Γράμματα και σχόλια
Συνταγματική αναθεώρηση στα χνάρια της πολιτικής κρίσης

Μετά από πολλές αναβολές, ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε την προηγούμενη βδομάδα στη δημοσιότητα την πρότασή του για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στην αιτιολογική της έκθεση υποστηρίζει ότι έχει ως σκοπό «την πλήρη επαναθεμελίωση του πολιτεύματος σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση». Το περιεχόμενο της πρότασης όμως δεν δικαιολογεί αυτές τις ριζοσπαστικές εξαγγελίες αλλά περισσότερο την ομολογία ότι «περιλαμβάνει αρκετές από τις προτάσεις Αναθεώρησης της ΝΔ του 2014, αλλά  και από τα σημεία αναθεώρησης που πρότεινε πρόσφατα το ΚΙΝΑΛ». 

Στο οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, η σημαντικότερη αλλαγή αφορά την πρόβλεψη για την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό εάν δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή του από τη Βουλή. Αυτή η ρύθμιση μπορεί να φαίνεται αμεσοδημοκρατική αλλά είναι επικίνδυνη, αφού οπλίζει τον ΠτΔ με μια ισχυρή νομιμοποίηση. 

Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το 2006, επέκρινε τη συναφή πρόταση της ΝΔ υποστηρίζοντας ότι «η άμεση εκλογή του ΠτΔ – και στις οριακές περιπτώσεις της αδυναμίας εκλογής του από τη Βουλή – θα διακυβεύσει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Η άμεση νομιμοποίησή του θα προσδίδει στον Πρόεδρο αυτόν αυξημένη πολιτική ισχύ ακόμη και αν δεν μεταβληθούν καθόλου οι σχετικές με τις αρμοδιότητές του συνταγματικές διατάξεις. […] Αλλ’ αυτό δεν είναι το δημοκρατικό ζητούμενο και ανεξάρτητα από την ορθή άποψη ότι η σχετική διάταξη δεν μπορεί να αναθεωρηθεί». 

“Πρότυπο Ματαρέλα”

Πραγματικά, η συγκεκριμένη πρόβλεψη οπλίζει με κύρος έναν πόλο της εκτελεστικής εξουσίας και μάλιστα σε μια περίοδο που προβάλλεται έντονα το «πρότυπο Ματαρέλα». Ας θυμηθούμε ότι ο ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σ. Ματαρέλα, χωρίς καν να είναι άμεσα εκλεγμένος, αρνήθηκε στον πρωθυπουργό Τ. Κόντε την τοποθέτηση του Σ. Παβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών με την αιτιολογία ότι οι απόψεις του δημιουργούν ανησυχία για τη συνέχεια της συμμετοχής της Ιταλίας στην Ευρωζώνη). 

Ο ΣΥΡΙΖΑ περηφανεύεται ότι προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος (διατηρώντας βέβαια το αντιδημοκρατικό όριο του 3%), όμως αυτή η πρόταση υπονομεύεται στην πράξη από την παράλληλη καθιέρωση της «εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας», δηλαδή την πρόβλεψη ότι πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τη Βουλή παρά μόνο αν υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και νέος πρωθυπουργός. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται ότι «αυτό είναι ένα μέτρο που ισχυροποιεί την εκάστοτε κυβέρνηση» καθώς «διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου» και «δημιουργεί και τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους». Με άλλα λόγια, η χώρα θα πρέπει να έχει κυβερνήσεις τετραετίας έστω και με το ζόρι, ακόμα και αν αυτές είναι κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Στο επίπεδο των δικαιωμάτων, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι άτολμη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της διακήρυξης της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, που συμβαδίζει με τη διατήρηση της ρήτρας περί επικρατούσας θρησκείας. Επιπλέον, σε μια συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι κρίσιμο μόνο τι αναθεωρείται αλλά και τι δεν αναθεωρείται. Από αυτήν την άποψη, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιλαμβάνει δίκαια αιτήματα των εργαζόμενων, όπως την κατάργηση του άρθρου 103 παρ. 8 που χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την ομηρία χιλιάδων συμβασιούχων ή των περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας και στις υπαίθριες συγκεντρώσεις. Αντίθετα, με το να αφήνει αυτές τις διατάξεις άθικτες επιβεβαιώνει τη συμφωνία του με αυτές, συμβάλλει στη νομιμοποίησή τους. 

Συνολικότερα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να θωρακίσει το πολιτικό σύστημα από τις κρίσεις και τους κλυδωνισμούς που το σημάδεψαν την τελευταία δεκαετία και να το επαναφέρει στα ήρεμα νερά ενός διπολισμού που θα εναλλάσσεται στην κυβέρνηση κάθε τετραετία. Η εναλλακτική λύση απέναντι σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς δεν μπορεί να είναι η ΝΔ που διαμαρτύρεται επειδή θέλει να κατοχυρώσει συνταγματικά τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων αλλά οι αγώνες για τη διεύρυνση της δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο.