Κινηματογράφος
Κινηματογράφος: Ιστορία έρωτα και αναρχίας

Η βραβευμένη στο Φεστιβάλ Καννών ταινία της Λίνα Βερτμίλερ, επέστρεψε για μια ακόμη φορά σε ψηφιακές κόπιες στους θερινούς κινηματογράφους και συγκινεί με το πολιτικό της σχόλιο ενάντια στο φασισμό ενώ ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα σύγκρουσης του πολιτικού καθήκοντος με τις ατομικές επιλογές.
Η ταινία εκτυλίσσεται στην Ιταλία λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Τονίνο, ένα απλό αγροτόπαιδο, μαθαίνει ότι ο αναρχικός φίλος και μέντοράς του εκτελέστηκε από το καθεστώς μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Παρόλο που είναι εντελώς άπειρος και απροετοίμαστος, αποφασίζει να αναλάβει αυτός την ολοκλήρωση της αποστολής. Φτάνει στη Ρώμη, όπου ο σύνδεσμός του, η αναρχική πόρνη Σαλομέ (εμβληματική φιγούρα της Μαριάντζελα Μελάτο) τον εγκαθιστά ως δήθεν ξάδελφο στο μπορντέλο πολυτελείας όπου δουλεύει. Η Σαλομέ έχει πελάτες την αφρόκρεμα του φασιστικού καθεστώτος, όπως τον αρχηγό της αστυνομίας, από τον οποίο προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες για το σχέδιο εκτέλεσης. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν ο Τονίνο ερωτεύεται την Τριπολίνα, που δουλεύει κι αυτή στο μπορντέλο και η οποία αποφασίζει να τον εμποδίσει με κάθε τρόπο να θυσιάσει τη ζωή του.
Γυρισμένη το 1973 από την ιδιαίτερη δημιουργό Λίνα Βερμίλερ, την πρώτη γυναίκα που προτάθηκε ποτέ για βραβείο Όσκαρ (4 χρόνια αργότερα για τον «Πασκουαλίνο και τις 7 καλλονές»), η ταινία εντυπωσιάζει από πολλές πλευρές: μιλάει για τον φασισμό και τον αγώνα ενάντιά του και τον βάζει να διεξάγεται με αρχηγείο ένα μπορντέλο και με εγκέφαλο μια αναρχική πόρνη. Η απεικόνηση του μπορντέλου και των γυναικών -που παραπέμπει σε πίνακες του Τουλούζ Λοτρέκ-, η σκηνή του αναρχικού αγρότη που περιπλανάται στα θεόρατα μουσολινικά κτήρια της Ρώμης, η μουσική του Νίνο Ρότα και το «Καντσόνε Αρραμπιάτα» σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή.
Η Βερτμίλερ υπήρξε μαθήτρια του Φελίνι και συνοδοιπόρος μεγάλων δημιουργών όπως ο Βισκόντι, ο Μπερτολούτσι, ο Παζολίνι, είχε το χάρισμα να ανοίγει τα πιο δύσκολα και αιρετικά ζητήματα σε εποχές που αποτελούσαν ταμπού, πόσο μάλλον από γυναικεία σκοπιά, ωστόσο οι ηρωίδες της παρέμειναν δέσμιες των κυρίαρχων αντιλήψεων, ποτέ δεν έλυσαν τις αντιφάσεις που τις περιέβαλλαν ακόμα κι όταν τόλμησαν να σταθούν εναντίον τους. Η επαναστάτρια Σαλομέ ενδίδει τελικά στις πιέσεις της ερωτευμένης Τριπολίνα και ο Τονίνο χάνει το ραντεβού του με την ιστορία, με αυτοκαταστροφικές συνέπειες, καθώς δεν αντέχει την προδοσία του σκοπού που υπηρετούσε. «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι μια πόρνη», αναφωνεί η Σαλομέ, αναπαράγοντας με πικρία το πιο σεξιστικό στερεότυπο και απαξιώνοντας τον εαυτό της και ολόκληρη την υπόθεση για την οποία πάλεψε ως τότε.
 Σήμερα που ο αγώνας ενάντια στον φασισμό είναι όσο ποτέ επίκαιρος, η «Ιστορία έρωτα και αναρχίας» αντέχει καλλιτεχνικά, αλλά συγχίζει με τις χαοτικές αντιφάσεις της δημιουργού της.