Ιστορία
H “Πρωτοχρονιά” της ήττας των ΗΠΑ στο Βιετνάμ

Αμερικάνοι στρατιώτες νεκροί και ταμπουρωμένοι στη διάρκεια της επίθεσης των Βιετκόνγκ στην Αμερικάνικη πρεσβεία στη Σαϊγκόν

Στα τέλη του 1967 ο Τζόνσον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, πίστευε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε άρχιζε να λύνεται. Το πρόβλημα λεγόταν Βιετνάμ. Οι ΗΠΑ είχαν κλιμακώσει την στρατιωτική τους επέμβαση σε αυτή τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια. Ο στόχος ήταν να στηρίξουν την κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ και να συντρίψουν τους αντάρτες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (NLF) που τους στήριζε το καθεστώς του Βόρειου Βιετνάμ. 

Από μερικές χιλιάδες «συμβούλων» η αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία είχε φτάσει τις 486 χιλιάδες, με μια συντριπτική ισχύ πυρός. Ταυτόχρονα, η αμερικάνικη πολεμική αεροπορία είχε εξαπολύσει τη μεγαλύτερη επιχείρηση βομβαρδισμών στην ιστορία για να αναγκάσει το Βόρειο Βιετνάμ να γονατίσει. Στις 31 Δεκέμβρη του 1967 το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανακοίνωνε επίσημα ότι από το Μάρτη του 1965 τα αμερικάνικα αεροπλάνα είχαν ρίξει 860.000 τόνους βομβών στο Βόρειο Βιετνάμ. Συγκριτικά, σε όλη την διάρκεια του Πολέμου της Κορέας (1950-1953) είχαν ρίξει 653.000. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε όλο το «θέατρο επιχειρήσεων» του Ειρηνικού είχαν ρίξει 503.000. 

Η καταστροφή ήταν βιβλική. Οι εικόνες της έκαναν το γύρο του κόσμου και στις ΗΠΑ το αντιπολεμικό κίνημα φούντωνε. Ο Τζόνσον ήθελε απεγνωσμένα τη νίκη. Κι η τακτική του στρατηγού Γουεστμόρλαντ, του ανώτερου διοικητή των αμερικάνικων δυνάμεων στο Νότιο Βιετνάμ φαινόταν ότι του την πρόσφερε. Στις 21 Νοέμβρη ο Γουεστμόρλαντ μίλησε στον τύπο και ισχυρίστηκε ότι: «Έχουμε φτάσει σε ένα σημαντικό σημείο όπου το τέλος γίνεται ορατό. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι παρόλο που το 1965 ο εχθρός νικούσε σήμερα οπωσδήποτε χάνει. Οι ελπίδες του έχουν χρεοκοπήσει». 

Η «Επίθεση της Τετ»

Όταν τον Γενάρη του 1968 ο στρατός του Βόρειου Βιετνάμ επιτέθηκε στη βάση Κε Σαν, κοντά στα σύνορα με το Λάος, ο Γουεστμόρλαντ θεώρησε ότι είχε φτάσει η στιγμή για την τελική αναμέτρηση. Οι δυνάμεις του, με τη βοήθεια της αεροπορίας θα συνέτριβαν σε μια μάχη εκ παρατάξεως τη ραχοκοκαλιά του εχθρού και θα επέβαλαν τους όρους της όποιας ειρήνης. 

Πράγματι τα Β-52 τα «ιπτάμενα φρούρια» βομβάρδιζαν για 24 μέρες, όσο κράτησε η μάχη, τις μονάδες των επιτιθέμενων. Ήταν μια κόλαση φωτιάς. Όμως, όλες οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν με τον πιο παταγώδη τρόπο λίγες μέρες μετά. Συγκεκριμένα, τις πρώτες πρωινές ώρες της 31 Γενάρη, της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς, της Τετ. 

Η «Επίθεση της Τετ» ξεκίνησε στις 3 το πρωί. Οι τακτικές μονάδες κι οι πολιτοφυλακές των «βιετκόνγκ» -όπως ονόμαζαν τους αντάρτες του NLF οι Αμερικάνοι- επιτέθηκαν σε πέντε από τις έξι μεγαλύτερες πόλεις του Νότιου Βιετνάμ, σε 36 από τις 44 πρωτεύουσες νομών και σε εκατοντάδες ακόμα πόλεις, κωμοπόλεις και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. 

