«Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία, Paris 1909».
Αυτό ήταν το μήνυμα που έκρυψε στην αρχαϊζουσα περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη, στο άγαλμά του, που βρίσκεται στην οδό Σταδίου, ο Λάζαρος Σώχος, ο γλύπτης που το φιλοτέχνησε. Ανακαλύφθηκε το 2002 από τους εργαζόμενους που έκαναν τη συντήρηση του γλυπτού. Ο γλύπτης ήθελε να αποδώσει τον ήρωα της επανάστασης, όπως πραγματικά ήταν, με το χαρακτηριστικό αρβανίτικο κούρεμά του, ξυρισμένο στο μπροστινό κομμάτι του κεφαλιού και με μακριά μαλλιά πίσω.
Αλλά αυτό δεν ταίριαζε με την εικόνα που ήθελε να δώσει για τον εαυτό του το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος. Χρειαζόταν το δικό του μύθο και αυτός ήταν η συνέχεια του «ελληνικού έθνους» από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ήταν ένας μύθος που άλλωστε γοήτευε την αστική διανόηση της Ευρώπης που μέσα στο ρομαντικό πνεύμα της εποχής ήθελε να βλέπει στους ανθρώπους που εξεγέρθηκαν ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως απόγονους του Περικλή.
Έτσι ο Κολοκοτρώνης, ένας από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1821, αναγκάστηκε στο άγαλμα να φορέσει την αρχαιοελληνική περικεφαλαία με τον σταυρό, μια περικεφαλαία βρετανικής προελεύσεως που ο ίδιος είχε πάρει σαν ενθύμιo από ένα Βρετανό ταγματάρχη...
Τον μύθο της «αιώνιας» Ελλάδας ήρθε να συμπληρώσει ο μύθος του «προαιώνιου εχθρού», δηλαδή της Τουρκίας. Σύμφωνα με αυτόν, από το 1821 μέχρι σήμερα μονίμως αμυνόμενη είναι η «καλή» Ελλάδα και μονίμως επιτιθέμενη είναι η «κακή» Τουρκία. Πρόκειται για μια καρικατούρα.
1821
Για το τι συνέβη το 1821 την πρώτη σοβαρή ανάλυση την έχει καταθέσει ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, με το βιβλίο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821». Ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, «αυτό που λέμε έθνος σήμερα δεν υπήρχε...Το έθνος είναι φαινόμενο των νεώτερων χρόνων, ένα ιστορικό φαινόμενο που έχει την αφετηρία του στο τέλος του μεσαίωνα, όταν η φεουδαρχία άρχισε να κλονίζεται και η αστική τάξη άρχισε να ανεβαίνει».
Για τον Κορδάτο το 1821 ήταν μια αστική επανάσταση που έγινε με σημαία της το έθνος. Στα τέλη του 18ου αιώνα η ελληνική αστική τάξη είχε να επιδείξει σημαντικά βήματα. Οι έμποροι του «παροικιακού ελληνισμού» πλούτιζαν, οι εφοπλιστές έπαιζαν βασικό ρόλο στις εμπορικές μεταφορές και σε μια σειρά περιοχές άρχιζε να ανθίζει η βιοτεχνική παραγωγή ενώ κι η αγροτική οικονομία αρχίζει να συνδέεται με το εμπόριο.
Αυτή η ανερχόμενη αστική τάξη, όπως και άλλες αντίστοιχες στον χώρο των Βαλκανίων, ασφυκτιούσαν στα δεσμά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας ιδιόμορφης φεουδαρχικής κοινωνίας - τους αρμούς της οποίας κατέτρωγαν σιγά σιγά οι καπιταλιστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της.
Η οθωμανική διοικητική μηχανή με τον Σουλτάνο στην κορυφή της κρατούσε τα ηνία – μαζί με την Εκκλησία, το Πατριαρχείο, που ήταν θεσμός του οθωμανικού κράτους και σκληρός εκμεταλλευτής των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' είχε αφορίσει και τον Ρήγα Φεραίο αλλά και την επανάσταση του 1821. Και δεν ήταν μόνο η εκκλησία δίπλα στον Σουλτάνο. Γράφει ο Κορδάτος: «Δεν ήταν τόσο ο Τούρκος αγάς που ερχόταν σε επαφή με τον αγρότη, ούτε ο σούμπασης, ήταν ο χριστιανός προύχοντας και ο δεσπότης που, με το να είναι με την τουρκικήν εξουσίαν, με χίλιους δυο τρόπους έγδυναν τον ραγιά γεωργό και δουλευτή».
1922
Ένα αιώνα μετά, το ελληνικό κράτος ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα 100χρονα της επανάστασης του 1821, με τον ελληνικό στρατό να βρίσκεται λίγο έξω από την Άγκυρα. Σε αντίθεση με τον προοδευτικό χαρακτήρα της αστικής επανάστασης του 1821, το 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Σμύρνης όχι για να απελευθερώσει τους ελληνικούς πληθυσμούς (που ακόμη και στα παράλια της Μικράς Ασίας δεν ξεπερνούσαν το 40%) αλλά συμμετέχοντας ενεργά στην ιμπεριαλιστική επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ήταν στην πλευρά των ηττημένων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, διαμελίζονταν από τους νικητές, τους Γάλλους και τους Βρετανούς. Με δεδομένη την εξάντληση των υπερδυνάμεων από τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο που έληξε μέσα σε ένα κύμα εργατικών επαναστάσεων, ο «πρόθυμος σύμμαχος» που έψαχναν για να επιβάλει τον έλεγχό τους στα εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν το ελληνικό κράτος - με αντάλλαγμα την ανατολική Θράκη και μια ζώνη γύρω από την Σμύρνη.
