Την Τρίτη καθώς έκλεινε ύλη η Εργατική Αλληλεγγύη εξελίσσονταν οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ. Στις εκλογές αυτές, που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια το Νοέμβρη, εκλέγονται οι βουλευτές και περίπου το ένα τρίτο των Γερουσιαστών. Λειτουργούν πάντα σαν δείκτης για το πώς πάει η δημοτικότητα του προέδρου, δυο χρόνια μετά την εκλογή του. Συνήθως στην ίδια ημερομηνία μεταφέρονται και εκλογές για κυβερνήτες, δημάρχους και άλλα αξιώματα, αλλά και διάφορα δημοψηφίσματα ανά πολιτεία. Πολύς κόσμος στις ΗΠΑ περιμένει και ελπίζει ο Τραμπ να βγει όχι μόνο ηττημένος, αλλά και με μικρότερες νομοθετικές δυνατότητες, αν χάσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο.
Οι εκλογές επιβεβαιώνουν από κάθε άποψη τη χαμένη σταθερότητα (και) της αμερικάνικης πολιτικής σκηνής. Το πιο εξόφθαλμο είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνει καμπάνια ο Τραμπ. Θα περίμενε κανείς να έχει βάλει σε πρώτο πλάνο τα κατορθώματά “του” στην οικονομία. Η ανεργία επισήμως βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό 50ετίας. Οι μισθοί φέτος ανέβηκαν 3%, η μεγαλύτερη άνοδος από το 2009. Σε φυσιολογικές συνθήκες ένας Αμερικάνος πρόεδρος θα πατούσε πάνω σε αυτά τα νούμερα για να κάνει περιοδείες όπου θα υποσχόταν νέες μεγάλες περιόδους ευδαιμονίας και κοινωνικής ειρήνης. Κι όμως, ο Τραμπ περιόδευσε μέχρι και την τελευταία μέρα κηρυσσόντας μίσος και σκορπώντας πανικό στα ακροατήριά του, βάζοντας στο στόχαστρο το καραβάνι των μεταναστών και προσφύγων που έχουν ξεκινήσει από την Ονδούρα. Κάθε μέρα, σε κάθε καινούργια προεκλογική συγκέντρωση ανέβαζε κι άλλο τα νούμερα των συνοριοφυλάκων, μπάτσων και στρατιωτικών που στέλνει στα σύνορα για να αναχαιτίσει τη μεγάλη απειλή που δέχεται το έθνος. 8.000 πάνοπλοι τελικά στέλνονται μήπως και περάσει κανένα 10χρονο παιδί ανάμεσα από τα συρματοπλέγματα και αποσταθεροποιήσει την αμερικανική οικονομία.
Όλα αυτά μπορεί να συσπειρώνουν μια μειοψηφία των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αλλά εξοργίζουν όλο και πιο πολύ ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, και ιδιαίτερα το πιο ενεργό, που ψάχνει τρόπο να αντισταθεί. Πλέον υπάρχουν εκατομμύρια που δεν αντιστέκονται μόνο ως ψηφοφόροι. Κάποια από τα κινήματα χτύπησαν ρεκόρ κινητοποίησης τα τελευταία δύο χρόνια. Οι γυναίκες βγήκαν μια μέρα μόλις μετά την εκλογή του Τραμπ και συνέχισαν μια χρονιά αργότερα. Οι διαδηλώσεις της νεολαίας ενάντια στην οπλοκατοχή σχολιάστηκαν ως οι πιο μαζικές από την εποχή του Βιετνάμ. Οι αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις ξεκίνησαν από τα Πανεπιστήμια και για την υπεράσπιση των μαθητών και φοιτητών που οι γονείς τους δεν έχουν χαρτιά και έφτασαν στο δυναμικό αγώνα που κατάφερε να βγάλει τα παιδιά από τα κλουβιά που τα είχε βάλει ο Τραμπ και να τα ξαναφέρει στην αγκαλιά των γονιών τους. Το κίνημα για ωρομίσθιο 15 δολάρια πέτυχε πολλά περισσότερα για την αύξηση των μισθών στους πιο χτυπημένους χώρους από όσα υποτίθεται ότι καταφέρνουν οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ με την Κίνα. Οι εκπαιδευτικοί με τις μεγάλες απεργίες τους μετέτρεψαν τον αγώνα σε φλόγα που πέρασε από πολιτεία σε πολιτεία, και κατάφεραν να βγάλουν στην επιφάνεια τι σημαίνει “ανάκαμψη της οικονομίας” για τους απλούς ανθρώπους που δεν μπορούν να επιβιώσουν ούτε με δυο και τρεις δουλειές.
