Ιστορία
Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: Πώς “αυτοκτόνησε” η Βαϊμάρη

Κ. Πίττας, Κ. Θωίδου, Α. Κεσσόπουλος στη συζήτηση “Η Βαϊμάρη απο την επανάσταση στο φασισμό”

Για την κρίση των θεσμών και τη διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομικής κρίσης σε πολιτική και θεσμική κατά την περίοδο 1930-33 στην Γερμανία αλλά και για τα διδάγματα που μας αφήνει σήμερα, μίλησε ο πανεπιστημιακός Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, στη συζήτηση με θέμα «Η Βαϊμάρη, από την επανάσταση στον φασισμό». Η συζήτηση έγινε στο πλαίσιο του αφιερωμένου στα 100 χρόνια της γερμανικής επανάστασης μονοήμερου, που οργάνωσε το ΣΕΚ στις 11 Νοέμβρη στην Νομική. Ακολουθούν τα βασικά σημεία από την εισήγησή και το κλείσιμό του στο τέλος της συζήτησης. (Ολόκληρη η εισήγηση σε βίντεο στη διεύθυνση: sekonline.gr).

Θέλω να ξεκινήσω με δύο βασικές παρακαταθήκες που αποτέλεσαν την θεσμική κληρονομιά της επανάστασης του Νοέμβρη του 1918 στους θεσμούς του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Η πρώτη εξ αυτών ήταν η κατάργηση του μοναρχικού πολιτεύματος, παρότι δεν ήταν στις προθέσεις του πλειοψηφικού SPD που ήθελε να πάει σε ένα μοντέλο κοινοβουλευτικής μοναρχίας. Υπό την πίεση του επαναστατικού κινήματος αναγκάστηκε η ηγεσία του SPD να αξιώσει την εκθρόνιση του Κάιζερ. Μια δεύτερη ήταν ο εκλογικός νόμος της 30ης Νοεμβρίου που είχε τρεις καινοτομίες: Έριχνε το όριο ηλικίας του δικαιώματος του εκλέγειν από τα 25 στα 20 χρόνια, έδινε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και κατοχύρωνε το σύστημα της απλής αναλογικής. 

Αυτά ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης το 1919. 

Συνέπεια της απλής αναλογικής ήταν ότι στις εκλογές τον Ιανουάριο του 1919 τα δύο κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, το SPD με 38% και το USPD με 7,5%, δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν κυβέρνηση. Το SPD επέλεξε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με κεντρώα αστικά κόμματα. Λόγω αυτών των συμβιβασμών, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης κατά κάποιον τρόπο πάντρευε αστικούς θεσμούς με κοινωνικά δικαιώματα. 

Ήταν προωθημένο για την εποχή του καθώς κατοχύρωνε συνταγματικά την απλή αναλογική αλλά είχε και δύο σοβαρές αδυναμίες οι οποίες επρόκειτο να καθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις την περίοδο της κρίσης. Η πρώτη είναι ότι επέλεξαν έναν ισχυρό θεσμό ως αντίβαρο στο κοινοβούλιο, έναν άμεσα εκλεγμένο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και συνεπώς μπορούσε να παίξει θεσμικό κυρίαρχο ρόλο. Το δεύτερο ήταν το άρθρο 48 που προέβλεπε ότι σε περιπτώσεις διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, ο πρόεδρος του Ράιχ μπορούσε να λαμβάνει έκτακτα μέτρα. 

Οι θεσμοί λειτούργησαν σχετικά ομαλά μέχρι το 1930. Μέχρι που ενέσκυψε η οικονομική κρίση μετά το κραχ στις ΗΠΑ το 1929, που μεταφέρθηκε και στη Γερμανία. Όταν οι αμερικάνικες τράπεζες σταμάτησαν να δανειοδοτούν την γερμανική οικονομία, τον δανεισμό ανέλαβε ένα κονσόρτσιουμ γερμανικών τραπεζών που προέβλεπαν σκληρούς όρους εξυγίανσης της οικονομίας, τρόπον τινά, ένα μνημόνιο. 

