Ο θρίαμβος του Ζάιρ Μπολσονάρο στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία προκαλεί ανατριχίλα σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ο Μπολσονάρο, που συγκέντρωσε 46,5%, είναι στρατιωτικός, παιδί και νοσταλγός της δικτατορίας του 1964-85. Δηλώνει ότι το κακό με τη δικτατορία ήταν ότι βασάνισε πολύ αλλά δεν σκότωσε αρκετά. Είναι ρατσιστής, σεξιστής και ομοφοβικός. Θέλει να ξηλώσει ό,τι δικαιώματα έχουν οι ομοφυλόφιλοι, μισεί τις γυναίκες και ιδιαίτερα όσες αγωνίζονται. Στη Βουλή είχε πει σε μια βουλευτή του Κόμματος των Εργαζόμενων (PT) “Δεν θα σε βιάσω γιατί δεν το αξίζεις”. Οι οπαδοί του τραγουδούσαν στίχους για τις φεμινίστριες που πρέπει να τις έχεις δεμένες σαν σκυλιά. Οι μαύροι και οι μαύρες της Βραζιλίας “δεν είναι άξιοι ούτε για να κάνουν παιδιά”.
Ιδιαίτερα τις τελευταίες βδομάδες ο Μπολσονάρο δέχτηκε τη στήριξη ολόκληρης της άρχουσας τάξης και των μηχανισμών της. Οι μεγαλοβιομήχανοι του κρέατος είχαν ήδη δηλώσει τη στήριξή τους, τα δίκτυα της ιεραρχίας των Ευαγγελικών εκκλησιών επίσης τα έδιναν όλα για τον “χριστιανό” υποψήφιο. Όμως όσο γινόταν κατανοητό ότι ο “κανονικός” υποψήφιος της άρχουσας τάξης, Ζεράλντο Αλκμίν, δεν θα είχε καμία ελπίδα στις εκλογές, οι καπιταλιστές και τα κανάλια τους έδωσαν το χρίσμα τους στον Μπολσονάρο. Τελικά ο Αλκμίν πάτωσε, με λιγότερο από 5%.
Οι δικαστές είχαν ήδη πραγματοποιήσει ένα πραξικόπημα με το οποίο καθόρισαν τις εκλογές. Πέρα από ότι είχαν στείλει τον Λούλα στη φυλακή, του είχαν απαγορεύσει και να είναι υποψήφιος. Ο Λούλα, πρόεδρος της Βραζιλίας από το 2003 ως και το 2010, συγκέντρωνε πάνω από 40% στις δημοσκοπήσεις. Το PT αναγκάστηκε να ανακοινώσει ανοιχτά τον Φερνάντο Χαντάντ ως υποψήφιο μόνο τις τελευταίες βδομάδες. Ο Χαντάντ συγκέντρωσε 28,5% και πάει στο 2ο γύρο κόντρα στον Μπολσονάρο. Και οι δικαστές κλιμάκωσαν τη στήριξη στην ακροδεξιά πηγαίνοντας προς τις εκλογές. Απαγόρευσαν στον Λούλα ακόμη και να δίνει συνεντεύξεις. Έκλεψαν το εκλογικό δικαίωμα από 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους στις πιο φτωχές περιοχές, γιατί δεν είχαν ανανεώσει τα βιομετρικά τους στοιχεία.
Ο Μπολσονάρο είναι ο υποψήφιος που εκφράζει με τον πιο κτηνώδη τρόπο το φόβο της άρχουσας τάξης απέναντι στα εκατομμύρια φτωχούς και εργάτες. Οι δικαστές, στρατιωτικοί και βιομήχανοι της Βραζιλίας ποτέ δεν έβαλαν στο χρονοντούλαπο τη δικτατορία τους.
Ο ερχομός του PT στην εξουσία τη δεκαετία του 2000 ήταν μια παρένθεση που έπρεπε να κλείσει γρήγορα για να μην πάρουν περισσότερο αέρα τα συνδικάτα, οι άκληροι αγρότες, οι μειονότητες και τα κινήματα. Τελικά, το PT δεν αποδείχθηκε δράκος για την άρχουσα τάξη. Συγκυβέρνησε με τη δεξιά, δεν πείραξε ούτε ένα προνόμιο από τους νοσταλγούς της δικτατορίας και αξιοποίησε τη μετατροπή της Βραζιλίας σε “ανερχόμενο” BRIC. Όμως ήρθε η κρίση και η οι από πάνω δεν εμπιστεύονταν ότι το PT θα ήταν ικανό να επιβάλει λιτότητα σε βάρος της εκλογικής του βάσης. Έριξαν πραξικοπηματικά την Ντίλμα Ρουσέφ το 2016 και ανέβασαν τον εκλεκτό τους, Τέμερ.
