Θα προσπαθήσω να θέσω το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, θα αναφερθώ σε μια ξεχασμένη για πολλούς επανάσταση στην Ουγγαρία και θα επισημάνω κάποια βασικά σημεία για την επανάσταση στη Γερμανία, καθώς το βιβλίο του Κρις Χάρμαν «1918-23, η χαμένη επανάσταση» τα λέει όλα.
Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι νικήτριες δυνάμεις επιβάλλουν την ειρήνη που θέλουν. Έχουν να μοιράσουν τις εκτάσεις των τεσσάρων αυτοκρατοριών, της τσαρικής, της αυστροουγγρικής, της γερμανικής (κυρίως των αποικιών της στην Αφρική) και της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή και στη Μικρά Ασία. Ενώ συνεδριάζει η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, από τον Οκτώβρη του 1918 μέχρι τις αρχές καλοκαιριού του 1919 έχουμε την δημιουργία της Τρίτης Διεθνούς στη Μόσχα και έχουμε επαναστάσεις στην Γερμανία, την Αυστρία και στην Ουγγαρία.
Στην Ουγγαρία στις 22 Οκτώβρη του 1918 η κυβέρνηση ανακαλεί τον στρατό από τα μέτωπα που πολεμάει. Εγκαθίσταται ένας νέος πρωθυπουργός ο Κάρολι, που προέρχεται από οικογένεια ευγενών και γαιοκτημόνων και ανακηρύσσει την Ουγγαρία σε δημοκρατία. Ταυτόχρονα ξεκινάνε απεργίες και διαδηλώσεις. Ενώ επιπλέον τον Νοέμβρη επιστρέφουν στην χώρα από το ρωσικό μέτωπο περίπου 500.000 αιχμάλωτοι πολέμου οι οποίοι έχουν προσβληθεί με το «μικρόβιο» του κομμουνισμού.
Αρχές του Νοεμβρίου 1918 έχουμε την ίδρυση του ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην Μόσχα και στα τέλη του μήνα επανιδρύεται στη Βουδαπέστη με ηγέτη τον Μπέλα Κουν, προπολεμικό στέλεχος των σοσιαλιστών που στις αρχές Φλεβάρη του 1919, κηρύσσει την επανάσταση, συλλαμβάνεται και μπαίνει στην φυλακή. Οι συμμαχικές δυνάμεις δίνουν εντολή στον ρουμάνικο, τον τσέχικο και τον γιουγκοσλάβικο στρατό να μπουν στην Ουγγαρία και να επιβάλουν οικονομικό αποκλεισμό.
Τον Μάρτη συγχωνεύονται σοσιαλιστές και κομμουνιστές και κάνουν την σοβιετική κυβέρνηση Ουγγαρίας με τον Κουν να βγαίνει από την φυλακή και να γίνεται ο ηγέτης της. Φτιάχνει ένα στρατό μεγαλύτερο από αυτόν που επιτρέπουν οι συμμαχικές δυνάμεις και παίρνει μια σειρά μέτρα που δυσαρεστούν την αστική τάξη.
Ενώ συμβαίνουν αυτά οι ντόπιες συντηρητικές δυνάμεις παραμένουν σε αναμονή και οι συμμαχικές δυνάμεις στέλνουν στην Βουδαπέστη να διαπραγματευτεί τον Γιαν Σματς (ένα στρατηγό από τη Νοτιοαφρικανική Ένωση, γνωστό και από την εμπλοκή του σε ελληνικές υποθέσεις, που είχε καταστείλει διάφορα κινήματα) τις προτάσεις του οποίου ο Μπέλα Κουν απορρίπτει. Στις 25 Ιουνίου του 1919 εγκαθιδρύεται κομμουνιστικό καθεστώς, η εκκλησία διαχωρίζεται από το κράτος, γίνονται εκτεταμένες κρατικοποιήσεις και ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης γαιών για να δοθούν στους ακτήμονες.
