Δέσποινα Κουτσούμπα
Μπροστά στη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Είμαστε πια στην 9η χρονιά του Μνημονίου και την 4η συνεχόμενη χρονιά που ψηφίζει και εφαρμόζει μνημόνια μια κυβέρνηση στο όνομα της Αριστεράς. Σε μια συγκυρία όπου παντού ηχούν τύμπανα πολέμου. Οι αντιδράσεις δεν είναι πια αντίστοιχες της επίθεσης, όχι γιατί δεν υπάρχει η οργή, η φτώχεια και η δυστυχία που υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά γιατί οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν παράγονται αυτόματα από την κοινωνική δυστοπία. Χρειάζεται και η πίστη στην δυνατότητα των αγώνων να νικήσουν και να αλλάξουν την πραγματικότητα προς το καλύτερο για τους αγωνιζόμενους. Χρειάζεται και η πολιτική πρόταση και οι πολιτικοί φορείς της που θα τους εμπνέουν.
Από το 2015 και μετά, μετά και την «εμπειρία» ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί πίστευαν –ή φέρονταν σαν να πιστεύουν- ότι ο «λαός» ή οι «μάζες» θα καταλάβουν ότι οι ρεφορμιστικές αυταπάτες οδηγούν στην χειρότερη παλινόρθωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και γι’ αυτό θα στραφούν «αυτόματα» στον επαναστατικό δρόμο. Άλλοι πίστευαν ότι, αφού ο λαός αντιστάθηκε στα προηγούμενα δύο μνημόνια, με τον ίδιο τρόπο «αυτόματα» θα αντιδράσει και στο Μνημόνιο του Τσίπρα.
Τρία χρόνια μετά και οι μεν και οι δε έχουν διαψευστεί οικτρά. Στην κοινωνική θεωρία δεν υπάρχουν «αυτοματισμοί», ούτε «επαναλήψεις» κινημάτων. Το καλοκαίρι του 2015, όπως τελικά εξελίχθηκε και επισφραγίστηκε από την ψήφιση του μνημονίου και τις πρόωρες εκλογές, αλλά και την εξέλιξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στην πρόσδεση στον ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Αιγύπτου, στο θέμα της ΧΑ, των δικαιωμάτων και αλλού), ήταν η επισφράγιση του δόγματος ΤΙΝΑ, η επιβεβαίωση ότι «όλοι ίδιοι είναι όταν έρθουν στην εξουσία», η διάψευση των ελπίδων που στηρίχτηκαν στο αναπτυσσόμενο από το 2010 κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση. Αυτό δεν σημαίνει την απουσία αγώνων, βέβαια, και μάλιστα αγώνων σημαντικών. Δεν σημαίνει ότι ξεμπέρδεψαν με την ανυπακοή.
Οι αγώνες του τελευταίου διαστήματος, όμως, αφορούν κάθε φορά συγκεκριμένα επίδικα λχ συγκεκριμένες απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, τους πλειστηριασμούς. Η συνολική ανατροπή της διαμορφωμένης κατάστασης ή «των Μνημονίων» –ακόμη κι όταν αποτελεί την προμετωπίδα των αιτημάτων- δεν μοιάζει πλέον πραγματικό επίδικο ούτε καν στα μάτια των αγωνιζόμενων. Το ερώτημα για την μαχόμενη αριστερά σήμερα είναι αν μπορεί να αποτελέσει την μαχητική ραχοκοκκαλιά που θα δώσει ελπίδα και προοπτική, που θα ενώσει τους αποσπασματικούς αγώνες που ξεσπάνε, που θα στρατεύσει ξανά τους αγωνιστές που ιδιωτεύουν, γύρω από ένα πολιτικό σχέδιο ανατροπής. Που θα επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη την κατάργηση των μνημονίων, την έξοδο από την ΕΕ, την αποτροπή του πολέμου και την αντίσταση στα σχέδια του ΝΑΤΟ, το χτίσιμο μιας άλλης πραγματικότητας για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, όχι ως ρουτινιάρικα αιτήματα στο τέλος μιας προκήρυξης, αλλά ως αιτήματα μαχητά, ως αγώνες που κερδίζονται.
