αΗ τελευταία ταινία του Μίκαελ Χάνεκε έχει όλα τα χαρακτηριστικά του σινεμά του μεγάλου Αυστριακού κινηματογραφιστή: Κριτική στην καρδιά και την αντίληψη του Ευρωπαϊκού ονείρου, πεσιμισμός, δηκτικότητα, μόνο που αυτή τη φορά δεν τα καταγράφει, τα αποδίδει με πολύ πετυχημένο τρόπο στην κυρίαρχη τάξη.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η μεγαλοαστική οικογένεια Λοράν, που ζει στο Καλέ. Τα ηνία της κατασκευαστικής εταιρίας τους τα έχει παραχωρήσει ο πατριάρχης στην κόρη του, Αν, η οποία προσπαθεί μάταια να καθιερώσει τον δυσλειτουργικό γιό της, Πιερό σαν νέο αφεντικό, ενώ ετοιμάζεται να επισημοποιήσει τη σχέση της με Άγγλο τραπεζίτη. Ο τελευταίος παρεπιπτόντως, μεσολαβεί για ένα δάνειο που τόσο έχει ανάγκη για να σώσει την επιχείρηση. Ο πατέρας (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) στα όρια της άνοιας, ψάχνει τρόπο να εγκαταλείψει αυτό τον μάταιο κόσμο. Ο αδελφός της Αν, Τομά, έχει να αναλάβει την κηδεμονία της κόρης του, Εβ, από τον πρώτο του γάμο, όταν η μητέρα της πεθαίνει από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών χαπιών. Ο μεγαλογιατρός Τομά υποτίθεται ότι έχει έναν ευτυχισμένο δεύτερο γάμο, αλλά η Εβ δεν αργεί να ανακαλύψει την κρυφή σχέση του με μια μουσικό. Και μέσα σ’όλ’αυτά, στο εργοτάξιο της κατασκευαστικής εταιρίας συμβαίνει ένα θανατηφόρο ατύχημα, που η οικογένεια θα πρέπει να διαχειριστεί «πολιτισμένα και διακριτικά».
Αστοί στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Ο Χάνεκε τους παρακολουθεί μέσα από τη ματιά της δεκατριάχρονης Εβ, του «smartphone» της και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επιμελώς κατασκοπεύει καθώς καταγράφουν με ψυχρό τρόπο τη ζωή, τις σκέψεις και τα (όποια) αισθήματα των μελών της οικογένειας. Κρίση, ψέμα, εξαπάτηση, αλλοτρίωση, θάνατος, τα αγαπημένα θέματα του Αυστριακού σκηνοθέτη επιστρέφουν, πάντα με πολιτικό πρόσημο και κοινωνική οπτική. Ο Χάνεκε δεν δίστασε ποτέ να σοκάρει το ακροατήριο με ταινίες που κατεδάφιζαν τη μικροαστική ευδαιμονία (Παράξενα παιχνίδια), αναζητούσαν τις ρίζες του ναζισμού (Η λευκή κορδέλα), τα αμαρτήματα του γαλλικού ιμπεριαλισμού στην Αλγερία (Κρυμμένος), αλλά και τα γενικότερα αδιέξοδα του σύγχρονου Ευρωπαίου, συχνά με τόσο ακραίο τρόπο που άγγιζαν τα όρια της μισανθρωπίας. Η Ευρώπη του είναι καθαρά διαιρεμένη σε «πάνω» και «κάτω», ακόμα κι όταν δεν πολιτικολογεί ανοιχτά. Στεναχωρεί τον θεατή, προκαλεί, χλευάζει, όμως αυτός είναι ο τρόπος του για να προβληματίσει.
Οι Λοράν περιτριγυρίζονται από προλετάριους, τους Άραβες υπηρέτες τους, τους οποίους αντιμετωπίζουν με οριενταλιστικό τρόπο, πρόσφυγες παγιδευμένους που προσπαθούν να περάσουν το κανάλι προς τη Βρετανία, τους εργάτες στην οικοδομή όπου έγινε η καταστροφή. Όμως γι’ αυτούς το μόνο που υπάρχει είναι το μικροσκοπικό τους σύμπαν: Η επιχείρηση και η διάσωσή της, η καταξίωση μέσα στην ταξη τους, η αρμονική (;) συμβίωση στη μεγαλειώδη έπαυλη, το μέλλον των απογόνων τους. Οι τελευταίοι είναι θύματα αλλά και θύτες των αδιεξόδων που τους κληροδότησε η τάξη τους. Η ταινία δεν αφήνει καν περιθώρια για τραγικό φινάλε – λύτρωση, ούτε βέβαια για ένα ευτυχές τέλος όπως διαλαλεί ο τίτλος της. Με την αστική τάξη κυρίαρχη δεν υπάρχει «happy end» για κανέναν και για καμιά!