Οι πιο εντυπωσιακές μάχες εκτυλίχτηκαν στην Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ. Τις προηγούμενες βδομάδες ολόκληρα τάγματα ανταρτών είχαν διεισδύσει στην πόλη. Είχαν αποθηκεύσει όπλα και εκρηκτικά και είχαν συνδεθεί με τις παράνομες οργανώσεις και τις μαχητικές ομάδες τους στην πόλη.

Οι «βιετκόνγκ» επιτέθηκαν σε δεκάδες σημεία στην πόλη: στον ραδιοφωνικό σταθμό, στο προεδρικό μέγαρο, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Η αμερικάνικη πρεσβεία έγινε επίσης στόχος. Τα εγκαίνιά της είχαν γίνει τον Σεπτέμβρη του 1967, η κατασκευή της είχε κοστίσει το εντυπωσιακό για εκείνη την εποχή ποσό των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων, εκτεινόταν σε περίπου τέσσερα στρέμματα με ένα τείχος ύψους τριών μέτρων. Ήταν το σύμβολο της αμερικάνικης ισχύος στο Βιετνάμ και σε όλη την Ασία. 

Εκεί εισέβαλαν 20 περίπου αντάρτες και ενεπλάκησαν σε μια εξάωρη μάχη με τη φρουρά της. Οι εικόνες από την πρόσοψη της πρεσβείας «γαζωμένη» από τις σφαίρες και τα βλήματα με πτώματα στο περίβολό της, έκαναν το γύρο των ΗΠΑ και του κόσμου. Έμεινε φημισμένη η φράση του Γουόλτερ Κρονκάιτ, ενός πολύ γνωστού παρουσιαστή «διάολε, υποτίθεται ότι κερδίζαμε αυτόν τον πόλεμο». Την επόμενη μέρα θα κυκλοφορούσε μια άλλη συγκλονιστική φωτογραφία. Ο αρχηγός της αστυνομίας της Σαϊγκόν εκτελούσε πυροβολώντας στον κρόταφο έναν αιχμάλωτο αντάρτη. 

Η αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση δήλωσε δυο μέρες μετά ότι η αναμέτρηση ήταν μια μεγάλη νίκη για αυτήν. Οι δημοσιογράφοι που άκουγαν έκπληκτοι αυτές τις δηλώσεις έβλεπαν την Τσόλον, μια τεράστια φτωχογειτονιά στα δυτικά της Σαϊγκόν να λάμπει από τις εκρήξεις και τα τροχιοδεικτικά βλήματα. Οι μάχες στη Τσόλον θα σταματούσαν στις αρχές Μάρτη. 

Η Μπεν Τρε ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στο Νότιο Βιετνάμ. Ο αμερικάνικος στρατός την ανακατέλαβε ύστερα από συστηματικό βομβαρδισμό ημερών. Το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης ισοπεδώθηκε. Ένας Αμερικάνος ταγματάρχης δήλωνε: «Χρειάστηκε να καταστρέψουμε την πόλη για να την σώσουμε».  

Σφαγή στο Μι Λάι

Δεν ήταν μια μεμονωμένη αντίδραση. Στα μέσα Μάρτη μια αμερικάνικη μονάδα που έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην άλλη άκρη του Νότιου Βιετνάμ, ξεκλήρισε κυριολεκτικά δυο χωριουδάκια που στους αμερικάνικους χάρτες ονομάζονταν Μι Λάι. Ήταν η χειρότερη σφαγή αμάχων στην ιστορία του αμερικάνικου στρατού: 500 περίπου άμαχοι χωρικοί, ανάμεσά τους δεκάδες παιδιά δολοφονήθηκαν. 

Οι στρατιωτικές ιστορίες συνήθως τοποθετούν το τέλος της Επίθεσης της Τετ στα τέλη Μάρτη. Στην πραγματικότητα η επίθεση συνεχίστηκε σε ακόμα δυο φάσεις μέχρι το φθινόπωρο. Τον Μάη οι «Βιετκόνγκ» επιτέθηκαν πάλι σε 119 πόλεις ανάμεσά τους και την Σαϊγκόν. Στρατιωτικά, αυτό που η ηγεσία του Βόρειου Βιετνάμ είχε ονομάσει «Γενική Επίθεση-Γενική Εξέγερση» ήταν μια αποτυχία. Ο στρατός του Νότιου Βιετνάμ δεν κατέρρευσε. Οι καλύτεροι και πιο εμπειροπόλεμοι αντάρτες είχαν σκοτωθεί και τα δίκτυα του Μετώπου σε πόλεις και χωριά είχαν αποκαλυφθεί και σε μεγάλο βαθμό ξηλωθεί. Το NLF δεν ανέκαμψε ποτέ σαν ανεξάρτητη μαχητική δύναμη. Όμως, ο πολιτικός αντίκτυπος της Επίθεσης της Τετ ήταν τεράστιος. 

