Η τελευταία ταινία του Σπάικ Λι είναι η πιο επίκαιρη και προκλητική ταινία για τον ρατσισμό και τη φασιστική απειλή στην Αμερική του Τραμπ. Είναι επίσης καλογυρισμένη, με σαρκαστική διάθεση και πολύ καλές ερμηνείες.
Το σενάριο βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Ρον Στάλγουορθ, πρώτου στην ιστορία μαύρου μπάτσου στο αστυνομικό τμήμα του Κολοράντο Σπρινγκς τη δεκαετία του ’70, ο οποίος κατάφερε να παρεισφρήσει με επιτυχία στην τοπική συμμορία της Κου Κλουξ Κλαν. Αυτό που προκαλεί ωστόσο περισσότερο δεν είναι η αστυνομική ιστορία, αλλά ο εύστοχος ιστορικός παραλληλισμός με το σήμερα. Με ατού το χιούμορ και την υπερβολή, ο Σπάικ Λι φτιάχνει ένα εκρηκτικό αντιρατσιστικό μείγμα που ταρακουνάει όχι μόνο τους ακτιβιστές του κινήματος αλλά και κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
Η ταινία ξεκινά με τον νεαρό Στάλγουορθ να αντιμετωπίζει τον καθημερινό ρατσισμό στο αστυνομικό τμήμα μέσα από τον ανοιχτό χλευασμό των συναδέλφων του και τον κυνισμό των ανώτερων αξιωματούχων, («αυτή είναι η αστυνομία, και άμα σας αρέσει...»). Το αίτημά του να περάσει στη μυστική αστυνομία αρχικά απορρίπτεται, αλλά η ευκαιρία θα του δοθεί όταν καλείται να κατασκοπεύσει την εκδήλωση της τοπικής φοιτητικής οργάνωσης των Μαύρων Πανθήρων που έχει ομιλητή τον Κουάμε Τουρέ, δηλαδή τον Στόουκλι Καρμάικλ, ηγετικό στέλεχος και θεωρητικό της Μαύρης Απελευθέρωσης. Για την αστυνομία ο Καρμάικλ και οι Πάνθηρες αποτελούν απειλή αυτού που θεωρούν αμερικανικό τρόπο ζωής. Έτσι ο Ρον κάνει το undercover ντεμπούτο του καλωδιωμένος με μικρόφωνα στο κλαμπ- στέκι των Πανθήρων. Παίρνει μια γεύση της «άλλης» Αμερικής, αυτής που αντιστέκεται στις διακρίσεις, στο σύστημα, στον πόλεμο στο Βιετνάμ, ωστόσο δεν εντυπωσιάζεται από τα λόγια του Καρμάικλ, αλλά από την φοβερή και τρομερή ηγέτιδα των φοιτητών, την Πατρίς, την οποία φλερτάρει.
Ο Ρον δεν είναι επαναστάτης, είναι ένας τίμιος και δημοκράτης Αμερικανός πολίτης που πιστεύει ότι ο κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας του δεν βρίσκεται στους Μαύρους Πάνθηρες -τους οποίους θεωρεί μαχητικούς αλλά με μια ρητορική που μένει στα λόγια-, αλλά στην ακροδεξιά. Με αφορμή μια αγγελία στον τοπικό τύπο, επικοινωνεί με το παράρτημα της Κου Κλουξ Κλαν και ανοίγει μια σχέση που τον φέρνει στην καρδιά της ρατσιστικής συμμορίας. Για να παρεισφρήσει όμως, χρειάζεται ένα λευκό προσωπείο, το οποίο βρίσκει στον συνάδελφό του, Εβραϊκής καταγωγής Φλιπ.
Έτσι περνάμε στο πιο ενδιαφέρον μέρος της ταινίας, στην κατάδυση στον βόρβορο της ρατσιστικής οργάνωσης, που τα έχει όλα: Από δεξιούς ρατσιστές της διπλανής πόρτας, γραφικά λούμπεν στοιχεία, πολεμοχαρείς κομάντο, αλλά και φασίστες πολιτικούς με γραβάτα, όπως ο αρχι-μάγιστρος Ντέιβιντ Ντιούκ, ο οποίος προσβλέπει στις εκλογές και προσπαθεί να συγκεράσει τα γελοία θρησκευτικο-ιδεολογικά κηρύγματα της ΚΚΚ με ένα καθωσπρέπει πρόσωπο που θα μαζέψει ψήφους.
Εγκλήματα
Ωστόσο δεν μπορεί να τιθασεύσει τον πυρήνα των φασιστών, ο συρφετός που έχει μαζέψει η ΚΚΚ τρέφεται με ρατσιστική ρητορεία και γραφικές ενέργειες όπως το κάψιμο σταυρών, αλλά χρειάζεται και τα ρατσιστικά εγκλήματα. Υπάρχει μια εκπληκτική σκηνή όπου οι κομάντο της ΚΚΚ εξασκούνται στη σκοποβολία και καθώς η κάμερα απομακρύνεται φαίνονται οι στόχοι τους, που είναι μαύρα κινούμενα ανθρωπάκια... Εύστοχη είναι επίσης η αναφορά στην κινηματογραφική κληρονομιά των ταινίων «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος» (1939) και «Γέννηση ενός Έθνους» (1915), που ενώ θεωρούνται ορόσημα της Αμερικανικής κουλτούρας, αναπαράγουν τα ρατσιστικά κλισέ και εξυμνούν τα λυντσαρίσματα.
Στον αντίποδα, οι Μαύροι Πάνθηρες συμβολίζουν τη ριζοσπαστική Αμερική και την παράδοσή της, με τον σπουδαίο Χάρι Μπελαφόντε, ο οποίος επιστρατεύεται σαν παλαίμαχος αγωνιστής να αφηγηθεί στη νέα γενιά μια συγκινητική ιστορία ρατσιστικού μίσους. Όμως η ταινία συχνά πέφτει στο λάθος να τους περιγράφει με επιφανειακό τρόπο, με μια καλοσυνάτη γραφικότητα, γεγονός που πολιτικά αδικεί το κίνημα της Μαύρης Απελευθέρωσης και την οργάνωση των Μαύρων Πανθήρων.
Το δεύτερο αδύναμο σημείο της ταινίας είναι κατά τη γνώμη μας η ελαφρότητα με την οποία παρουσιάζει την αστυνομία, η οποία κάποιες στιγμές εμφανίζεται απλά να παρασύρεται σε ρατσιστικές πράξεις, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί ακρογωνιαίο θεσμό της εφαρμογής των ρατσιστικών διακρίσεων και της καταστολής. Έτσι ο ήρωας δεν έχει να συγκρουστεί με ένα ολόκληρο οικοδόμημα και τα παρακλάδια του, αλλά να παλέψει μέσα από τους θεσμούς για να τους αλλάξει.
Παρά τις αδυναμίες της ωστόσο, η ταινία χτυπάει στην καρδιά των αντιρατσιστικών αγώνων. Πόσο πιο καθαρά να το πει από το ότι τελειώνει με σκηνές από τη δολοφονία της Χέδερ Χάιερ από τους ρατσιστές στη Σάρλοτσβιλ το 2017, και σ’αυτήν είναι αφιερωμένη; Αποτελεί αφορμή για συζήτηση και κάλεσμα σε δράση για να παλέψουμε τον ρατσισμό και τον φασισμό!