Φιάσκο
Όμως η όλη επιχείρηση αποδείχθηκε φιάσκο. Η κρίση της δεξιάς ήταν τόσο μεγάλη, και τα στελέχη της τόσο βαθιά μπλεγμένα στα σκάνδαλα, που δεν μπορούσαν να παίξουν το παιχνίδι της “κάθαρσης”. Ο Τέμερ αντιμετώπισε μια σειρά απεργιών και τελικά πήρε πίσω ακόμη και την επίθεση στις συντάξεις που είχε υποσχεθεί.
Τα μαντρόσκυλα άρχισαν να ουρλιάζουν. Ποιος θα κάνει την Βραζιλία “μεγάλη” ξανά; Ποιος θα βάλει φρένο σε όλους αυτούς, από τους φτωχούς στις φαβέλες ως τις γυναίκες, αντί να σκύψουν το κεφάλι μπρος στην κρίση ζητάνε ακόμη περισσότερο; Η δολοφονία της ακτιβίστριας Μαριέλε Φράνκο τον περασμένο Μάρτη ήταν το μεγαλύτερο καμπανάκι για το τι εξελισσόταν. Στην Εργατική Αλληλεγγύη γράφαμε εκείνες τις μέρες: “Το Φλεβάρη ο Τέμερ αποφάσισε να στείλει τον στρατό να επιβάλει καθεστώς κατοχής στις φαβέλες, την ίδια στιγμή που οι νοσταλγοί της Χούντας του ‘64 - ‘85 έβγαιναν από τους υπονόμους και ζητούσαν ξανά “λύση”. Η Φράνκο έδινε τη μάχη για να οργανωθεί ο κόσμος στις παραγκουπόλεις και για να γίνει ξεκάθαρο ότι ο υπεύθυνος για τη βία και τις δολοφονίες είναι το ίδιο το κράτος. Γι’ αυτές τις μάχες και γι’ αυτή την αλήθεια τη δολοφόνησαν.
Η Βραζιλία έχει εκλογές μπροστά της τον Οκτώβρη. Η δεξιά φοβάται ότι ακόμη κι αν κερδίσει τις εκλογές δεν θα έχει καταφέρει να σπάσει τη δύναμη της οργανωμένης αντίστασης στη χώρα. Πρόσφατα ο Τέμερ αναγκάστηκε να αποσύρει το μεγαλύτερο από τα σχέδια αντιμεταρρυθμίσεων, ενάντια στο ασφαλιστικό σύστημα. Η άκρα δεξιά αξιοποιεί ακόμη και τη δολοφονία της Φράνκο ως μια ακόμη πίεση για να πάρει “πρωτοβουλίες” ο στρατός.” Την “πρωτοβουλία” τελικά δεν την πήρε ο στρατός στο σύνολό του, αλλά ο Μπολσονάρο ως άτυπος εκπρόσωπός του.
Ο χώρος που δόθηκε στον Μπολσονάρο δεν θα υπήρχε αν δεν τον είχε δώσει το ίδιο το PT. Όχι μόνο με το τι σήμανε η διακυβέρνησή του. Αλλά και γιατί το PT συνέχισε να καλοπιάνει την πιο πραξικοπηματική δεξιά μέχρι το τέλος. Ο Τέμερ δεν ξεφύτρωσε στην αντιπροεδρία, είχε εκλεγεί στο πλάι της Ρουσέφ. Η εκλογική τακτική (του Λούλα και του Χαντάντ) τους τελευταίους μήνες ήταν να αφήνει στο απυρόβλητο τον Μπολσονάρο, γιατί υπολόγιζαν ότι θα ήταν πιο εύκολος αντίπαλος στο δεύτερο γύρο. Με τέτοια λογική, δεν στήριξαν το γυναικείο κίνημα “Αυτόν όχι”. Όσο για τους δικαστές και τα πραξικοπήματά τους, το PT επίσης εξέφραζε το σεβασμό και την νομιμοφροσύνη του.
Η μάχη δεν έχει τελειώσει. Αφενός ο δεύτερος γύρος απέχει τρεις βδομάδες. Το γυναικείο κίνημα που βγήκε μαζικά κατά του Μπολσονάρο έχει μετατραπεί σε δύναμη παρέμβασης στην πολιτική. Αλλά κυρίως, αν κερδίσει ο Μπολσονάρο, ανοίγει μια περίοδος σύγκρουσης. Τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες θα δεχτούν χτυπήματα με το καλημέρα, αλλά ο Μπολσονάρο θα χρειαστεί να βγάλει στο προσκήνιο και το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά του που το είχε σε δεύτερη μοίρα προεκλογικά. Η Αριστερά είναι παρούσα. Μπορεί στις προεδρικές εκλογές να συνθλίφθηκε λόγω της πόλωσης, αλλά στις κοινοβουλευτικές και τοπικές εκλογές βγήκε ενισχυμένη. Συνδικάτα, Αριστερά, μαζικά κινήματα και ένα ενιαίο μέτωπο όλων όσοι θέλουν να παλέψουν ενάντια στην ακροδεξιά και τους φασίστες θα χρειαστούν την αλληλεγγύη όλων μας σε ολόκληρο τον κόσμο.