Αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα
Τα πολύτιμα διδάγματα της Βαϊμάρης

Μέλη των ναζί SA και SS έξω από τα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Βερολίνο στις 22 Γενάρη του 1933, λίγες μέρες πριν ο Χίτλερ διοριστεί Καγκελάριος.

Το κείμενο αυτό βασίζεται στη ομιλία που έκανε ο Φόλκαρτ Μόζλερ, αγωνιστής του κινήματος του Μάη του '68 στη Γερμανία και σήμερα στέλεχος της κίνησης Marx21, στο φεστιβάλ Μαρξισμός 2018, στη συζήτηση με θέμα “Ποιος μπορούσε να σταματήσει τον Χίτλερ;”

 

Η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία πάτησε πάνω στην κρίση της περιόδου του Μεσοπολέμου. Ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1929 και μέσα σε ένα διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων επιταχύνθηκε με απίστευτους ρυθμούς.

Το 1928 υπήρχαν λιγότερο από ένα εκατομμύριο άνεργοι στη χώρα, το 1932 ήταν επτά με οκτώ εκατομμύρια. Το ένα τρίτο της εργατικής τάξης ήταν χωρίς δουλειά. Το κοινωνικό κράτος διαλύθηκε ολοκληρωτικά, μέσω μια δεξιάς, αντιδραστικής, καθολικής κυβέρνησης με τη στήριξη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Το SPD εξέλεγε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από το 1928 μέχρι το 1930. Το 1930 έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή και έτσι ο Μπρύνινγκ, ένας δεξιός, καθολικός χριστιανός ήρθε στην εξουσία. Το SPD τον στήριξε με την άποψη ότι είναι το μικρότερο κακό σε σχέση με τον Χίτλερ.

Ποια ήταν η πολιτική των δύο μεγάλων εργατικών κομμάτων της δεκαετίας του ’20, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD); Μέχρι το 1930, το SPD απέρριπτε κάθε πιθανότητα ανόδου των ναζί στην εξουσία. Ήταν αισιόδοξοι φαταλιστές. Υπήρχε ένα ρητό του SPD τότε που έλεγε ότι «το σοσιαλισμό στην πορεία του δε θα μπορέσουν να τον σταματήσουν ούτε τα γαϊδούρια ούτε τα βόδια». Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τους σιδερένιους νόμους της ιστορίας, ήταν η λογική του. Το 1928 ο ιδεολογικός υπεύθυνος του SPD είχε βγάλει ένα σχετικό λόγο, υποστηρίζοντας πως σε ένα αναπτυγμένο βιομηχανικό κράτος όπως η Γερμανία δεν υπάρχει τόσο μεγάλο κομμάτι λούμπεν προλεταριάτου και άρα ούτε και ο κίνδυνος της ανόδου του φασισμού όπως στην Ιταλία.

Στις εκλογές του 1930, ενάμιση χρόνο μετά το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης, το ναζιστικό κόμμα, από 2,6% το 1928, ανέβηκε στο 18,3%. Το SPD υποχώρησε από το 29,8% στο 24,5%. Ενώ το KPD από το 10,6% το 1928 ανέβηκε στο 13,1%. Το KPD γιόρτασε το αποτέλεσμα σα μια τεράστια νίκη. Στην πραγματικότητα, ήταν μια τεράστια ήττα. Αν αθροίσει κανείς τα ποσοστά των δύο κομμάτων, από το 40,4% το 1928, είχαν πέσει στο 37,6%, ενώ αντίθετα οι φασίστες είχαν ανέβει. Έτσι, το 1930 έφτασε το SPD να αναγνωρίσει τον κίνδυνο του φασισμού, αλλά αρνήθηκε να κινητοποιήσει τη βάση του έτσι ώστε μαζί με τα άλλα εργατικά κόμματα και ειδικά με το KPD, να κατέβει στο δρόμο και να αντιμετωπίσει τους ναζί.

Ο Όττο Βελς, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, έλεγε το 1930 ότι οι κομμουνιστές και οι φασίστες είναι αδέρφια. Δυο χρόνια νωρίτερα, ο Στάλιν, όταν εισηγήθηκε την αλλαγή πολιτικής στην Τρίτη Διεθνή, την πολιτική που ξέρουμε σαν «τρίτη περιοδος», έλεγε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες και οι φασίστες είναι δίδυμοι αδελφοί. Έτσι το SPD, ενώ αναγνωρίζει από το 1930 τον κίνδυνο των ναζί, ελπίζει ότι αυτός που θα τους σταματήσει είναι το κράτος.