Αυτό είναι ένα στοίχημα πρωτίστως για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκείνο το τμήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν μαγεύτηκε από τις σειρήνες του κυβερνητισμού και της προσαρμογής, εκείνο το τμήμα που –με όλα τα λάθη και τις ανεπάρκειές του- βρέθηκε και βρίσκεται συνεχώς μπροστά στους αγώνες, στέκεται απέναντι στον ρατσισμό, τον φασισμό, δεν υποκλίνεται στην «εθνική ενότητα» ούτε αναζητά δρόμους «εθνικής ανάπτυξης», δεν λειτουργεί με «ηγεσίες» και τετελεσμένα. Είναι στοίχημα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, δίνοντας πολιτική απάντηση και ελπίδα με το βάθεμα του μεταβατικού της προγράμματος. Είναι στοίχημα κυρίως το να λειτουργήσει, σε μια κατάσταση σύγχυσης και διάλυσης, ως ένας πόλος που θα βοηθήσει στο μετασχηματισμό της σημερινής κατάστασης (πολιτικού κυρίως -και όχι οργανωτικού) κατακερματισμού των δυνάμεων και των χιλιάδων αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Με γενναίες πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Με μετασχηματισμό και της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα ακόμη πιο δημοκρατικό, μαζικό, ταξικό και αποτελεσματικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Με συμβολή στην οικοδόμηση ενός δημοκρατικού μετώπου ανατροπής που θα χωράει κάθε αγωνιστή. Αυτό είναι το στοίχημα της 4ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δημήτρης Κοσκινάς
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι προκλήσεις της 4ης Συνδιάσκεψης
Βρισκόμαστε σε μια πολιτική περίοδο πολύ μακριά από την εποχή που το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε θελκτικό για την αριστερά και τους λαϊκούς αγώνες. Η σφραγίδα της σημερινής συγκυρίας φέρει το σημάδι των εργατικών αγώνων που επιμένουν μέσα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης και βρίσκονται αρκετά πιο μπροστά σε σχέση με την ιστορική περίοδο που ακολούθησε το δημοψήφισμα του 2015. Παρά την προσπάθεια εμπέδωσης κλίματος «μειωμένων προσδοκιών», η εξέλιξη των εργατικών αγώνων άφησε και το στίγμα της στο πολιτικό πεδίο και διαμορφώνει ρεύματα στον Ελληνικό Κοινωνικό Σχηματισμό που μπορεί ακόμα να μην έχουν εκφραστεί στην ολότητά τους όμως έχουν αποτυπώσει στίγμα για τους νέους γύρους αναμετρήσεων με το κεφάλαιο.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κατάσταση έχει διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο. Αν γίνει μια σύντομη αναφορά στις κομβικές παρεμβάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που χαρακτήρισαν τις εξελίξεις τότε θα ξεχώριζαν η αταλάντευτη επιμονή της στην επαναστατική κατεύθυνση, η άρνηση της να συνταχθεί με ρεφορμιστικά σχέδια που διεκδικούν μέχρι και σήμερα αριστερά άλλοθι για μια βελτιωμένη εκδοχή του νεοφιλευθερισμού καθώς επίσης και την πολυεπίπεδη συμμετοχή και οργάνωση των εργατικών αγώνων.
Αυτές οι πολιτικές πρωτοβουλίες όμως δεν ήρθαν «ανέξοδα», δημιουργήθηκαν πολιτικά προβλήματα, με πολιτικό κόστος που προκάλεσαν και την επίπονη -πολλές φορές- εσωτερική ζύμωση. Από την 3η συνδιάσκεψη μέχρι την 4η που έπεται δοκιμάστηκαν εγχειρήματα, μετωπικές πολιτικές και κινηματικές πρακτικές τις οποίες οφείλουμε να εξετάσουμε με στόχο να μην «κυνηγάμε την ουρά μας» για τρίτη συνεχόμενη διετία.