Καταστολή
Ο Μπέλα Κουν νικάει τον τσέχικο στρατό αλλά νικιέται από το ρουμανικό και το καθεστώς καταρρέει τον Αύγουστο του 1919. Ακολουθεί αγριότατη και αιματηρότατη καταστολή από τις δυνάμεις της αντίδρασης. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αποφασισμένες να μην επιτρέψουν την εδραίωση μιας επανάστασης που χτυπιέται αλύπητα σαν παράδειγμα, τι να μην τολμήσουν να κάνουν οι υπόλοιποι λαοί.
Στη Γερμανία, η καταστολή γίνεται από τα μέσα. Το επιχείρημα ότι η Γερμανία συνιστά την πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια στον μπολσεβικισμό χρησιμοποιείται από πολύ νωρίς και αποτελεί το μόνο κοινό σημείο συμφωνίας μεταξύ νικητών και ηττημένων. Και η καθεστηκυία τάξη της Γερμανίας το πιστεύει όπως το πιστεύουν και οι νικητές. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Στις 9 Νοεμβρίου, μια σημαδιακή μέρα, ο Πρίγκηπας Μαξ παραιτείται, οι σοσιαλδημοκράτες ανακηρύσσουν τη γερμανική δημοκρατία με την κυβέρνηση Έμπερτ ενώ την ίδια μέρα ο Καρλ Λίμπκνεχτ ανακηρύσσει την ελεύθερη σοσιαλιστική δημοκρατία. Στις 10 Νοεμβρίου ο Κάιζερ παραιτείται και φεύγει στην Ολλανδία.
Αυτό που φοβάται ο Λίμπκνεχτ είναι ότι η ηγεσία του SPD, δηλαδή η κυβέρνηση Έμπερτ θα ερχόταν σε συνεννόηση με τις άλλες δυνάμεις για να καταλάβουν την εξουσία και να επιβάλουν μια αντεπαναστατική κυβέρνηση – και όντως αυτό συμβαίνει. Ο Έμπερτ αποδέχεται τους όρους της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας που είναι η καταστολή του μπολσεβικισμού και η διατήρηση της πειθαρχίας του στρατού. Οι κομμουνιστές, που είναι μειοψηφία στα συνδικάτα και στα εργατικά συμβούλια, αντιμετωπίζουν μια σιωπηρή και οργανωμένη διαδικασία καταστολής του κινήματος.
Η κυβέρνηση εγκρίνει την ίδρυση των Freikorps («Ελεύθερα σώματα»), μονάδες μισθοφόρων που συγκροτούνται από τα πρώην τάγματα εφόδου και τους αξιωματικούς του γερμανικού στρατού, που στις 6 Ιανουαρίου 1919 νομιμοποιούνται σαν επίσημο σώμα. Είναι η προετοιμασία του χτυπήματος.
Ακολουθεί η ματωμένη εβδομάδα, 10-17 Γενάρη, όπου ανάμεσα στα εκατοντάδες θύματα είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Τα Freikorps διογκώνονται από 4.000 τον Δεκέμβρη του 1918 σε 400.000 τον Μάιο του 1919. Μέχρι τότε έχουν καταστείλει εξεγέρσεις σε πολλές πόλεις σε όλη τη Γερμανία. Στην Βαυαρία, στο Μόναχο τον Απρίλιο του 1919 γίνεται γενική απεργία, εγκαθιδρύεται σοβιετική δημοκρατία και εξοπλίζονται οι εργάτες. Αλλά οπλισμένοι μόνο με 15-20.000 όπλα δεν μπορούν να αντισταθούν στην οργανωμένη στρατιά των Freikorps που καταπνίγουν την επανάσταση με 600 νεκρούς και 186 εκτελέσεις στα στρατοδικεία.
Το καλοκαίρι του 1919, η Γερμανία επιστρέφει στην κανονικότητα του ηττημένου κράτους. Οι σύμμαχοι, μόνο τότε επιδίδουν τους σκληρούς όρους ειρήνης αφού έχουν εξασφαλίσει ότι έχει πνιγεί στο αίμα κάθε εξέγερση. Βέβαια, λίγο μετά, οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης θα οδηγήσουν σε νέους αγώνες τον γερμανικό λαό.