Μερικά χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε η «στήριξη» του καθεστώτος του Νότιου Βιετνάμ, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, μπορούσε να δηλώνει με άνεση ότι το Βιετνάμ δεν αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. «Έχουμε 30 Βιετνάμ» είχε πει. Εννοούσε ότι οι ΗΠΑ εγγυόταν την ασφάλεια του «ελεύθερου κόσμου» παντού. Αντίστοιχα το αντιπολεμικό κίνημα του 1962-64 με το ζόρι συσπείρωνε μερικές εκατοντάδες ανθρώπους σε κάθε διαδήλωση ή συγκέντρωσή του. 

Όμως, οι καιροί άλλαζαν, και μάλιστα με ταχύτητα. Το 1965 οι διαδηλώσεις (30.000 και 50.000 στη Νέα Υόρκη) μαζικοποιούνται ενάντια στους άγριους αεροπορικούς βομβαρδισμούς - με πιο γνωστό το σύνθημα «Τζόνσον, πόσα παιδιά σκότωσες σήμερα;». 

Το 1967, η μαζική και υποχρεωτική στρατολόγηση εφέδρων, οδηγεί σε έκρηξη το αντιπολεμικό κίνημα. 400.000 διαδηλώνουν τον Απρίλιο στη Νέα Υόρκη. Περίπου 100.000 συμμετέχουν στην περικύκλωση του Πενταγώνου. Ο μαύρος θρύλος του μποξ Μοχάμετ Άλι αρνήθηκε να πάει να πολεμήσει. «Κανένας Βιετκόγκ δεν με αποκάλεσε ποτέ αράπη» δηλώνει.

Εφιάλτης

Η Επίθεση της Τετ λειτούργησε σαν κέντρισμα για το κίνημα. Καταρχάς, γιατί προκάλεσε κρίση στους από πάνω. Στις 31 Μάρτη ο πρόεδρος Τζόνσον έκανε ένα «διάγγελμα στο έθνος» από την τηλεόραση. Δήλωσε ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσει την προεδρία στις εκλογές που θα γίνονταν τον Νοέμβρη. Η δημοτικότητά του είχε καταρρεύσει. Μέσα σε λίγες βδομάδες ένας στους πέντε Αμερικάνους είχε αλλάξει γνώμη για τον πόλεμο. Και για ένα κομμάτι της άρχουσας τάξης η συνέχιση του πολέμου «φθοράς» στο Βιετνάμ ζωντάνευε τον εφιάλτη μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών εκρήξεων στις ίδιες τις ΗΠΑ. 

Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις αρχές του Απρίλη του 1968 προκάλεσε εξεγέρσεις σε 110 πόλεις με τον στρατό και την Εθνοφρουρά να καταστέλλουν τις μεγαλύτερες από αυτές. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ είχε γίνει το σύμβολο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων από τη δεκαετία του ’50. Και παρά τις πιέσεις της κυβέρνησης Τζόνσον και πολλών συνεργατών του, το 1967 είχε ταχτεί κι αυτός ανοιχτά ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ. 

Τον Οκτώβρη, δυο μαύροι αθλητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Πόλη του Μεξικού, οι Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, ύψωσαν τη γροθιά τους κατά την απονομή των μεταλλίων σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον ρατσισμό του αμερικάνικου κράτους. Η υψωμένη γροθιά ήταν ο χαιρετισμός των Μαύρων Πανθήρων, της επαναστατικής οργάνωσης που κέρδιζε χιλιάδες νέους αγωνιστές και αγωνίστριες.

Το 1968 είναι επίσης η χρονιά που το SDS, η μεγαλύτερη φοιτητική οργάνωση της δεκαετίας του ´’60, διασπάται σε μια σειρά από οργανώσεις που στην πλειοψηφία τους αυτοχαρακτηρίζονται επαναστατικές, την ίδια στιγμή που το κίνημα στα πανεπιστήμια ριζοσπαστικοποιείται από «φιλειρηνικό» σε αντιπολεμικό με σύνθημα «νίκη στους Βιετκόνγκ». Η SDS είχε ξεκινήσει σαν μια οργάνωση στις παρυφές του Δημοκρατικού Κόμματος που είχε στηρίξει τον Τζόνσον στις προεδρικές εκλογές του 1964. Το 1968 τροφοδοτούσε την επαναστατική αριστερά που γεννιόταν. Το Βιετνάμ κι η Επίθεση της Τετ ήταν καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία.