Διεθνή
Οξύνονται οι στρατιωτικοί ανταγωνισμοί ΗΠΑ και Κίνας

Στην Ευρώπη βρέθηκε ξανά ο Ντόναλντ Τραμπ πετώντας κοτσάνες και ξεκινώντας καυγάδες παντού στο διάβα του. Αλλά η σχέση που πραγματικά έχει σημασία είναι αυτή ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε τον Μάρτιο, με τον Τραμπ να επιβάλλει δασμούς στις μισές εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ και τον Πεκίνο να ανταποδίδει, έχει οδηγήσει σε πτώση τα μερίδια τις αγορές σε όλον τον κόσμο. 

Βέβαια, τελευταία, ο Τραμπ έστειλε κάποια θετικά μηνύματα. Πριν από δύο βδομάδες «τιτίβισε» στο διαδίκτυο ότι είχε μια «μακρά και πολύ καλή συζήτηση» στο τηλέφωνο με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιν Πινγκ, όπου «δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο εμπόριο». Έτσι, έχει ξεσηκώσει ελπίδες ότι όταν θα συναντηθούν στην διάσκεψη των G20 στο Μπουένος Άιρες στα τέλη του Νοεμβρίου, θα μπορούσαν να φτάσουν σε ένα συμβιβασμό. Εντέλει, ο Τραμπ τον Ιούλιο είχε κάνει πίσω στον εμπορικό πόλεμο με την Ευρωπαϊκή Ένωση.  

Είναι φανερό ότι ένα κομμάτι της κυβέρνησής του δεν καλωσορίζει μια τέτοια προοπτική. Την περασμένη Παρασκευή, ο διευθυντής του Εθνικού Εμπορικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, Πίτερ Ναβάρο, εξαπέλυσε μια απίστευτη επίθεση ενάντια στους «δισεκατομμυριούχους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης» οι οποίοι είναι «μη καταχωρημένοι ξένοι πράκτορες» που δρουν σαν κομμάτι μιας κινέζικης «επιχείρησης επιρροής» με στόχο να κάνουν τον Τραμπ να υποχωρήσει στο ζήτημα των δασμών. 

Ο χαρακτηρισμός «υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης» έχει εξελιχθεί σε μια ακροδεξιά κωδική έκφραση για τη λέξη «Εβραίος», για παράδειγμα στις επιθέσεις ενάντια στον νεοφιλελεύθερο χρηματιστή Τζορτζ Σόρος. Ο Ναβάρο κατηύθυνε τα πυρά του ειδικά ενάντια στην επενδυτική τράπεζα Γκόλντμαν Σακς, όπου Εβραίοι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο.  

Και είναι αλήθεια ότι η κινεζική κυβέρνηση προσκάλεσε έναν αριθμό βασικών αμερικάνων τραπεζιτών για να συναντήσουν τον αντιπρόεδρο Γουάνγκ Κισάν τον Σεπτέμβρη αλλά πρόκειται για ένα γεγονός που δεν έχει να κάνει τίποτε με «συνωμοσία» του «εβραϊκού οικονομικού λόμπι». Οι μεγάλες αμερικάνικες τράπεζες και επιχειρήσεις έχουν ευνοηθεί απόλυτα από την οικονομία της ελεύθερης αγοράς που έχει επιτρέψει στο κεφάλαιο να μεταφέρεται εκεί που τα κέρδη είναι ψηλά και οι μισθοί χαμηλοί. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η σύγκρουση με την Κίνα οφείλεται απλά στην προσωπική εκκεντρικότητα του Τραμπ. Από το 1978, που το Κομμουνιστικό Κόμμα ξεκίνησε το άνοιγμα της χώρας στην παγκόσμια αγορά, η Κίνα ποτέ δεν υπήρξε απλά ακόμη μια χώρα με φθηνά μεροκάματα για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας κράτησε τον κρατικό έλεγχο πάνω στις τράπεζες και τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις.  