Εμείς από την μεριά μας θεωρούμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρει οριστικά πλέον διαζύγιο με την λογική του ακολουθητισμού πίσω από κάποιο άλλο σχέδιο που θα απελευθερώσει υποτιθέμενες δυνάμεις και θα οδηγήσει μέσα από την ανάπτυξη του δικού της σχεδίου για την αριστερά και την κοινωνία τα υπόλοιπα κομμάτια της αριστεράς σε μια άλλη λογική. Είναι διαφορετικά επίπεδα τακτικής για την περίοδο η ενιαιομετωπική πρόταση και πρακτική για τους εργατικούς αγώνες και διαφορετική η μετωπική αντίληψη στο πολιτικό επίπεδο.
Σε ότι έχει να κάνει με τους εργατικούς αγώνες η πρότασή μας στοχεύει στο να γίνει μια κοινά αποδεκτή επεξεργασία που θα ξεκινάει με την εκτίμηση της κατάστασης της τάξης, θα περνάει από την οργάνωση της συνδικαλιστικής πάλης, θα αναμετράται με τις μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης και θα καταλήγει στις κινηματικές πρακτικές και τον πολιτικό συντονισμό τους. Στόχος δεν είναι να αναδείξουμε τις υπαρκτές διαφορές μας αλλά να βρεθούν νέοι κοινοί τόποι που μπορούν να αποτελέσουν σημεία ενότητας όχι μόνο εσωτερικής αλλά και άλλων ρευμάτων της αριστεράς που πραγματικά θα καθιστούσαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κέντρο ενός εναλλακτικού τρίτου πραγματικού πόλου για την αριστερά.
Η παραπάνω κατεύθυνση είναι και η μόνη που μπορεί να αναδείξει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως κέντρο μιας διαφορετικής πολιτικής πρότασης για την αριστερά με επαναστατικό χαρακτήρα που θα ενσωματώνει διάφορα ρεύματα που κινούνται στην περίμετρό της με οργανικό τρόπο είτε συμμετέχοντας είτε συνεργαζόμενα. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η εσωτερική δημοκρατία και η ισότιμη έκφραση όλων των συνιστωσών που συμμετέχουν στο εγχείρημα ή θα συμμετάσχουν σε αυτό. Η εσωτερική δημοκρατία έχει δύο όψεις, τόσο την οργανωτική αποτύπωση των συσχετισμών όσο και την δυνατότητα έκφρασης των διαφωνιών με ανοιχτό τρόπο χωρίς αυτό να παραβιάζει το ενιαίο της έκφρασης του μετώπου.
Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει βήματα και σήμερα φαίνεται πως έχει κατακτηθεί η θέση της ισότιμης έκφρασης όλων, όμως θα απαιτηθούν ακόμα πιο βαθιές τομές στην συγκρότησή μας και όχι μόνο στο οργανωτικό σκέλος για να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν πιο πλήρης δημοκρατική λειτουργία και έκφραση.
Η 4η Συνδιάσκεψη λοιπόν μπορεί να αποτελέσει την νέα αφετηρία για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μακριά από παρελκυστικούς σχεδιασμούς, περισπάσεις και αντιπερισπασμούς με στόχο την διασαφήνιση του σχεδιασμού της και της δικής της αυτόνομης παρέμβασης που θα αποτελέσει τομή για το κίνημα και τους εργατικούς αγώνες. Στο βαθμό που αυτός ο στόχος θα επιτυγχάνεται, η ενοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επιτεύχθηκε στο επίπεδο της διαμόρφωσης των θέσεων θα διατηρείται και θα βαθαίνει, διαμορφώνοντας έτσι άλλη δυναμική για το εγχείρημα συνολικά.