Στην αφαίρεση της «Διαταραχής Ταυτότητας Φύλου» από την 11η έκδοση της Διεθνούς Ταξινόμησης Νοσημάτων (ICD-11) προχώρησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Τη θέση αυτής της καταχώρισης (που επιπλέον βρισκόταν στην κατηγορία των ψυχικών ασθενειών), πήρε η «ασυμφωνία φύλου», κάτω από την κατηγορία της σεξουαλικής υγείας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Οργανισμό, πρόκειται για ένα βήμα στην προσπάθεια αφαίρεσης του στίγματος της τρανς κατάστασης: δεν θεωρείται πια ψυχική νόσος, αλλά μια κατάσταση που χρήζει ιατρικής φροντίδας. Αντίστοιχα η 5η έκδοση του αμερικάνικου ψυχιατρικού εγχειρίδιου έχει αντικαταστήσει τη «διαταραχή ταυτότητας φύλου» με τη «δυσφορία φύλου» από το 2013.
Η έρευνα και η ιατρική φροντίδα για τη φυλομετάβαση ξεκίνησε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Άρα η ύπαρξη ακόμη και αυτής της συμβιβαστικής καταχώρησης που έχουμε πλέον, αντικειμενικά δεν αποτέλεσε προϋπόθεση για να βρουν θέση στο σύστημα υγείας τα τρανς άτομα. Η αναγνώριση ότι είναι απαραίτητη η ψυχολογική, ενδοκρινολογική, χειρουργική και άλλων ειδών υποστήριξη για να αντιμετωπιστεί η δυσφορία/ασυμφωνία φύλου και η κάλυψη από το κράτος πρόνοιας είναι θέμα πολιτικής θέσης και όχι διάγνωσης, ακόμη κι αν αυτή γίνεται πια με πρόσημο «αποστιγματοποίησης». Η εξαφάνιση κάθε στίγματος περνάει μέσα από το τσάκισμα της καταπίεσης και του συστήματος που τη γεννά.
Η δεκαετία του 2010 έχει συνοδευτεί με μια νέα διεθνή έκρηξη του γυναικείου και ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος, στα οποία πρωτοστάτησαν τρανς γυναίκες και τρανς άνδρες. Για πολλά χρόνια οι τρανς άνδρες είχαν ελάχιστη ορατότητα, καθώς θεωρούνταν «γυναίκες που θέλουν να γίνουν άντρες» και το αφήγημα ήταν «και ποια γυναίκα δε θέλει να γίνει άντρας». Αντίστοιχα οι τρανς γυναίκες, λόγω της μεγαλύτερης ορατότητας που είχαν (μην ξεχνάμε ότι ήταν οι πρωτοπόρες στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα που ξετυλίχθηκε τη δεκαετία του ’70), αντιμετώπιζαν ακραίες συνθήκες ανοιχτής τρανσφοβίας, επιθέσεις, διακρίσεις στην εργασία και τη στέγαση, και το βασικότερο, άρνηση της πραγματικότητας ότι είναι γυναίκες. Η άρνηση της ταυτότητας φύλου τους σε τρανς άνδρες και γυναίκες, από διαφορετικές αφετηρίες, είχε τη ρίζα του και στον σεξισμό απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Γυναικείο κίνημα
Το γυναικείο κίνημα που βγήκε σε όλες τις χώρες να διεκδικήσει τα γυναικεία δικαιώματα, την πραγματική ισότητα και τον τερματισμό των σεξουαλικών επιθέσεων, αγκάλιασε σε μεγάλο βαθμό τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα. Με αγώνες και ζυμώσεις με τις υπόλοιπες μάχες που εξελίχθηκαν όλη αυτή τη δεκαετία, όλες οι ταυτότητες φύλου που αμφισβητούν τα κυρίαρχα πρότυπα βρήκαν περισσότερο χώρο τόσο στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα όσο και σε όλη την κοινωνία συνολικά.
Οι δηλώσεις του ΠΟΥ επικεντρώνονται στο ότι μπόρεσαν να συλλεχθούν στοιχεία, να επικαιροποιηθεί η γνώση για την ταυτότητα φύλου και να τεκμηριωθεί έτσι ότι δεν είναι ψυχική νόσος. Πράγματι, η ορατότητα βοηθάει σε αυτή τη διαδικασία. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Η «διαταραχή ταυτότητας φύλου» μπήκε στην 3η έκδοση του αμερικάνικου ψυχιατρικού εγχειριδίου, το 1980, λίγα χρόνια μετά την αφαίρεση της ομοφυλοφιλίας στην αμέσως προηγούμενη έκδοσή του το 1974! Και φυσικά, στην αρχή της δεκαετίας που σήμανε το πισωγύρισμα του τότε ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος και την ανάδειξη αντιδραστικών κυβερνήσεων που θέλησαν να ξηλώσουν τα κεκτημένα διεθνώς. Η ίδια η εκδικητική επινόηση της «διαταραχής» ταυτότητας φύλου ήταν μέρος του πισωγυρίσματος.
Είναι σαφές ότι το κίνημα είναι αυτό που κέρδισε την ορατότητα (και προώθησε τη συλλογή επιστημονικών στοιχείων που ο ΠΟΥ λέει ότι χρειαζόταν) και έβαλε τις πιέσεις στην επιστημονική κοινότητα να αποκαταστήσει την αλήθεια. Αλλά ακόμα πιο ηχηρό είναι ότι την πιο σύντομη διαδρομή γι' αυτή την αλήθεια το κίνημα την είχε υποδείξει 50 χρόνια πριν, όταν οι τρανς γυναίκες είπαν «φτάνει πια» και ξεκίνησαν την εξέγερση του Stonewall.