Ιστορία
Βαρσοβία, Απρίλης 1943: Η εξέγερση του Γκέτο

«Κάθε πόρτα μέσα στο Γκέτο έχει γίνει ένα φρούριο και θα παραμείνει ένα οχυρό μέχρι το τέλος! Όλοι μας θα χαθούμε πιθανότατα στη μάχη, αλλά ποτέ δε θα παραδοθούμε! Εμείς, όπως κι εσείς, καιγόμαστε από την επιθυμία να τιμωρήσουμε τον εχθρό για τα εγκλήματά του, από την επιθυμία της εκδίκησης. Είναι μια μάχη για την ελευθερία μας, όπως και για τη δική σας!».

Το “Μανιφέστο προς τους Πολωνούς”, από όπου το παραπάνω απόσπασμα, κυκλοφόρησε τις πρώτες μέρες της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας τον Απρίλιο του 1943. Το υπέγραφε η Εβραϊκή Αντιστασιακή Οργάνωση (ZOB) που είχε αναλάβει να υπερασπίσει το Γκέτο από τους Ναζί και να εμποδίσει τη μεταφορά των 60.000 περίπου κατοίκων που είχαν απομείνει σε αυτό, στο στρατόπεδο εξόντωσης Τεμπλίνκα. Ήταν η μεγαλύτερη εξέγερση των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και ο πρώτος ένοπλος ξεσηκωμός σε πόλη υπό γερμανική κατοχή –και γι' αυτό ένα από τα πιο σημαντικά επεισόδια της αντίστασης στους Ναζί συνολικά κατά το Β’ ΠΠ.

Το Μανιφέστο βγήκε κυριολεκτικά μέσα από τα συντρίμμια του Γκέτο και υπό τον ήχο των ναζιστικών πολυβόλων, κανονιών και φλογοβόλων που είχαν επιστρατευτεί για να το διαλύσουν ολοσχερώς, να αφανίσουν τους μαχητές του και να ολοκληρώσουν τη μαζική εξολόθρευση των Εβραίων της Πολωνίας. Όπως φαίνεται από το περιεχόμενό του και περιγράφει και ο Marek Edelman, ένας από τους ηγέτες της μάχης, στο συγκλονιστικό βιβλίο του The Guetto Fights, η εξέγερση ήταν μια συνειδητή πολιτική επιλογή και πράξη αντίστασης απέναντι στη ναζιστική θηριωδία.

Η κατάληψη της Πολωνίας από τους Ναζί το 1939 σήμανε αρχικά τον ρατσιστικό αποκλεισμό των Εβραίων από κάθε πτυχή της ζωής. Ξυλοδαρμοί, φυλακίσεις και εκτελέσεις εν ψυχρώ έγιναν άγραφος νόμος. Ο Edelman περιγράφει για παράδειγμα πως 53 άνδρες μιας πολυκατοικίας εκτελέστηκαν ως απάντηση στον ξυλοδαρμό ενός Πολωνού αστυνομικού από έναν από τους ενοίκους.

Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία γκέτο σε όλη τη χώρα -με μεγαλύτερο σε έκταση και πληθυσμό αυτό της Βαρσοβίας. Από το 1940, πάνω από 350.000 Εβραίοι, το 30% περίπου του πληθυσμού της πρωτεύουσας, κλείστηκαν σε μια περιοχή που αντιστοιχούσε στο 2,4% περίπου της συνολικής έκτασης της πόλης. Συρματοπλέγματα και τείχη τριών μέτρων υψώθηκαν για να εξασφαλίζουν την απόλυτη απομόνωση και διαχωρισμό τους από την “Άρια πλευρά”.

Ήταν μια φυλακή, “μελλοθανάτων” όπως αποδείχτηκε, φρουρούμενη από μέσα και από έξω από την δωσιλογική πολωνική “Μπλε” αστυνομία, την γερμανική αστυνομία, μέλη των SS και πράκτορες της Γκεστάπο. Ενώ στις δυνάμεις καταστολής προστέθηκε και η εβραϊκή αστυνομία, υπό την εποπτεία ενός εβραϊκού συμβουλίου που οι Ναζί έστηναν σε κάθε Γκέτο. 

Εκτελέσεις

Με εξαίρεση το τελευταίο αυτό μικρό κομμάτι, η συντριπτική πλειοψηφία βρέθηκε σε καθεστώς όχι μόνο απόλυτου τρόμου με μαζικές εκτελέσεις και καταστολή αλλά και φτώχειας. Όποιος δε δούλευε εξαντλητικές ώρες ως φτηνό εργατικό δυναμικό στα εργοστάσια για λογαριασμό των Ναζί, βρισκόταν στο έλεος της πείνας και των επιδημιών. Η μηνιαία θνησιμότητα από την ασιτία και τις αρρώστιες μέσα στους τοίχους του Γκέτο έφτασε τους 6.000 ανθρώπους (πάνω από το 2% του πληθυσμού). 

