Η ταινία «Λαίδη Μάκβεθ» που παίζεται ήδη στις αίθουσες είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ματιά για μια γυναίκα που επαναστατεί ενάντια στη μοίρα της και την κοινωνία που την καταδικάζει στην καταπίεση, μετατρέποντάς την από θύμα σε θύτη.
Είναι η νεαρή Κάθριν, που «πουλήθηκε» μαζί με κάτι χωράφια σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα στη Βόρεια Αγγλία του 19ου αιώνα, προορισμένη να παντρευτεί τον αδιάφορο γιό του. Από τη νύχτα του γάμου είναι καθαρό ότι η Κάθριν αποτελεί ένα τρόπαιο, μια «γλάστρα» για τις συμβάσεις που απαιτεί η επαρχιακή κοινωνία και η Βικτωριανή ηθική. Συμβάσεις σκληρές, όπως ο κορσές που της δένει κάθε μέρα η υπηρέτριά της, βαρετές όπως τα πρόσωπα που περιτριγυρίζουν την οικογένεια και καταπιεστικές, όπως ο κανόνας ότι δεν πρέπει να βγαίνει από το σπίτι και να υπακούει κάθε παραξενιά του άντρα της και του άξεστου πεθερού της. Όμως η Κάθριν δεν αποδέχεται τη μοίρα της. Μόλις οι δυνάστες της απουσιάσουν, συνδέεται ερωτικά με έναν υπηρέτη του υποστατικού, αφυπνίζεται σεξουαλικά και εξεγείρεται συνολικά, στρεφόμενη ενάντια στους δυνάστες της με κάθε μέσο.
Η ταινία του θεατρικού σκηνοθέτη Γουίλιαμ Όλντροϊντ ξεδιπλώνει με λιτό και σαφή τρόπο τη σύγκρουση μιας γυναίκας με τις σεξιστικές προκαταλήψεις και πρότυπα της εποχής της και τη μεταμόρφωση προς μια λαίδη Μάκβεθ. Χωρίς δραματικές κορυφώσεις, αξιοποιεί συμβολικά στοιχεία όπως η μαύρη υπηρέτρια που εισάγει και άλλες μορφές διακρίσεων και την εξαιρετική ερμηνεία της Φλόρενς Πιου.
Αν σήμερα ωστόσο η εξέλιξη της Κάθριν σε Λαίδη Μάκβεθ φαντάζει εύλογη, η ιστορία που κουβαλάει πίσω της είναι μακρυά και εντυπωσιακή. Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά (όχι πιστή) της νουβέλας «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» (1865), του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Λέσκοφ που είχε εμπνευστεί πρώτος από την αδίστακτη ηρωίδα του Σέξπιρ. Η Κάτια Ισμαήλοβα του Λέσκοφ υπήρξε μίλια μπροστά από την τσαρική Ρωσία και προκάλεσε τα ήθη και την ηθική της περιόδου, καθώς και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ο Ντμίτρι Σοστάκοβιτς, καταξιωμένος συνθέτης της Ρώσικης πρωτοπορίας θα μετατρέψει την πρωτοποριακή ιδέα του Λέσκοφ στην ομώνυμη όπερα, όμως αντί για τη δικαίωση και τον θρίαμβο θα βρεθεί αντιμέτωπος με ολόκληρο τον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος, την Πράβδα και τον ίδιο τον Στάλιν που κατακεραύνωσε το opus 29 του μεγάλου μουσουργού. Το έργο του Σοστάκοβιτς βρέθηκε στο στόχαστρο για δυο λόγους. Η επικράτηση του δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού το 1932 σήμαινε πόλεμο ενάντια σε κάθε πειραματική μορφή τέχνης και αποκήρυξη με την κατηγορία του «φορμαλισμού». Η «Λαίδη Μάκβεθ» όμως διέπραξε και δεύτερο αμάρτημα: Πρόβαλλε την εικόνα μιας ασυμβίβαστης γυναίκας που διαλύει το σπίτι και την οικογένειά της ακριβώς πάνω στη χρονική συγκυρία που ο Σταλινισμός έπαιρνε πίσω τις κατακτήσεις της Ρώσικης επανάστασης για τις γυναίκες. Το 1936 ήταν η χρονιά που απαγορεύτηκαν οι εκτρώσεις και το καθεστώς εγκαινίασε μια καμπάνια για την ενίσχυση της «νέας Σοβιετικής οικογένειας» με τη γυναίκα σε ρόλο εργάτριας – μητέρας - συζύγου. Ο εξοστρακισμός της «Λαίδη Μάκβεθ» στην πραγματικότητα υπήρξε παράπλευρη απώλεια αυτής της αντιδραστικής στροφής. Ο Σοστάκοβιτς χρειάστηκε να κάνει επώδυνους συμβιβασμούς στη συνέχεια προκειμένου να επιβιώσει στη μέγγενη της σταλινικής λογοκρισίας.
Εν τω μεταξύ, η αειθαλής Λαίδη Μάκβεθ έγινε μπαλέτο, ταινία από τον Αντρέι Βάιντα («Η λαίδη Μάκβεθ της Σιβηρίας»-1962) και θεατρικό έργο. Η πρόσφατη ταινία είναι μια πολύ καλή αφορμή να θυμηθούμε την ιστορία της και την ιστορία όλων των γυναικών που αντιστάθηκαν στην σεξιστική καταπίεση.