Ο Δημήτρης Λιβιεράτος είναι παλιός αγωνιστής της επαναστατικής αριστεράς και ιστορικός του εργατικού κινήματος. Χωρίς τα βιβλία του μια ολόκληρη γενιά νεότερων αγωνιστών θα αντιμετώπιζε απίστευτες δυσκολίες να έρθει σε επαφή με την ιστορία, την παράδοση και την εμπειρία των αγώνων του εργατικού κινήματος και της αριστεράς στην Ελλάδα. Το τετράτομο έργο του, οι «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα» που καλύπτει την περίοδο από το 1918 μέχρι το 1936 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Το νέο του βιβλίο παρουσιάζει την ενενηντάχρονη πορεία του συνδικαλιστικού κινήματος μέσα από τα συνέδρια της ΓΣΕΕ. Η απαρίθμηση συνεδρίων, αριθμών αντιπροσώπων, σύνθεσης των προεδρείων και όλων αυτών που συνιστούν την ρουτίνα των συνδικαλιστικών οργανώσεων μπορεί να μοιάζουν ξερά και τυπικά πράγματα για να ασχοληθεί κανείς -ιδιαίτερα ένα νεολαιϊστικο αναγνωστικό κοινό που έχει πολιτικοποιηθεί στη φωτιά της διαδήλωσης, της συνέλευσης και της σύγκρουσης με την αστυνομία. Όμως, μια τέτοια ενασχόληση αξίζει τον κόπο. Γιατί ο Δημήτρης Λιβιεράτος χωρίς περίτεχνες φράσεις και αφηρημένες αναλύσεις παρουσιάζει βασικούς σταθμούς της ταξικής πάλης. Και η καρδιά της ταξικής πάλης χτυπάει στους χώρους δουλειάς -και την έκβασή της την κρίνει η κίνηση των πιο οργανωμένων τμημάτων της τάξης μας, δηλαδή των πιο συνδικαλισμένων και πολιτικοποιημένων.
Το βιβλίο δεν ασχολείται μόνο με τα «παλιά» συνέδρια της ΓΣΕΕ την δεκαετία του ´20 και του ´30. Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση των συνεδρίων της δεκαετίας του ´50 και του ´60, τότε που στην ΓΣΕΕ και γενικότερα στα συνδικάτα κυριαρχούσαν οι δοτοί «εργατοπατέρες» του μετεμφυλιακού κράτους της δεξιάς. Ακόμα και σε κείνες τις δύσκολες συνθήκες η αριστερά δεν παραιτήθηκε από την μάχη για να κερδίσει τους εργάτες στα συνδικάτα.
Αγώνες
Η δεκαετία του ´80 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι πολύ πιο κοντά από τους αγώνες του ´30, αλλά πολλές φορές το τι έγινε τότε παραμένει χαμένο κάπου ανάμεσα στην ιστορία και τον σχολιασμό της επικαιρότητας.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται εν συντομία οι πρώτες ρήξεις της εργατικής τάξης, και των συνδικάτων, με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το οποίο είχε κερδίσει θριαμβευτικά τις εκλογές του 1981. Για παράδειγμα, η μεγάλη απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων, της ΟΤΟΕ, το 1982 που κράτησε 42 ολόκληρες μέρες. Επίσης, η σύγκρουση για το περίφημο «άρθρο 4» το 1984 -όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να βάλει χέρι στο δικαίωμα στην απεργία στους πιο ισχυρά συνδικαλισμένους χώρους, των ΔΕΚΟ και των τραπεζών. «Σημειώνουμε για την ιστορία ότι οι εργαζόμενοι και τα σωματεία δεν πτοήθηκαν από το άρθρο 4. Ιανουάριο και Μάρτιο 1984 έγιναν απεργίες νοσοκομειακών, γιατρών, τον Απρίλιο των εργαζόμενων στα τρόλεϊ. Στη συνέχεια πολλές άλλες. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί το άρθρο 4», αναφέρει ο Δ. Λιβιεράτος.
Πολύ σημαντικό είναι και το σύντομο απόσπασμα για την «ρήξη του 1985» στην ΓΣΕΕ. Η ρήξη ήταν αποτέλεσμα του παγώματος των μισθών που αποφάσισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα και με υπουργό Οικονομικών τον Σημίτη, τον Οκτώβρη του 1985. Η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε, όταν εφτά μέλη της στην διοίκηση της ΓΣΕΕ διαγράφτηκαν επειδή δεν «στήριξαν κριτικά» τα μέτρα και συνεργάστηκαν με την αριστερά στην κήρυξη γενικής απεργίας. Η μελέτη εκείνης της εμπειρίας των αγώνων έχει σημασία σήμερα που το εργατικό κίνημα ξεσηκώνεται ενάντια στο «πρόγραμμα σταθεροποίησης» του υιού Παπανδρέου.
Ο Δ. Λιβιεράτος τονίζει από την αρχή του βιβλίου, στο εισαγωγικό του σημείωμα για τα σωματεία:
«Πολλές φορές φαίνεται ότι τα σωματεία δεν λειτουργούν κανονικά. Δεν έχουν μαζική συμμετοχή. Οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν ενεργά. Οι ηγεσίες είναι γραφειοκρατικοποιημένες. Κι όμως αρκεί η παραμικρή κρίση, που μπορεί να είναι κλαδική ή γενική, για να ξαναδεί κανείς τις χιλιάδες-χιλιάδων εργαζομένων να βρίσκονται ακόμα μια φορά πίσω από τα πανό τους να διαδηλώνουν τις διεκδικήσεις και τα αιτήματά τους. Απατάται οποιοσδήποτε νομίζει και την έπαθαν σ´ αυτό πολλές 'έξυπνες´ κυβερνήσεις, ότι μπορεί να περάσει ό,τι θέλει αντεργατικό, αντικοινωνικό αφού τα συνδικάτα ´κοιμούνται´. Από την μια μέρα στην άλλη αυτοί οι οργανισμοί που φαίνονται να χαμοζωούν, μαζικοποιούνται, οι εργαζόμενοι συγκεντρώνονται γύρω τους, δίνουν τις μάχες για την συντήρησή τους».