Οι μεταφορές στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα και τους θαλάμους αερίων ξεκίνησαν το 1942. Οι μαζικότερες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 23 Ιούλη και 21 Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς, όταν 250.000 με 300.000 κάτοικοι του Γκέτο, άντρες, γυναίκες, παιδιά, στάλθηκαν στο θάνατό τους.

Παρά τις φήμες, τις αναφορές, ακόμα και τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, το Γκέτο δε μπορούσε αρχικά να πιστέψει ότι οι ιστορίες για τους θαλάμους αερίων ήταν αληθινές. “Ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον με φυσιολογικές διανοητικές λειτουργίες ήταν απλά ανίκανο να συλλάβει ότι ένα διαφορετικό χρώμα ματιών ή μαλλιών ή μια διαφορετική εθνική καταγωγή ήταν αρκετοί λόγοι για δολοφονία”, γράφει ο Edelman. Από τη μεριά του το εβραϊκό συμβούλιο, που θεωρητικά ήταν υπεύθυνο για τον κόσμο και μπορούσε να προλάβει την καταστροφή, αρνιόταν πεισματικά είτε να το παραδεχτεί είτε να οργανώσει την αντίσταση. Η κυρίαρχη τάση στους κόλπους του ήταν έτσι κι αλλιώς από την αρχή ότι η αντίσταση στους Ναζί ήταν αδύνατη, ότι στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει κανείς ήταν στο έλεός τους.

Οι μόνοι που προειδοποιούσαν για το Ολοκαύτωμα ήταν τα μέλη των αριστερών οργανώσεων -όσων είχαν καταφέρει να επιβιώσουν της ναζιστικής βίας- και κύρια της σοσιαλιστικής οργάνωσης Bund. Η Bund, μέλος της οποίας ήταν και ο Edelman, ήταν η μεγαλύτερη εβραϊκή οργάνωση της χώρας. Είχε ιδρυθεί το 1897 και είχε μεγάλη πολιτική και συνδικαλιστική δράση οργανώνοντας εργάτες και φτωχούς Εβραίους. Σε συνεργασία με το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, είχε δώσει μεγάλες μάχες ενάντια στην πολωνική κυβέρνηση και τον αντισημιτισμό πριν το Β’ ΠΠ.

Ήταν επίσης μια αντι-σιωνιστική οργάνωση. Όπως θα έλεγε αργότερα ο Edelman: “Τα μέλη της Bund δεν περίμεναν κανένα Μεσσία, ούτε σχεδίαζαν να φύγουν για την Παλαιστίνη. Πίστευαν ότι η Πολωνία ήταν η χώρα τους και πάλευαν για μια δίκαιη, σοσιαλιστική Πολωνία στην οποία κάθε εθνικότητα θα διατηρούσε τη δική της πολιτιστική αυτονομία και στην οποία τα δικαιώματα των μειονοτήτων θα ήταν εγγυημένα”. Ο ίδιος δε σταμάτησε ως το θάνατό του το 2009 να είναι ενάντια στο κράτος του Ισραήλ παίρνοντας μάλιστα ανοιχτά θέση υπέρ των Παλαιστινίων –ενάντια στην προσπάθεια, για παράδειγμα, των Ισραηλινών να εκμεταλλευτούν πολιτικά την εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας παρουσιάζοντας την ως σύμβολο της απελευθέρωσης των Εβραίων, είχε δηλώσει ότι αυτή τώρα “ανήκει στους Παλαιστίνιους”.

Εξοπλισμός

Η Bund είχε συνεχίσει την πολιτική της δραστηριότητα μέσα στο Γκέτο, παράνομα, οργανώνοντας μικρές ομάδες, εκδίδοντας εφημερίδες και περιοδικά. Αποτέλεσε βασικό κορμό της ΖΟΒ και της εξέγερσης. Ο εξοπλισμός των μαχητών της ΖΟΒ δεν ξεπερνούσε κάποια πιστόλια και τουφέκια, λίγα αυτόματα και χειροβομβίδες, τα περισσότερα από τα οποία είχαν εισαχθεί παράνομα μέσα στο Γκέτο από τις οργανώσεις της πολωνικής αντίστασης. Η κύρια “δύναμή” της ήταν οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί και οι μολότοφ, καθώς και ένα καλά οργανωμένο σχέδιο με κρυψώνες και άλλες “θέσεις μάχης”.

