Το 2017 ήταν μια φανταστική χρονιά για τις επιχειρήσεις. Η ανάκαμψη της κερδοφορίας, που είχε αρχίσει ήδη από το 2016, συνεχίστηκε με γρήγορους ρυθμούς μέσα στη χρονιά που μας πέρασε. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα η ICAP, τα “προ φόρων” κέρδη των 500 κορυφαίων επιχειρήσεων παρουσίασαν αύξηση άνω του 25%.
Η ICAP και ο ΣΕΒ αποδίδουν αυτή την εντυπωσιακή βελτίωση της απόδοσης στις άοκνες προσπάθειες του επιχειρηματικού κόσμου που κατάφερε να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που επικρατούσε στην οικονομία τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. “Οι κορυφαίες αυτές επιχειρήσεις είναι άξιες συγχαρητηρίων”, γράφει ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, ο πρόεδρος της ICAP, “αφού με την επίμονη και συστηματική προσπάθειά τους συνεχίζουν να καταγράφουν εντυπωσιακές επιδόσεις”. Ίδρωσαν από την προσπάθεια οι επιχειρηματίες, αλλά τα αποτελέσματα είναι απτά: από τα 5,7 δις τα κέρδη των 500 “μεγάλων” ανέβηκαν το 2017 στα 7,2 δις. Το συμπέρασμα είναι απλό: η σκληρή προσπάθεια αποδίδει. Η σκληρή προσπάθεια των άλλων εννοείται.
Το 2017 δεν ήταν καλή χρονιά μόνο για τα κέρδη. Ήταν “καλή” και για τους μισθωτούς. Το πρώτο εννεάμηνο του 2017 ο μέσος μικτός μισθός (για τους μόνιμα απασχολούμενους) σημείωσε άνοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, της τάξης του 0,5%. Όσο δε για την απασχόληση, αυτή “απογειώθηκε”: αύξηση 1,9% . Ο ΣΕΒ κρούει εδώ και μήνες τον κώδωνα του κινδύνου για αυτές τις αρνητικές εξελίξεις: “με την αύξηση της απασχόλησης (+1,7%) να υπερβαίνει την άνοδο του ΑΕΠ (+1,1%) η παραγωγικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Η μείωση της παραγωγικότητας, στην ουσία ενσωματώνει όλες τις διαρθρωτικές παθογένειες που εξακολουθούν να επηρεάζουν το παραγωγικό της χώρας, παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια”.
Η πιο σημαντική “παθογένεια” της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τον ΣΕΒ, όμως, δεν η αύξηση της απασχόλησης: είναι ο μισθός των δημοσίων υπαλλήλων. “Οι μισθοί στη Δημόσια Διοίκηση, εκπαίδευση υγεία”, γράφει ο ΣΕΒ, “εξακολουθούν να είναι αρκετά υψηλοί, εμποδίζοντας την άριστη κατανομή των παραγωγικών συντελεστών”. Μάλιστα. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι “διαρθρωτικές παθογένειες”, τα κέρδη των 500 “μεγάλων” μπορεί να έφταναν και τα 8 ή ακόμα και τα 9 δισεκατομμύρια. Ή ακόμα ψηλότερα. Ποιος ξέρει;
Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (δηλαδή της μνημονιακού τύπου σκληρής λιτότητας) είναι “λοιπόν επιτακτική”, λέει ο Κωνσταντέλλος, “προκειμένου η ελληνική οικονομία να... θέσει τις βάσεις για ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον”. Δηλαδή ακόμα πιο φιλικό προς το 1% της κοινωνίας, προς τα αφεντικά των 500 μεγάλων επιχειρήσεων και των “φίλων” τους. Και ακόμα πιο εχθρικό απέναντι στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, απέναντι στο 99% των εργαζομένων, των άνεργων και των φτωχών.