Σύγκρουση

Μέσα στην κρίση οξύνθηκε η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στα δύο άκρα της τελευταίας πλειοψηφικής κυβέρνησης συνασπισμού της Βαϊμάρης, πάνω στο ζήτημα της αντιμετώπισης της ανεργίας (το SPD πρότεινε αύξηση των εισφορών επιχειρήσεων και εργαζομένων, ενώ το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα περικοπή των δαπανών στα επιδόματα). Έτσι αυτή η κυβέρνηση κατέρρευσε και ο πρόεδρος του Ράιχ, Χίντεμπουργκ διόρισε την πρώτη μειοψηφική κυβέρνηση αποκλείοντας το SPD. 

Oι δύο φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, ο νέος καγκελάριος Μπρύνινγκ και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χίντεμπουργκ εκβίασαν το κοινοβούλιο και είπαν είτε ψηφίζετε τα μέτρα (μειώσεις μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, μείωση χρηματοδότησης του κεντρικού κράτους προς τα κρατίδια), είτε θα τα περάσουμε με έκτακτα διατάγματα μέσω του άρθρου 48, νοθεύοντας και τη σημασία του καθώς αυτό προέβλεπε αστυνομικά μέτρα και όχι μια διαδικασία παραγωγής νομοθετικού έργου κατά παράκαμψη του κοινοβουλίου. Η βουλή διαλύθηκε και στις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 1930 έχουμε την πρώτη σοβαρή ενίσχυση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ που καταγράφει άνοδο 700% σε σχέση με τις εκλογές του 1928, από το 2,6% στο 18%.

Τα κεντρώα κόμματα που ήθελαν να εφαρμόσουν την πολιτική της λιτότητας στριμώχτηκαν γιατί μπορούσαν μεν να παρακάμπτουν το κοινοβούλιο, αλλά το κοινοβούλιο είχε τα θεσμικά όπλα βάση του συντάγματος να παρακωλύσει την διαδικασία, είτε ζητώντας την ακύρωση των προεδρικών διαταγμάτων είτε ρίχνοντας μέσω πρότασης μομφής την κυβέρνηση. 

Η μειοψηφική κυβέρνηση του Μπρύνινγκ χρειαζόταν λοιπόν ένα στήριγμα και αυτό το βρήκε στο SPD. To φθινόπωρο του 1930 έγινε μια συμφωνία μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και της κυβέρνησης Μπρύνινγκ όπου το SPD δεσμεύτηκε ότι δεν θα ζητήσει ακύρωση εκτάκτων διαταγμάτων για μέτρα λιτότητας ούτε θα ρίξει την κυβέρνηση. Γιατί το έκανε; Το SPD δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις του με τα αστικά κόμματα, μαζί με τα οποία κυβερνούσε στο ισχυρότερο κρατίδιο της Πρωσσίας, φοβούμενο απώλεια της εξουσίας και εκεί. Μέσα από αυτήν την αυτοκτονική επιλογή, δια της ανοχής του, το SPD στήριξε μια πολιτική απέραντης λιτότητας.

Στη συνείδηση του γερμανικού λαού, τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα της κυβέρνησης, αλλά και το SPD, όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, ταυτίστηκαν με την λιτότητα και την κοινωνική εξαθλίωση, με την ανεργία να φτάνει σε τεράστια επίπεδα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες έγιναν οι εκλογές του Ιουλίου του 1932 όπου το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ πήρε 38% και βγήκε πρώτο κόμμα ξεπερνώντας και το SPD. Σαν πρώτο κόμμα, έχοντας σχετική πλειοψηφία, ο Χίτλερ αποφασίζει να εφαρμόσει το δόγμα «ή όλα ή τίποτε». Με τελεσίγραφο στον Χίντεμπουργκ απαιτεί «ή με διορίζεις καγκελάριο ή μπλοκάρω οποιαδήποτε κοινοβουλευτική διαδικασία». 

Ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την εξουσία απέναντι στον εθνικοσοσιαλισμό, το μέχρι τότε πολιτικό κατεστημένο της χώρας ήταν να εφαρμόσει ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, δηλαδή να παραβιάσουν το σύνταγμα, να διαλύσουν την βουλή, να μη προκηρύξουν εκλογές όπως προέβλεπε το σύνταγμα και αν υπήρχε οποιαδήποτε αντίδραση να την καταστείλουν με την βία. Το ερώτημα, το δεύτερο εξάμηνο του 1932 στη Γερμανία ήταν σε χοντρές γραμμές δικτατορία ή εθνικοσοσιαλισμός. Είτε θα επιβαλόταν ο ολοκληρωτισμός του Χίτλερ είτε ένα δικτατορικό καθεστώς.

Αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης πήγε να εφαρμοστεί δύο φορές αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ γιατί υπήρξε ο φόβος του εμφύλιου πολέμου. Ο πρόεδρος του Ράιχ έκανε δεκτές τις σχετικές εισηγήσεις αρχικά, αλλά κατόπιν εισήγησης και των ενόπλων δυνάμεων ότι δεν θα ήταν δυνατό να διαφυλαχθεί η ειρήνη σε περίπτωση γενικής εξέγερσης, το σχέδιο δεν προχώρησε. 

Σε μια κατάσταση πλήρους παράλυσης των πολιτικών θεσμών, τότε το κεφάλαιο πήρε θέση. Το μεγάλο κεφάλαιο μέχρι και το φθινόπωρο του 1932 βολευόταν μια χαρά με τα έκτακτα μέτρα λιτότητας και τις πολιτικές του Χίντεμπουργκ. Όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, ο Χίτλερ φάνηκε στα μάτια των βιομηχάνων, τραπεζιτών και γαιοκτημόνων ως ο μοναδικός που μπορούσε ταυτόχρονα να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και να μην θίξει τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ. Υπό την πίεση αυτών των οικονομικών παραγόντων ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ πιέστηκε και διόρισε καγκελάριο τον Χίτλερ. 

Σήμερα

Mε αφορμή την Βαϊμάρη θέλω να πω τρία πράγματα για το σήμερα: Στα χρόνια της κρίσης -φάνηκε στη Βαϊμάρη, φαίνεται και στα δικά μας- βλέπουμε τα όρια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Λέμε βουλή, κόμματα, θεσμοί, αλλά όταν τα πράγματα γίνονται πολύ κρίσιμα και παίζεται ποιος θα πληρώσει την κρίση, εκεί όλοι οι θεσμοί μπαίνουν λίγο στο πλάι. Το είδαμε και με τις δικές μας πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, την υποβάθμιση του κοινοβουλίου και την τάση οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί να μην παίζουν τον ρόλο που προβλέπουν τα συντάγματα. To δεύτερο που ήθελα να πω είναι ότι, όπως σήμερα έτσι και τότε, η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε το πρόγραμμα των δεξιών δυνάμεων και εξαερώθηκε. 

Το τελευταίο σχόλιο το κάνω με αφορμή και τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει ξεκινήσει. Αν το σύστημα είναι απλή αναλογική, και μόνο, συμφωνεί κάθε αριστερός άνθρωπος. Είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνο να έχεις από την μια απλή αναλογική που μπορεί να σημαίνει αδύναμες κυβερνήσεις και από την άλλη ένα πανίσχυρο όργανο, δηλαδή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που εκλέγεται άμεσα με εκατομμύρια ψήφους, που δεν λογοδοτεί πουθενά, δεν ελέγχεται από κανένα. Αν έχεις μια αδύναμη κυβέρνηση απλής αναλογικής και βάζεις δίπλα έναν άμεσα εκλεγμένο πρόεδρο, ενδεχομένως, και δεν θέλω να γίνω μάντης κακών, βάζεις μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του κοινοβουλευτισμού.


 

Διαβάστε επίσης