Να ενωθούν οι αντιστάσεις
Οι ηγεσίες πολλών από τις οργανώσεις που στήριξαν αυτά τα κινήματα έστρεψαν την ενέργειά τους τους τελευταίους μήνες στο να κινητοποιήσουν τον κόσμο να ετοιμάσει τα χαρτιά του για να ψηφίσει ενάντια στον Τραμπ (σε πολλές πολιτείες ακόμη και το να ψηφίσεις είναι μια δύσκολη γραφειοκρατική διαδικασία, που γίνεται ακόμη πιο δύσκολη αν είσαι φτωχός, χωρίς μεταφορικό μέσο και με λίγο ελεύθερο χρόνο).
Όμως η ηγεσία των Δημοκρατικών, πέρα από αναξιόπιστη, είναι και εντελώς ανίκανη να δώσει ορμή σε αυτή την ανάγκη που έρχεται από κάτω, ακόμη και για εκλογική σύγκρουση με τον Τραμπ. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι αρνούνται να σηκώσουν το γάντι που πετάει ο Τραμπ: το ζήτημα του ρατσισμού. Η γραμμή των Δημοκρατικών είναι να αγνοούν το ζήτημα γιατί υποτίθεται αυτό φέρνει ψήφους στον Τραμπ. Όμως για τον κόσμο των κινημάτων είναι πιο καθαρό από ποτέ ότι ο Τραμπ αξιοποιεί τον ρατσισμό σαν εργαλείο διάσπασης της εργατικής τάξης, όπως ακριβώς κάνει και με τον σεξισμό, κι αυτό που χρειάζεται είναι να αναδειχθούν και να ενωθούν οι επιμέρους αντιστάσεις, όχι να κρυφτούν.
Ένα αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης είναι ότι σε πολλά σημεία αναδεικνύονται υποψήφιοι που κινούνται ανοιχτά αριστερότερα της ηγεσίας των Δημοκρατικών, υποψήφιοι που κατεβαίνουν δηλώνοντας τη σύνδεσή τους με τα κινήματα, σε κάποιες περιπτώσεις δηλώνουν σοσιαλιστές. Το φαινόμενο Μπέρνι Σάντερς έχει αφήσει τα σημάδια του. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα είναι ότι και οι επίσημοι Δημοκρατικοί υποψήφιοι, υποκριτικά ή όχι, ενσωματώνουν στην καμπάνια τους αιτήματα των κινημάτων, για τους μισθούς ή για την ασφαλιστική κάλυψη χωρίς προϋποθέσεις.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι βρίσκεται ενόψει κάποια αριστερή ανανέωση του Δημοκρατικού κόμματος, ενός από τους δυο πολιτικούς πυλώνες του αμερικάνικου καπιταλισμού. Το αντίθετο, οι ελπίδες τους συνεχίζουν να βρίσκονται στην αποδέσμευση μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων όσο απασφαλίζει προς τα ακροδεξιά ο Τραμπ.
Το σημαντικό, επί της ουσίας, αποτέλεσμα των εκλογών είναι αν ο κόσμος που φτάνει στις κάλπες με όρεξη και οργή να συγκρουστεί με τον Τραμπ, θα βγει με μεγαλύτερη σιγουριά ότι ο Τραμπ δεν είναι παντοδύναμος και πως το ψέμα, το μίσος και ο ρατσισμός δεν περνάνε.