Από το 1930 και μετά, βέβαια, το SPD και τα συνδικάτα χτίζουν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης, έναν πραγματικό στρατό 700.000 εργατών. Και το ΚPD είχε χτίσει αντίστοιχες ένοπλες ομάδες περιφρούρησης με οργανωμένους 200.000 εργάτες. Το 1933, οι ναζί είχαν καταφέρει να φτάσουν τον αριθμό των ταγμάτων εφόδου στις 200.000. Την ίδια εποχή η κυβέρνηση της Πρωσίας, του μεγαλύτερου κρατιδίου τότε και στην Δυτική και στην Ανατολική Γερμανία, ελεγχόταν από το SPD. Αυτό σήμαινε ότι 80.000 καλά εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι αστυνομικοί του πρωσικού κράτους βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Και η αποστολή τους υποτίθεται πως ήταν ότι σε περίπτωση πραξικοπήματος από τα δεξιά, αυτοί οι αστυνομικοί θα υπερασπίζονταν τη νομιμότητα και την ύπαρξη των συνδικάτων και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Πραξικόπημα

Στις 21 Ιούλη 1932 έγινε μια τέτοια απόπειρα πραξικοπήματος στην Πρωσία ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Ήταν ένα πραξικόπημα από τα πάνω. Ο Χίντενμπουργκ, ο δεξιός πρόεδρος της Γερμανίας, κατήργησε την κυβέρνηση με έναν τελείως αντισυνταγματικό τρόπο. Υπήρξε απόπειρα απάντησης στο πραξικόπημα σε όλη τη Γερμανία εκ μέρους των Σοσιαλδημοκρατών. Το KPD κάλεσε σε γενική απεργία. Αλλά όλες αυτές οι εξοπλισμένες ομάδες των διαφορετικών κομμάτων και των συνδικάτων περίμεναν μάταια, επί τρεις μέρες, εντολή από το Βερολίνο να κατέβουν στους δρόμους χωρίς αυτή να έρθει ποτέ. Αμέσως μετά, ο Γκαίμπελς έγραφε στο σημειωματάριό του: «Αν κάποιος σε αυτή, την ύστατη ώρα, αποφασίσει να δώσει τη μάχη, μπορεί να έχει μια ελπίδα να κερδίσει. Αν αποφασίσει να καταθέσει τα όπλα, τότε δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τον βοηθήσει». Έτσι λοιπόν, η ιδέα ότι ο στρατός, η δικαιοσύνη, η αστυνομία, γενικά το κράτος, θα αποτελέσει εμπόδιο για τους φασίστες αποδείχτηκε μια μεγάλη αυταπάτη. Ήταν η αποφασιστική ήττα του αντιφασισμού από τα πάνω.

Ποια ήταν η πολιτική του ΚPD; Υπήρξε μια υποτιθέμενη αριστερή στροφή στο κομμουνιστικό κίνημα το 1928, αυτή που ονομάζεται «τρίτη περίοδος». Η πρώτη περίοδος υποτίθεται ότι ήταν η περίοδος της επανάστασης που ξεκίνησε με τη Ρώσικη Επανάσταση το 1917. Η δεύτερη περίοδος ήταν από το 1924-5 έως το 1928 που χαρακτηριζόταν ως περίοδος σταθεροποίησης του καπιταλισμού και της αστικής πολιτικής. Και το Γενάρη του 1928 του ήρθε του Στάλιν η ιδέα ότι τώρα μπορεί να ανοίξει μια νέα, τρίτη περίοδος. Εκείνη η περίοδος ήταν η καλύτερη για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν υπήρχε κανένα σημάδι κρίσης, ήταν η μεγαλύτερη περίοδος σταθερότητας. Το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα να σπρωχτεί σε μία πυρετώδη κινητοποίηση που σήμαινε ότι με έναν αριστερίστικο τρόπο έσπασε κάθε δεσμό με τους Σοσιαλδημοκράτες και τα συνδικάτα. Ήταν το τέλος της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από τότε το ΚPD άρχισε να αποκαλεί το SPD «σοσιαλφασιστικό». Αυτό σε απλή γλώσσα σήμαινε ότι για το ΚPD οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν εξίσου φασίστες με το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ.