Έτσι, σήμερα η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και η μεγαλύτερη παραγωγική και εξαγωγική χώρα του πλανήτη. Μια από τις βασικές τρέχουσες καμπάνιες της κυβέρνησης ονομάζεται «Μade in China 2025» και στόχο έχει να αναβαθμίσει την κινεζική οικονομία σε όλο και περισσότερους τομείς υψηλής τεχνολογίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που φοβίζει τις Δυτικές επιχειρήσεις και κυβερνήσεις ότι οι κινέζικες φίρμες θα καταλάβουν τις αγορές τους.  Υπάρχουν επίσης πλατιά διαδεδομένες κατηγορίες ότι οι εξαγορές δυτικών εταιριών από κινεζικές έχουν στόχο την απόκτηση πολύτιμης πνευματικής ιδιοκτησίας. 

Η ανακωχή ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ τον Ιούλιο του 2018, περιλαμβάνει και την εξαγγελία μιας κοινής τους έρευνας, αν και διατυπωμένης με κεκαλυμμένο τρόπο, πάνω στην φερόμενη κινέζικη κλοπή της Δυτικής Τεχνολογίας. Αυτό δεν είναι απλά ένα θέμα οικονομικού ανταγωνισμού. Η άνοδος της Κίνας αποτελεί την πιο σοβαρή απειλή μέχρι σήμερα απέναντι στην παγκόσμια ηγεμονία του αμερικανικού καπιταλισμού.  

Την προηγούμενη βδομάδα οι Financial Times είχαν ένα άρθρο για τους αμερικανικούς φόβους ότι εταιρίες που έχουν διασυνδέσεις με τον Κινεζικό Στρατό προσπαθούν να βρουν πρόσβαση σε έρευνες πάνω στην τεχνητή νόηση που μπορεί να έχουν στρατιωτικές δευτερεύουσες χρήσεις. Ταυτόχρονα και οι ΗΠΑ και τα ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας έχουν ξεκινήσει να σφίγγουν τα λουριά στις κινεζικές επενδύσεις, που μπορεί να απειλήσουν την ασφάλειά τους. 

Αυτές οι τάσεις εμφανίζονται και στις δύο κατευθύνσεις. Ο Σι Τζιν Πινγκ έχει αναβιώσει το παλιό σύνθημα της «αυτάρκειας» του Μάο Τσε Τουνγκ. Ο υπουργός Άμυνας της Κίνας Γουέι Φένγκχε τόνισε πρόσφατα σε ένα διεθνές φόρουμ που οργάνωσε ο κινεζικός στρατός ότι το νησί της Ταϊβάν, ιστορικά επαρχίας της Κίνας αλλά στην πράξη ανεξάρτητο χάρη στην αμερικανική υποστήριξη, «αποτελεί το πιο βασικό συμφέρον της Κίνας… Σε αυτά τα ζητήματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να αμφισβητεί κανείς επανειλημμένα τις κόκκινες γραμμές της Κίνας. Εάν κανείς προσπαθήσει να διαχωρίσει την Ταϊβάν από την Κίνα, ο στρατός Κίνας θα αναλάβει δράση με κάθε κόστος». 

Οι ΗΠΑ δεν προσκάλεσαν την Κίνα σαν παρατηρητή στην γιγαντιαία ναυτική άσκηση «Rimpac» που οργανώνουν κάθε δύο χρόνια στον Ειρηνικό Ωκεανό και επέβαλαν κυρώσεις σε ένα κλάδο του Κινεζικού Στρατού επειδή έχει αγοράσει το αντιπυραυλικό σύστημα S-400 από την Ρωσία. 

Αλλά δεν υπάρχει καμιά πραγματική αντιπαράθεση της αμερικανικής άρχουσας τάξης πάνω σε αυτό το ζήτημα καθώς θεωρούν ότι οι ΗΠΑ έχουν κάθε δικαίωμα να κυριαρχούν πάνω και στον Ειρηνικό και στην Ευρώπη. Έτσι, αν και υπάρχει αρκετή αντιπολίτευση μέσα στους αμερικανικούς οικονομικούς κύκλους για τους δασμούς του Τραμπ, τα μέτρα της κυβέρνησης που στόχο έχουν να δείξουν στην Κίνα ποιος είναι το αφεντικό, θεωρούνται μια χαρά.