντια στις απολύσεις. 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη τη δική της “εμπειρία” από την αντίσταση των συμβασιούχων. Το φθινόπωρο του 2015, οι 5μηνίτες εργαζόμενοι στους δήμους έδωσαν έναν μεγάλο αγώνα συντονιζόμενοι από τα κάτω με μαζικές συνελεύσεις και απεργιακές διαδηλώσεις για τη διεκδίκηση μόνιμης και σταθερής δουλειάς. Ενώ μόλις το περασμένο καλοκαίρι, η απεργία διαρκείας στους δήμους με κεντρική δύναμη τους συμβασιούχους εργαζόμενους, ανάγκασε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ανανεώσει τις συμβάσεις των 10 και πλέον χιλιάδων συμβασιούχων εργαζόμενων μέχρι το Μάρτη του 2018 και να υποσχεθεί την προκήρυξη μόνιμων θέσεων εργασίας για 2.500 περίπου. Μια μάχη που είναι μπροστά όχι μόνο για να γίνουν αυτές οι υποσχέσεις πράξη αλλά και για να μη μείνει κανείς εργαζόμενος στο δρόμο.

Ακριβώς επειδή έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με όλες αυτές τις κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει τη μέθοδο της σαλαμοποίησης, του διαχωρισμού δηλαδή από συμβασιούχους σε συμβασιούχους με τις διαφορετικές ημερομηνίες λήξης των συμβάσεων, ανάλογα με το πρόγραμμα και τον κλάδο. Ο συντονισμός, η ενότητα των συμβασιούχων με τους μόνιμους συναδέλφους τους και τα συνδικάτα σε όλους τους κλάδους, οι κοινές πρωτοβουλίες ανεξάρτητα από το είδος σύμβασης και την ειδικότητα, είναι τα απαραίτητα βήματα για την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα κερδίσει τη μονιμοποίηση όλων με πλήρη δικαιώματα. Η απεργία στις 29 Νοέμβρη είναι η αρχή για μια μεγάλη αντεπίθεση για να κατακτήσουμε μόνιμη και σταθερή εργασία με συλλογικές συμβάσεις για όλους.


 

Μάχη όλης της εργατικής τάξης

Η πάλη για μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων και για μαζικές προσλήψεις με σταθερή σχέση εργασίας είναι μια κεντρική πολιτική μάχη όλης της εργατικής τάξης. Γιατί έρχεται σε σύγκρουση με μια επίθεση της άρχουσας τάξης που ξεκινάει από παλιά και έχει στόχο να αποδυναμώσει την εργατική τάξη. Η πολιτική των “ελαστικών σχέσεων εργασίας” με την πρόσληψη χιλιάδων συμβασιούχων στο δημόσιο αποτελεί κεντρική επιλογή των αφεντικών και των κυβερνήσεών τους πάνω από δύο δεκαετίες τώρα.

Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι συμβασιούχοι δεν καλύπτουν παρά έκτακτες ανάγκες των υπηρεσιών, η πραγματικότητα είναι ότι όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι κάλυπταν πάντα και συνεχίζουν να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το μόνο που εξασφαλίζει η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων είναι το χτύπημα της μονιμότητας, των μισθών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων όλων των εργαζόμενων. Επίσης, το χτύπημα των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών -οι πετσοκομμένες και ανεπαρκείς υπηρεσίες είναι η καλύτερη “δικαιολογία” για να προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Είναι μια πολιτική που χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε το πάγωμα των προσλήψεων με την πολιτική της μίας πρόσληψης για κάθε πέντε συνταξιοδοτήσεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καλύπτονται τα εκρηκτικά κενά που δημιουργήθηκαν σε όλο το δημόσιο, στα σχολεία, στους δήμους, στην ΕΡΤ, στις ΔΕΚΟ, στα υπουργεία, με προσλήψεις “εκτάκτων”. Στην ίδια κατηγορία υπάχτηκαν και τα καινούργια κομμάτια εργαζόμενων που κάλυπταν νέες ανάγκες για τους δημότες όπως τα ΚΕΠ, τα προγράμματα Βοήθεια στο Σπίτι, οι Σχολικοί Φύλακες. Την ίδια πολιτική συνέχισαν όλες οι κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια με κακοπληρωμένους, ανασφάλιστους και ανασφαλείς εργασιακά νέους εργαζόμενους, από τα stage και τα μπλοκάκια μέχρι τα 5μηνα, τα 8μηνα, τα 12μηνα.

Αυτή η επίθεση κλιμακώθηκε τα χρόνια των μνημονίων. Σύμφωνα με τον ΑΣΕΠ, το 2016 καταγράφηκε ρεκόρ αύξησης στις θέσεις συμβασιούχων στο δημόσιο. Συγκεκριμένα, ενώ προκηρύχθηκαν μόλις 5.584 θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, υπαλλήλων με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ειδικού επιστημονικού προσωπικού, έγιναν ανακοινώσεις για 12.125 θέσεις εποχικού προσωπικού, υπαλλήλων με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και με συμβάσεις μίσθωσης έργου. Η τάση αυτή παρατηρείται ολόκληρη την τελευταία τετραετία, με αύξηση του αριθμού των υπαλλήλων που υπηρετούν στο δημόσιο ως εποχικό και έκτακτο προσωπικό κατά 21,31% και μείωση του αριθμού των τακτικών υπαλλήλων του δημοσίου κατά 5,6%.

Είναι άγνωστος ο ακριβής αριθμός των εργαζόμενων στο δημόσιο με συμβάσεις κάθε είδους αυτή τη στιγμή. Τα περισσότερα δημοσιεύματα μιλούν για 75 με 85 χιλιάδες εργαζόμενους και υπολογίζουν ότι αποτελούν περίπου το 11% του συνόλου των εργαζόμενων στο δημόσιο. Όποιος και να είναι ο ακριβής αριθμός, η πραγματικότητα είναι ότι χιλιάδες είναι οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι που δουλεύουν μέσω προγραμμάτων ΟΑΕΔ στα νοσοκομεία και στις αρχές της νέας χρονιάς θα αντιμετωπίσουν την απόλυση. 

Πάγιες ανάγκες

Αντίστοιχα, στους δήμους, στα σχολεία, στις συγκοινωνίες, στην ΕΥΔΑΠ, στη ΔΕΗ, στο Φυσικό Αέριο, στα υπουργεία, στις τράπεζες, παντού κράτος και αφεντικά χρησιμοποιούν συμβασιούχους για να καλύπτουν τις πάγιες ανάγκες τους σε προσωπικό, αλλά χωρίς μόνιμη σχέση εργασίας και χωρίς δικαιώματα. Έτσι, χιλιάδες εργαζόμενοι που είναι απαραίτητοι, ανακυκλώνονται συστηματικά. Σαν αναλώσιμο υλικό με μόνιμη εργασιακή ανασφάλεια και με ελάχιστα δικαιώματα. Η σύμβασή τους λήγει και συνήθως κάθε λήξη σύμβασης συνοδεύεται με νέα πρόσληψη συμβασιούχου στην ίδια θέση εργασίας. Η θέση είναι μόνιμη και αναγκαία, οι εργαζόμενοι προσωρινοί και αναλώσιμοι.

Το χτύπημα των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον ιδιωτικό. Αντίθετα, ανοίγει το δρόμο στα αφεντικά να προχωρούν σε ανάλογες επιθέσεις παντού, χειροτερεύει δηλαδή τις συνθήκες εργασίας όλης της εργατικής τάξης. Η Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2017 αναφέρει ότι “το ποσοστό της μερικής απασχόλησης έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλό επίπεδο· από περίπου 6% επί του συνόλου της απασχόλησης το 2009 βρίσκεται πλέον στο 9,7% το γ’ τρίμηνο του 2016”. Τονίζει επίσης ότι “οι καταγγελθείσες συμβάσεις (λήξεις) ορισμένου χρόνου, που μέχρι και το 2012 αναλογούσαν περίπου στο 56% επί του συνόλου των απολύσεων, το 2013 αυξήθηκαν στο 63% αυτών, ενώ κατά τα τρία τελευταία έτη πλησιάζουν το 70%” και διαπιστώνει ότι “με μερική ή εκ περιτροπής εργασία εργάζονται 382.729 άνδρες και γυναίκες, μέγεθος που αναλογεί στο 22,48% των μισθωτών”.