Ένα παράδειγμα. Το 1931, το ναζιστικό κόμμα κάλεσε σε δημοψήφισμα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας με στόχο να την ρίξει. Ήταν ένα δημοψήφισμα σύμφωνο με το σύνταγμα του πρωσικού κρατιδίου. Μέχρι και τρεις βδομάδες πριν το δημοψήφισμα, η ηγεσία του ΚPD έλεγε ότι εμείς ποτέ δεν πρόκειται να συμμαχήσουμε με τους ναζί ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Και ύστερα, εν μια νυκτί κυριολεκτικά, άλλαξε η γραμμή και μάλιστα με εντολή του Στάλιν. Υπήρξε μια τεράστια σύγχυση μέσα στην ηγεσία του ΚPD. Όσοι δε μπορούσαν να δεχτούν αυτή τη γραμμή, ξηλώθηκαν. Και κάτω από την ηγεσία του Τέλμαν, τις τρεις τελευταίες βδομάδες, το ΚPD προπαγάνδιζε κι αυτό το δημοψήφισμα, έτσι ώστε να υπάρξει, όπως έλεγε, μια «αριστερή», μια «κόκκινη» πτώση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης στην Πρωσία. Όχι μόνο δεν έκαναν ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά έκαναν με τους φασίστες. Γιατί στην πραγματικότητα, όπως έλεγε η θεωρία τους, οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ακόμα χειρότεροι από τους ναζί, πρώτα έπρεπε να ξεφορτωθεί κανείς τους σοσιαλδημοκράτες και μετά μπορούσε να ανοίξει τη μάχη ενάντια στους φασίστες.

Ενιαίο μέτωπο

Εκείνη την περίοδο ο Τρότσκι παρακολουθούσε και σχολίαζε στενά, βδομάδα τη βδομάδα, τα γεγονότα στη Γερμανία. Το συμπέρασμά του ήταν ότι χρειαζόταν επιστροφή στην πολιτική του ενιαίου μετώπου των πρώτων χρόνων της Τρίτης Διεθνούς. Δεν ήταν κάποιο κόλπο. Ανταποκρινόταν στις ανάγκες που είχαν όλοι οι εργαζόμενοι για μια ενιαία απάντηση απέναντι στους φασίστες. Κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος, στο τέλος η ηγεσία του ΚPD κάλεσε κι αυτή σε ενιαίο μέτωπο, αλλά «από τα κάτω». Κάλεσε δηλαδή τα μέλη του SPD σε κοινή δράση αλλά τους ζητούσε να το κάνουν χωρίς τις ηγεσίες τους.

Το ΚPD πάλεψε ενάντια στους ναζί. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι δεν έδωσε μάχες ενάντια στο φασισμό. Μόνο στις εκλογές του 1932, το ΚPD είχε 360 νεκρούς από τις μάχες με τους φασίστες, εκατοντάδες τραυματίες και χιλιάδες συλληφθέντες. Αλλά συχνά αυτές οι μάχες κατέληγαν σε ήττες, γιατί η τακτική που ακολουθούσε το KPD ήταν μια τακτική ανταρτοπόλεμου, με ομάδες κρούσης δηλαδή που χτυπούσαν τους φασίστες και έφευγαν. Δύο φορές κάλεσε το ΚΚ σε γενική απεργία ενάντια στους ναζί, την πρώτη όταν ο Χίντενμπουργκ έριξε την κυβέρνηση της Πρωσίας στις 21 Ιούλη του 1932 και ξανά το Γενάρη του 1933 όταν ο Χίτλερ έγινε πια Καγκελάριος. Αλλά στο μεταξύ το ΚPD είχε μετατραπεί σε ένα κόμμα ανέργων, χωρίς καμία δύναμη μέσα στα εργοστάσια. Αυτό εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί από τη τάση που είχε να χτίζει «κόκκινα» συνδικάτα, ένα ακόμα πλήγμα στην πολιτική του ενιαίου μετώπου.

Η ηγεσία του SPD, στο συνέδριο του 1932, αποφάσισε τα εξής: πρέπει να στηρίξουμε το Μπρύνινγκ και πρέπει να στηρίξουμε τον καπιταλισμό -που είναι άρρωστος, έτσι ώστε πρώτα να αναρρώσει και μετά να συζητήσουμε για τα υπόλοιπα. Σήμερα ξέρουμε ότι το τέλος της κρίσης ήρθε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933 και ήταν ένα προσωρινό τέλος. Ο Χίτλερ διορίστηκε Καγκελάριος από τον Χίντενμπουργκ στις 30 Γενάρη του 1933. Στις προεδρικές εκλογές του 1932, το SPD είχε στηρίξει τον Χίντενμπουργκ ξανά με τη λογική του μικρότερου κακού, λέγοντας ότι ο Χίντενμπουργκ είναι καλύτερος από τον Χίτλερ κι αυτός που θα τον εμποδίσει. Το 1933 ο Χίντεμπουργκ έκανε τον Χίτλερ Καγκελάριο.

Οι ναζί χρειάστηκαν όλους και όλους τρεις μήνες για να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το εργατικό κίνημα. Η πρώτη πράξη ήταν η πυρπόληση του Ράιχσταγκ, της γερμανικής βουλής, στις 27 Φεβρουαρίου. Σήμερα ξέρουμε πολύ καλά, χάρη σε ένα βιβλίο που έγραψε ένας Αμερικανός συγγραφέας πρόσφατα, ότι ήταν πράγματι οι ναζί αυτοί που έβαλαν τη φωτιά στο Κοινοβούλιο. Η δεύτερη πράξη ήταν η εισβολή στα κτίρια των συνδικάτων και η διάλυσή τους στις 2 Μάη, την επομένη της Πρωτομαγιάς. Και η τρίτη πράξη ήταν τον Ιούνη του 1933, όταν με ένα νόμο ο Χίτλερ κατήργησε όλα τα κόμματα και το ναζιστικό κόμμα πήρε όλη την εξουσία στα χέρια του. Αμέσως μετά, οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Κομμουνιστές και οι ηγέτες των συνδικάτων βρέθηκαν για πρώτη φορά μαζί: στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Συμμαχία

Ο Στάλιν είναι υπεύθυνος για το ότι ήρθε ο Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» ήταν καταστροφική για όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και ιδιαίτερα για τη Γερμανία. Το 1939-40, ο Στάλιν έκανε συμμαχία με τον Χίτλερ. 

Τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη και όλο τον κόσμο πήραν εντολή ότι τώρα πρέπει να παλέψουν ενάντια στον Τσόρτσιλ και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και όχι ενάντια στους φασίστες. Μόνο αφού μπήκαν τα γερμανικά στρατεύματα και κατέλαβαν τη Γαλλία, ξεκίνησε το ΚΚΓ να παλεύει μαζί με τους παρτιζάνους ενάντια στους ναζί. Ο Τσόρτσιλ υποστήριζε τον Μουσολίνι, είχε υποστηρίξει τον Φράνκο και με αυτό τον τρόπο είχε βάλει τις βάσεις για την επικράτηση του φασισμού. Κι άρα ούτε ο Στάλιν ούτε ο Τσόρτσιλ ήταν τίποτα αντιφασίστες. Κήρυξαν τον πόλεμο στον γερμανικό φασισμό, αλλά μόνο όταν αυτός έφτασε να τους απειλεί ανοιχτά.

Ποιος θα μπορούσε να σταματήσει τους ναζί; Δεμένο με αυτό είναι το ερώτημα ποιος ήταν υπεύθυνος για την επιτυχία των ναζί. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης πέφτει πάνω στους Σοσιαλδημοκράτες. Είχαν εκείνη την εποχή 12 εκατομμύρια ψήφους, πέντε εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργάτες στα συνδεδεμένα με το SPD συνδικάτα και τεράστια δύναμη, όπως είπαμε, στις ένοπλες ομάδες. Αν ρωτούσαμε κάποιον το 1945 στη Γερμανία πώς κατάφεραν να κερδίζουν οι ναζί, θα έδινε την απάντηση ότι αυτό έγινε λόγω της διάσπασης του εργατικού κινήματος σε διαφορετικά κόμματα. Αυτό είναι λάθος. Το πρόβλημα δεν ήταν η διαίρεση της εργατικής τάξης αλλά η αντιπαραγωγική διαίρεσή της.

Είναι λάθος ότι αν δεν είχε γίνει η διάσπαση του 1918, όταν η Ρόζα έσπασε από το SPD και έφτιαξε το KPD, θα ήταν ενιαία η εργατική τάξη κι έτσι δεν θα είχε ανέβει ο Χίτλερ στην εξουσία. Η ενότητα στην παθητικότητα, δεν οδηγεί πουθενά. Η διάσπαση του 1918 ήταν όχι απλά σημαντική για το εργατικό κίνημα, αλλά έβαζε και τις βάσεις για να εμποδιστούν αργότερα οι φασίστες να ανέβουν στην εξουσία. Το πρόβλημα ήταν ότι όλο αυτό το ριζοσπαστικό δυναμικό πέρασε από το 1928 και μετά κάτω από μια τυχοδιωκτική ηγεσία που το οδήγησε στον αριστερισμό και την ήττα. Το μότο ήταν «ενιαίο μέτωπο από τα κάτω». Αυτό σήμαινε ότι η ηγεσία του ΚPD δεν επέτρεπε καμία διαπραγμάτευση ούτε με τις ηγεσίες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ούτε με τις ηγεσίες των συνδικάτων για να σταματήσουν τους ναζί.