Οι πρώτες ένοπλες συγκρούσεις σημειώθηκαν το Γενάρη του 1943 ξαφνιάζοντας τους Ναζί και αναγκάζοντάς τους να αναβάλλουν για μέρες τις μεταφορές που σχεδίαζαν. Tο Γκέτο είχε περάσει στον έλεγχο της ΖΟΒ. Η αποτυχία είχε μεγάλο αντίκτυπο στο ναζιστικό στρατόπεδο. Ο επικεφαλής των SS, Χάινριχ Χίμλερ, αντικατέστησε τον διοικητή της Βαρσοβίας με τον διοικητή των ένοπλων SS και της αστυνομίας Γιούργκεν Στρόουπ, μετέπειτα διοικητή στην Ελλάδα. Η διαταγή ήταν η ανακατάληψη του Γκέτο και η εκτέλεση ή σύλληψη όσων βρίσκονταν μέσα.

Στις 19 Απρίλη, μια ισχυρή δύναμη πάνω από 2000 ανδρών των SS και της “Μπλε” αστυνομίας εισέβαλαν στο Γκέτο. Η προέλασή τους έμοιαζε αδιαμφισβήτητη. Αντί γι’ αυτό, βρέθηκαν σε δεκάδες ενέδρες μαχητών (με τον μικρότερο να είναι μόλις δεκατριών ετών και τον μεγαλύτερο σαράντα) που τους πυροβολούσαν και τους πετούσαν μολότοφ και χειροβομβίδες από στενά, υπονόμους, παράθυρα και στέγες. Μετά από δύο μέρες μαχών, οι Ναζί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. 

Θα περνούσαν τρεις βδομάδες για να καταπνίξουν την εξέγερση. Καθώς οι απώλειές τους συνεχίζονταν, οι Ναζί αποφάσισαν να κάψουν ολόκληρο το Γκέτο. Άρχισαν να βάζουν φωτιές με φλογοβόλα σε κάθε σπίτι, να ανατινάζουν υπόγεια και υπονόμους, να ρίχνουν καπνογόνα και δηλητηριώδη αέρια παντού για να αναγκάζουν τους εξεγερμένους να βγαίνουν από τα κρησφύγετά τους.

Ακόμα και τότε, οι μαχητές έβγαιναν πυροβολώντας και ρίχνοντάς τους χειροβομβίδες –ανάμεσά τους ένας σημαντικός αριθμός γυναικών αγωνιστριών που επιτίθονταν στους Ναζί πριν παραδοθούν ή αυτοκτονήσουν. “Μας νίκησαν οι φλόγες, όχι οι Γερμανοί”, θα έλεγε ο Edelman το 2007. Η καταστροφή του Γκέτο και η μετατροπή του σε ένα σωρό από ερείπια έκλεισε συμβολικά με την ανατίναξη της Συναγωγής της Βαρσοβίας στις 16 Μάη του 1943. Περίπου 13.000 Εβραίοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης –οι 6.000 από αυτούς κάηκαν ζωντανοί ή πέθαναν από τα αέρια. Λίγοι κατάφεραν να σωθούν μέσα από τους υπονόμους, ανάμεσά τους ο Edelman. Οι περισσότεροι ηγέτες και μαχητές της ΖΟΒ σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι αυτοκτόνησαν ομαδικά.

Κανένας τους, όταν αποφάσιζαν να προχωρήσουν στην εξέγερση, δεν είχε την αυταπάτη ότι θα κέρδιζαν στρατιωτικά τη σύγκρουση, ότι θα έσωζαν το Γκέτο. Στόχος τους ήταν να δείξουν ότι η αντίσταση στο φασισμό ήταν δυνατή. Η θυσία τους, μαζί με το Μανιφέστο αλλά και τους στίχους της Διεθνούς που ακούστηκαν μέσα από το φλεγόμενο Γκέτο σε όλη τη Βαρσοβία την ημέρα της Πρωτομαγιάς, έστειλαν το μήνυμά τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Έναν χρόνο μετά και με την έμπνευση των Εβραίων αγωνιστών, η πολωνική αντίσταση οργάνωσε την εξέγερση της Βαρσοβίας -και ανάμεσα στους μαχητές της βρισκόταν το “τμήμα της ΖΟΒ”, με μέλη όσους είχαν καταφέρει να αποδράσουν μέσα από τους υπονόμους του Γκέτο της Βαρσοβίας.