 

Παράδοση αντίστασης

Οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι έχουν πίσω τους μεγάλους αγώνες για το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά -αγώνες που οδήγησαν ολόκληρα κομμάτια στη νίκη. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, εργαζόμενοι με τέτοιες σχέσεις εργασίας, βγήκαν στο δρόμο, πάλεψαν μαζί με τους μόνιμους συναδέλφους τους και κέρδισαν τις θέσεις εργασίας τους, χωρίς να κρέμεται η λεπίδα της απόλυσης πάνω από τα κεφάλια τους κάθε εξάμηνο, οχτάμηνο ή δωδεκάμηνο.

Το κίνημα των συμβασιούχων του 2004 είναι ένα από τα νικηφόρα κύματα, καθώς οδήγησε στη μονιμοποίηση δεκάδων χιλιάδων εργαζόμενων. Εργαζόμενοι που αμείβονταν με 400 ευρώ το μήνα χωρίς άδειες, επιδόματα και ασφαλιστική κάλυψη οργανώθηκαν και έφτιαξαν συλλόγους και συνδικάτα και έγιναν τότε το μεγαλύτερο αγκάθι για την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση Καραμανλή. Κι ενώ για πολλά χρόνια θεωρούνταν “τα ρουσφέτια του ΠΑΣΟΚ” ή στην καλύτερη περίπτωση “οι όμηροι της εκάστοτε κυβέρνησης”, απέδειξαν ότι ήταν τα νέα εργατικά κομμάτια που οργανώνονται συνδικαλιστικά και συντονίζουν τις μάχες τους. 

Ο αγώνας ήταν ξεκινημένος πριν την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία. Μετά την έκρηξη του ασφαλιστικού του 2001, χιλιάδες συμβασιούχοι στον ΟΤΕ, τους Δήμους, οι Σχολικοί Φύλακες, οι έκτακτοι του ΥΠ.ΠΟ και πολλοί άλλοι, απόκτησαν την αυτοπεποίθηση να οργανωθούν και να συντονιστούν διεκδικώντας ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και μονιμοποίηση. Η αρχή έγινε το καλοκαίρι του 2002. Αφορμή ήταν Κοινοτική Οδηγία, που παρόλο που διατύπωνε με πολύ γενικό τρόπο ότι όλοι οι εργαζόμενοι που δουλεύουν στον ίδιο χώρο εργασίας και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες χρειάζεται να έχουν ισότιμη αντιμετώπιση από τους εργοδότες, ήταν για χιλιάδες συμβασιούχους μία μορφή δικαίωσης που τους έδινε το θάρρος για να ξεκινήσουν ένα πλατύ κίνημα όλων των συμβασιούχων.

Η διάθεση της βάσης από τη μία και η αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών να τους καλύψουν από την άλλη, οδήγησε αυτά τα κομμάτια να φτιάξουν δικές τους μορφές συντονισμού και οργάνωσης. Έτσι φτιάχτηκε το Συντονιστικό Συμβασιούχων αλλά και τοπικές συντονιστικές επιτροπές σε κάθε χώρο που οργάνωσαν τις πρώτες κινητοποιήσεις, ενώ μαζικοποιήθηκε και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζόμενων Ιδιωτικού Δικαίου στο Δημόσιο. Εκείνο το καλοκαίρι σημαδεύτηκε από δυναμικές κινητοποιήσεις πολλών κομματιών όπως των συμβασιούχων της Ολυμπιακής ή των καθαριστριών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν, για έναν ολόκληρο χρόνο, διαδηλώσεις και απεργίες, στάσεις εργασίας και καταλήψεις συμβασιούχων σε μια σειρά χώρους και κλάδους. Το καλοκαίρι του 2003, οι Μουσικοί του Δήμου Αθήνας δίνουν έναν ηρωικό αγώνα απαιτώντας από τη τότε δήμαρχο Αθήνας, Ντόρα Μπακογιάννη την επαναπρόσληψή τους και ξεσηκώνουν τεράστιο κύμα συμπαράστασης.