Για τον ελληνικό καπιταλισμό, όπως αναφέρει ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή», κίνητρο ήταν «η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή» όπου πριν το 1922, το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες ενώ από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας, το 49% ανήκε επίσης σε Έλληνες.
Τον Αύγουστο του 1922 το στράτευμα κατέρρευσε μπροστά στην επίθεση του στρατού του Κεμάλ Ατατούρκ που, όταν επικράτησε θέτοντας τις βάσεις για το σύγχρονο τουρκικό έθνος-κράτος, κατέσφαξε την τουρκική αριστερά και τις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες των ανταρτών που αντιστέκονταν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Όσο για τις φιλοδοξίες της ελληνικής αστικής τάξης πνίγηκαν στο αίμα και στους καπνούς της αποβάθρας της Σμύρνης. Το αίμα δεν ήταν δικό της βέβαια. Ήταν των απλών ανθρώπων που χρησιμοποίησε τόσο κυνικά για να κάνει το θέλημα των ιμπεριαλιστών και να γεμίσει τις τσέπες της.
1974
Η επόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και το τουρκικό έγινε στην Κύπρο το 1974 και ήταν αντιδραστική και από τις δυο μεριές. Την αρχή την είχε κάνει ο ελληνικός στρατός με το πραξικόπημα του Σαμψών που οργάνωσε η ελληνική χούντα για την ανατροπή του τότε πρόεδρου της Κύπρου, Μακάριου. Ακολούθησε η σθεναρή και αιματηρή αντίσταση των εργαζομένων και του λαού της Κύπρου στο ελληνικό πραξικόπημα, και πέντε μέρες μετά ήρθε η τουρκική απόβαση, οι εθνικές εκκαθαρίσεις, η διχοτόμηση και η ανταλλαγή πληθυσμών.
Ο πόλεμος του 1974 στην Κύπρο ήταν ένα αιματηρό κεφάλαιο στην ιστορία των ανταγωνισμών ανάμεσα στον τουρκικό και τον ελληνικό καπιταλισμό για τον έλεγχο του Αιγαίου και συνολικότερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ένας αγώνας δρόμου για το ποιος από τους δύο υποϊμπεριαλισμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής θα μπορέσει να παίξει το ρόλο του μαντρόσκυλου των ΗΠΑ στην περιοχή –εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα μεγαλύτερα οφέλη για τον ίδιο.
Σε αυτήν την κούρσα η ελληνική πλευρά το 1974 ένιωθε ότι είχε το πάνω χέρι. Στην κρίση του 1963-64, όταν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες ομάδες εγκλώβισαν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό (14% του πληθυσμού) σε μικρούς θύλακες-γκέτο (4% του εδάφους) οι ΗΠΑ είχαν απευθύνει τελεσίγραφο στην Τουρκία να μην επέμβει στην Κύπρο. Μετά το 1967, η ελληνική δικτατορία γίνεται το αγαπημένο παιδί των ΗΠΑ στην περιοχή.
Οι αιτίες του πολέμου το 1974 ήταν χοντρικά τρεις: Πρώτον, η όξυνση του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού με κέντρο τα πετρέλαια και τη μοιρασιά του Αιγαίου. Το ζήτημα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είχε ήδη από τον Ιούνη του´’74 δημιουργήσει σκηνικό έντασης, με την Τουρκία να δηλώνει πως η επέκταση από πλευράς της Ελλάδας θα αποτελούσε αφορμή πολέμου. Αυτή η επέκταση σήμαινε πως το Αιγαίο θα γινόταν μια κλειστή ελληνική θάλασσα και τα διεθνή ύδατα θα περιορίζονταν από 49% σε 19,7%. Δεύτερο η ίδια η Κύπρος και ο ρόλος της σαν το αβύθιστο αεροπλανοφόρο που ήδη μετά την αποχώρηση των Βρετανών είχε γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας. Και τρίτο, ότι μεγάλο τμήμα των Ελληνοκύπριων καπιταλιστών, που εκπροσωπούσε ο Μακάριος, δεν θέλανε την Ένωση, θέλανε όλο το νησί δικό τους και το «εθνικό κέντρο» απλά σε ρόλο υποστηρικτή.
Το τίμημα του πολέμου το 1974 το πλήρωσαν με αίμα, ξεσπιτωμούς και προσφυγιά οι Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι εργάτες. Σήμερα, μισό σχεδόν αιώνα αργότερα, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους δύο υποϊμπεριαλισμούς έχουν βαθύνει: Το ζήτημα των νησιών και της υφαλοκρηπίδας παραμένει ανοιχτό στο Αιγαίο. Η Κύπρος είναι το κέντρο του άξονα Ελλάδα-Κύπρου-Ισραήλ που θέλει να θέσει με την βοήθεια ευρωπαϊκών και αμερικάνικων πολυεθνικών κάτω από τον έλεγχό του τις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου. Και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ καμαρώνει ότι το ελληνικό κράτος για ακόμη μια φορά έχει το πάνω χέρι στις σχέσεις με τις ΗΠΑ του Τραμπ και τις επιχειρήσεις τους στη Μέση Ανατολή - με τον τουρκικό στρατό στον αντίποδα να επεμβαίνει ξανά μέσα στη Συρία.
Η πιθανότητα ένα από τα θερμά επεισόδια να εξελιχθεί σε νέα σύρραξη είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Το αντιπολεμικό κίνημα και στις δύο πλευρές του Αιγαίου έχει καθήκον να υψώσει θαρετά την φωνή του ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα: δεν θα γίνουμε για ακόμη μια φορά κρέας για τα κανόνια, θυσία στους ανταγωνισμούς των Ελλήνων, Κυπρίων και Τούρκων καπιταλιστών.