Στη «Συντροφικότητα», ο σκηνοθέτης Γκέοργκ Παμπστ μεταφέρει το συμβάν στο 1919 (δηλαδή στα χρόνια αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και το τοποθετεί στα γαλλο-γερμανικά σύνορα Αλσατίας – Λορένης. Όχι τυχαία: Η Αλσατία και η Λορένη είναι επαρχίες με Γαλλογερμανικό πληθυσμό και ιστορία, που σε κάθε πολεμική αναμέτρηση Γαλλίας - Γερμανίας μετατρέπονταν σε σκληρό πεδίο ανταγωνισμού για το ποιος θα κατακτήσει τα εδάφη τους. Έτσι, ο διεθνισμός και η αλληλεγγύη των εργατών αποκτούν ξεχωριστή σημασία.
Από τις πρώτες σκηνές, η ταινία μπάζει το θεατή στη μουντή ατμόσφαιρα της Γερμανίας της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η ήττα από τον Α’΄παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι βαριά και η ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλιών έχει φέρει τη Γερμανία σε θλιβερή οικονομική κατάσταση, με την ανεργία και τον πληθωρισμό να ρημάζουν τη ζωή της εργατικής τάξης. Άνεργοι Γερμανοί ανθρακωρύχοι περνούν κάθε μέρα τα σύνορα προς το Γαλλικό τμήμα ενός ανθρακωρυχείου της Λορένης που είχε διχοτομηθεί με τον πόλεμο με ένα υπόγειο τείχος (!), αναζητώντας μάταια ένα μεροκάματο. Ο περισσότερος κόσμος στην περιοχή είναι δίγλωσσος και τα ήθη και συνήθειες οικεία, όμως τα εθνικιστικά στερεότυπα και οι προκαταλήψεις δε λείπουν. Καθώς πέφτουν οι τίτλοι, παρακολουθούμε δυο πιτσιρικάδες, τα παιδιά του Γάλλου και του Γερμανού συνοριοφύλακα να τσακώνονται, το καθένα στη δική του γλώσσα για ένα παιχνίδι με μπίλιες.
Ύστερα από μια τρομερή έκρηξη, μια ομάδα Γάλλων ανθρακωρύχων παγιδεύεται σε μια κοιλότητα 800 μέτρα κάτω απ’ τη γη. Μόνη τους ελπίδα διαφυγής το εγκαταλελειμμένο υπόγειο τούνελ που έχει σφραγιστεί μετά τον πόλεμο. Γερμανοί ανθρακωρύχοι που δουλεύουν από την άλλη μεριά των συνόρων οργανώνουν μια αποστολή διάσωσης, παίρνοντας από τους διευθυντές τους εξοπλισμό και άδεια. Για πρώτη φορά, μετά τον πόλεμο, καταστρέφεται ένα κομμάτι των συνόρων, και η ομάδα περνά στην άλλη πλευρά του τούνελ, για να βρει τους εγκλωβισμένους Γάλλους συναδέλφους τους. Καθώς το οξυγόνο λιγοστεύει, οι Γερμανοί εργάτες σώζουν τους Γάλλους συναδέλφους τους μετά από τιτάνια προσπάθεια. Ενώ οι εργάτες πανηγυρίζουν συναδελφωμένοι, οι στρατιωτικοί ξανασφραγίζουν την υπόγεια στοά, ώστε η κατάσταση «να τεθεί ξανά υπό έλεγχο».
Στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας, ένα κλικ πριν την άνοδο του ναζισμού, ο Παμπστ φτιάχνει μια σπουδαία ταινία για το διεθνισμό και τη διεθνιστική αλληλεγγύη και την αφιερώνει στους ανθρακωρύχους όλου του κόσμου. Είναι η ταινία που συμπληρώνει τη «Σοσιαλιστική τριλογία» του σκηνοθέτη, μετά το «Δυτικό μέτωπο» και την «Όπερα της πεντάρας» (κινηματογραφική μεταφορά του κορυφαίου έργου των Μπρεχτ-Βάιλ). Ο Παμπστ είναι ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Κινηματογραφικής τέχνης, ενός συλλόγου που ουσιαστικά προωθεί τις σοσιαλιστικές ιδέες μέσω του κινηματογράφου, ενώ την ίδια εποχή ήταν διευθυντής του Συνδικάτου των Γερμανών Κινηματογραφικών Εργατών, το οποίο πρωτοστάτησε σε σκληρές πολιτικές μάχες κατά της λογοκρισίας. Η «Όπερα της Πεντάρας» είχε πετσοκοφτεί από τους λογοκριτές, όμως ο Παμπστ δεν αποθαρρύνθηκε.
Πρωτοποριακή
Πάντως η «Συντροφικότητα» δεν είναι απλά μια στρατευμένη διδακτική ταινία. Είναι η ταινία που ανέπτυξε παραπέρα την τεχνική του «blimp», μια πρωτοποριακή για την εποχή της μέθοδο, με την οποία η κάμερα μπορούσε να πλησιάσει πολύ τα αντικείμενα χωρίς να ακούγεται ο δικός της θόρυβος. Αυτό έδωσε απίστευτη ελευθερία στην κίνηση της κάμερας, η οποία τώρα μπορούσε να ακολουθεί τους ήρωες στα περίτεχνα και δύσκολα σκηνικά της γαλαρίας και του τούνελ του ορυχείου, ή στη συγκινητική σκηνή όπου μια γυναίκα ανθρακωρύχου αποχαιρετά τον άντρα της ακολουθώντας σιωπηλά το όχημα που τον παίρνει στη δουλειά.
Οι πρωταγωνιστές της είναι πραγματικοί, καθημερινοί άνθρωποι (παίρνουν μέρος και αρκετοί ανθρακωρύχοι) με τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις τους και οι διάλογοι είναι ζωντανοί και ρεαλιστικοί. Όταν ο πρωταγωνιστής, Βίτκοπ οργανώνει την αποστολή ομάδας διάσωσης επιχειρηματολογεί σκληρά με τους συναδέλφους του που του λένε «να κοιτάξει τη δική του οικογένεια γιατί δεν θα πάρει σύνταξη από τους Γάλλους», απαντώντας «Γερμανοί ή Γάλλοι, δεν έχει σημασία –είμαστε όλοι εργάτες και ο ανθρακωρύχος είναι ανθρακωρύχος». Είναι εντυπωσιακό ότι Γάλλοι και Γερμανοί μιλούν ο καθένας τη γλώσσα του, καταφέρνοντας στο τέλος να συνεννοηθούν. Τα τραύματα του πολέμου εμφανίζονται και σε άλλα σημεία στην ταινία, με κορυφαία τη σκηνή όπου ένας Γάλλος ανθρακωρύχος μόλις βλέπει το Γερμανό σωτήρα του, που φοράει ασφυξιογόνο μάσκα, νομίζει ότι βρίσκεται ξανά στον πόλεμο και τον περνάει για εχθρό. Είναι ένα βαρύ φορτίο και για τα δύο έθνη που μετατρέπεται σε ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα.
Είναι κρίμα που ενώ η «Συντροφικότητα» απέκτησε διανομή και ελληνικούς υποτίτλους από την αξιόλογη εταιρία «New Star», η οποία έφερε το «Κούλε Βάμπε», το «Ψηλά τα χέρια» και πολλές άλλες ποιοτικές ταινίες, τελικά παίχτηκε μόλις μια βδομάδα, λόγω κλεισίματος του σινέ «Ίλιον», όπου επρόκειτο να συνεχιστεί η προβολή της. Μια πικρή επιβεβαίωση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης που χτυπάει τις λιγότερο εμπορικές αίθουσες. Όμως η ταινία έχει ξεχωριστή θέση και αξία για όλο τον κόσμο που παλεύει σήμερα ενάντια στον καπιταλισμό και τον πόλεμο.