Κύμα αγώνων

Ήταν ένα κύμα αγώνων που δε σταμάτησε ακόμα και όταν ξεκίνησε η προεκλογική περίοδος. Στις αρχές του 2004, οι συμβασιούχοι της ΕΡΤ μαζί με τους Μουσικούς κάνουν μία εντυπωσιακή διαμαρτυρία-συναυλία μαζί με στάση εργασίας στην αυλή του Ραδιομεγάρου της Αγίας Παρασκευής με πολύ μαζική συμμετοχή. Οι αγώνες όμως που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη μαζικοποίηση και το συντονισμό των κινητοποιήσεων είναι από τους συμβασιούχους των Δημοτικών Επιχειρήσεων. Την Πρωτοχρονιά του 2004, οι συμβασιούχοι του Δήμου Περιστερίου προχωρούν σε κατάληψη στο Δημαρχείο ενάντια στην απόφαση του δημάρχου να τους πετάξει στο δρόμο, ζητώντας όχι μόνο την επαναπρόσληψη αλλά και τη μονιμοποίησή τους. Για δύο μήνες συνεχίζουν με επιμονή την κατάληψή τους, σπάνε το προεκλογικό κλίμα και ανοίγουν το δρόμο για τη συνέχεια.

Αυτές οι μάχες αναγκάζουν τη ΝΔ να εντάξει στην προεκλογική της ατζέντα και το ζήτημα των συμβασιούχων. Παραμονές των εκλογών ο Καραμανλής υπόσχεται τη μονιμοποίηση 230.000 συμβασιούχων προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές. Την επόμενη των εκλογών έχει ξεχάσει τις υποσχέσεις. Το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου αποδεικνύεται ένα έκτρωμα που, μέσα από πολύπλοκους όρους και προϋποθέσεις, πετά τη μεγάλη πλειοψηφία στο δρόμο. Οι διατάξεις του δεν προσδιορίζουν καν τον όρο “πάγιες και διαρκείς” ανάγκες αφήνοντας τη δικαιοδοσία στα υπηρεσιακά και διοικητικά συμβούλια των φορέων να το κάνουν. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι οι συμβασιούχοι δεν είναι παρά ένα αδύναμο κομμάτι χωρίς συνδικαλιστική οργάνωση και εμπειρία. 

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Όπως αποδεικνύεται, οι συμβασιούχοι είναι μαχητικά κομμάτια που, επειδή βρίσκονται σε κοινούς χώρους με συνδικαλισμένα και δυνατά κομμάτια εργαζόμενων, έχουν αποκτήσει τεράστιες εμπειρίες κοινών αγώνων μαζί τους. Οι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησης Καραμανλή σημαδεύονται από τις κινητοποιήσεις τους. Οι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί, οι έκτακτοι καθηγητές των ΤΕΙ, οι συμβασιούχες καθαρίστριες του ΟΤΕ, οι συμβασιούχες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και των σχολείων, οι συμβασιούχοι των δήμων και των δημοτικών επιχειρήσεων, οι συμβασιούχοι της ΕΡΤ, οι συμβασιούχοι του ΥΠ.ΠΟ, οι συμβασιούχοι του ΟΑΕΔ και των ΚΕΠ, οι συμβασιούχοι στα προγράμματα Βοήθεια στο Σπίτι, οι έκτακτοι αρχαιολόγοι και γεωπόνοι, οι εποχικοί πυροσβέστες και χιλιάδες ακόμα εργαζόμενοι σε όλες τις υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου θα βγουν στο δρόμο με μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις.

Η άποψη ότι η νίκη θα έρθει μέσα από τη δράση της βάσης και όχι μέσα από προσφυγές στα δικαστήρια ή αναμονή για τις επόμενες εκλογές, ότι η μόνιμη και σταθερή εργασία δεν είναι θέμα δικαστικών αποφάσεων ούτε αλλαγής προσώπων στις υπουργικές καρέκλες, αλλά θέμα σύγκρουσης με το σύστημα που μέσα στην κρίση του δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνιμη και αξιοπρεπή δουλειά για όλους, υπερισχύει στο κίνημά τους. Το κέρδισμα της συμπαράστασης από τους μόνιμους συναδέλφους τους το ίδιο. Μεγάλες Ομοσπονδίες του δημοσίου, φτάνοντας στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, αναγκάζονται να καλέσουν απεργίες συμπαράστασης με αίτημα τη μονιμοποίηση όλων.

Αυτές οι κινητοποιήσεις αναγκάζουν την κυβέρνηση σε απανωτές υποχωρήσεις. Το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου τροποποιείται ξανά και ξανά πριν φτάσει στην οριστική του μορφή. Πάνω από 30.000 εργαζόμενοι κατάφεραν τελικά να κερδίσουν τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου. Και αποτέλεσαν παράδειγμα για όλους τους συμβασιούχους στη συνέχεια.