Παράδειγμα

Ο Τρότσκι γυρίζει συνέχεια πίσω στα παραδείγματα της Ρώσικης Επανάστασης για να δείξει πώς οι Μπολσεβίκοι είχαν χειριστεί τελείως διαφορετικά αυτό το ζήτημα. Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι το πραξικόπημα του Κορνίλοφ τον Αύγουστο του 1917. Στα γεγονότα του Ιούλη του 1917, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Κερένσκι είχε σκοτώσει διαδηλωτές και είχε στείλει την αστυνομία και το στρατό ενάντια στους μπολσεβίκους. Αντίστοιχα, η κυβέρνηση της Πρωσίας είχε στείλει την αστυνομία την 1 Μάη του 1929 ενάντια στους εργάτες σκοτώνοντας 29 διαδηλωτές. Τον Αύγουστο του 1917, πάρα πολλοί μπολσεβίκοι χώθηκαν στις φυλακές από την κυβέρνηση του Κερένσκι. Αυτό που ακολούθησε ήταν απόπειρα πραξικοπήματος από έναν στρατηγό, πρόγονο των φασιστών. Από τις φυλακές η ηγεσία των Μπολσεβίκων έστειλε καλέσματα και στον Κερένσκι και τα άλλα αριστερά κόμματα να παλέψουν από κοινού ενάντια στον Κορνίλοφ.

Αντί να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια και να τους σφάξει ο Κορνίλοφ, η εναλλακτική ήταν να έρθουν σε κοινό αγώνα. Δεν έχει σημασία αν η ηγεσία των μενσεβίκων και του κράτους δέχτηκε, το βασικό ήταν πως μέσα από τη δημοσιοποίηση αυτής της επιλογής που έφτασε παντού, έγινε η προτροπή στο κίνημα να βγει στους δρόμους και να παλέψει. Στη Γερμανία ήταν ακόμα πιο σημαντικό να καταλάβει κανείς αυτή τη δυναμική του ενιαίου μετώπου από τα κάτω και από τα πάνω. Γιατί και τα δύο κόμματα είχαν ήδη μια μεγάλη ιστορία πίσω τους, οι εργάτες ήταν δεμένοι μαζί τους και δεν ήταν δυνατό να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Όταν όμως φτάνει κυριολεκτικά τελευταία στιγμή το ΚPD να καλεί την ηγεσία του SPD σε κοινή δράση, όταν ένα χρόνο πριν έχει συμμαχήσει με τους φασίστες για την ανατροπή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης στην Πρωσία, δεν μπορεί να πείσει κανένα.

Η ευθύνη πέφτει στο SPD, αλλά το κλειδί της λύσης για να μην ανέβουν οι ναζί το κράταγε στα χέρια του το ΚPD. Είχε μια πολύ καλά οργανωμένη, συνεκτική δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων εργατών και θα μπορούσε με μια σωστή τακτική να εξαναγκάσει την ηγεσία του SPD να μπει στη μάχη. Σε πολλές πόλεις έγιναν αυθόρμητες κινήσεις ενότητας που ξεπερνούσαν τις ηγεσίες. Το 1932 υπήρχε πίεση για κοινή δράση από όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης. Αλλά η ηγεσία του ΚPD, μέχρι και την τελευταία στιγμή, έβαζε τους σοσιαλδημοκράτες και τους φασίστες στην ίδια βάρκα και με αυτό δε μπορούσε να χτίσει το οτιδήποτε.

Ποιο είναι το συμπέρασμα; Χρειαζόμαστε επαναστατική ηγεσία και κόμμα που θα μπορεί να τραβήξει και τις ηγεσίες και τη βάση σε κοινή δράση. Ο τρόπος για να το πετύχει αυτό είναι το ενιαίο μέτωπο και από τα κάτω και από τα πάνω. Οι προϋποθέσεις για την ήττα των ναζί υπήρχαν, αλλά το ΚPD πέταξε το κλειδί. Το μάθημα για μας είναι ότι πρέπει να χτίσουμε έγκαιρα ένα επαναστατικό μαζικό κόμμα που θα έχει μάθει από τις ήττες του παρελθόντος. Οι επαναστάσεις δε περιμένουν μέχρι να ωριμάσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Δε ξέρουμε τι θα γίνει. Ξέρουμε ότι η κρίση χειροτερεύει, ότι υπάρχει η απειλή του πολέμου και ότι ο καπιταλισμός πάει ολοένα και σε χειρότερη κατάσταση. Το χτίσιμο επαναστατικού κόμματος είναι προϋπόθεση για να νικήσουμε με τη σωστή θεωρία και με σωστή εκτίμηση των συσχετισμών δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις.


 

Διαβάστε επίσης