Αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα
H Πάλη για την Απελευθέρωση των Γυναικών: Σαν το “Αλάτι της Γης”

Η ανάγνωση του βιβλίου της Μαρίας Στύλλου γύρω από το ζήτημα της διαχρονικής πάλης για την απελευθέρωση των γυναικών, τόσο λόγω των επιμέρους θεμάτων που εξετάζει, όσο και λόγω της προσέγγισης που υιοθετεί, φέρνει στο μυαλό την κλασική και απαγορευμένη από τον Μακαρθισμό ταινία του Χέρμπερτ Μπίμπερμαν «Το αλάτι της γης». 

Μια πολιτικο-κοινωνικού ρεαλισμού ταινία που δεν απεικονίζει μόνο την άγρια εκμετάλλευση των Μεξικανών εργατών από τους Αμερικάνους βιομήχανους της Εταιρείας Ψευδαργύρου και τους αγώνες των πρώτων για κατοχύρωση βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, κατοικία…) αλλά την ακόμη σκληρότερη πραγματικότητα στη ζωή των γυναικών-συζύγων των εργατών. 

Γυναίκες, οι οποίες εκτός της δυναμικής και πρωταγωνιστικής τους παρουσίας στο σύνολο των εργατικών και κοινωνικών αγώνων που καταγράφει η ταινία, πολέμησαν, ταυτόχρονα, παραδοσιακές προκαταλήψεις που ήθελαν τις γυναίκες να είναι το «αδύναμο φύλο» και τις έθεταν εκτός του «πεδίου μάχης» των εργατικών αγώνων. 

Με έναυσμα λοιπόν τους προβληματισμούς που εγείρει το βιβλίο και έχοντας κατά νου τις εικόνες της παραπάνω ταινίας, θα θέλαμε να σταθούμε σε δύο σημεία, γνωρίζοντας βεβαίως ότι με αυτόν τον τρόπο αδυνατούμε να εξαντλήσουμε την πλούσια από πλευράς περιεχομένου προβληματική και θεματολογία του βιβλίου καθώς και την πληθώρα συζητήσεων που αυτό δύναται να προκαλέσει. Το πρώτο σημείο αφορά τη θέση των γυναικών στο πλαίσιο των αγώνων της εργατικής τάξης. Το δεύτερο σχετίζεται με τα ζητήματα προώθησης, τόσο της ισότητας των δύο φύλων στους χώρους εργασίας, όσο και με την προώθηση των σχετιζόμενων με την εργασία ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ως προς το πρώτο σημείο, σε διαφορετικά σημεία του βιβλίου, η Μαρία Στύλλου θίγει το ζήτημα της ίσης (ή άνισης) συμμετοχής των γυναικών στους αγώνες της εργατικής τάξης και την, συχνά, αμφιλεγόμενη στάση του εργατικού κινήματος απέναντι στις γυναίκες. Επικαλούμενη κείμενα και τοποθετήσεις μαχόμενων σοσιαλιστριών αλλά εμπειρίες αγώνων που έλαβαν χώρα, η συγγραφέας επισημαίνει την ανάγκη να μην γίνονται αντιληπτές οι γυναίκες εργαζόμενες (ανεξάρτητα από το καθεστώς απασχόλησης τους) ως εφεδρικός στρατός, αλλά ως δυνατό και μόνιμο κομμάτι της εργατικής τάξης. Αναφερόμενη στις θέσεις της Κλάρα Τσέτκιν, ηγετικής μορφής του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος των γυναικών, τονίζει ότι δεν είναι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες της εργατικής τάξης που έχουν κοινό συμφέρον να αντιταχθούν στη γυναικεία καταπίεση διότι με αυτόν τον τρόπο προωθούν την ενότητα της τάξης τους, την ενότητα των συμφερόντων ενάντια στους κατακερματισμούς που επιβάλλει η κυρίαρχη ιδεολογία. Απέναντι, λοιπόν, σε μια κυρίαρχη ιδεολογία που προωθεί το κατακερματισμό των εργασιακών καθεστώτων και τη διάσπαση της εργατικής τάξης, η απάντηση δεν βρίσκεται σε έναν ανάλογο κατακερματισμό και μια αντίστοιχη πολυδιάσπαση των συμφερόντων και των διεκδικήσεων. Εκκινώντας από μια τέτοια αντίληψη, το λεγόμενο «γυναικείο ζήτημα» δεν είναι μόνο ζήτημα των γυναικών (όπως και το «μεταναστευτικό ζήτημα» ή το «ζήτημα των ανέργων» δεν είναι μόνο ζήτημα των μεταναστών και των ανέργων αντιστοίχως) αλλά θα πρέπει να αποτελεί κομμάτι των αγώνων της εργατικής τάξης ενάντια στις εκμεταλλευτικές σχέσεις εργασίας και σε σχέση με τους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης εν γένει. Η μάχη, συνεπώς, κατά του σεξισμού, όπως επισημαίνει η Μαρία Στύλλου, χρειάζεται να γίνει υπόθεση όλης της εργατικής τάξης, διότι ακόμα και εκφάνσεις αυτού του σεξισμού στους χώρους εργασίας που γίνονται αντιληπτές με εξατομικευμένους όρους ή ως μεμονωμένα περιστατικά (όπως λ.χ. η παρενόχληση) κατά βάση αντανακλούν σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. 

Κόστος ισότητας

Ως προς το δεύτερο σημείο, η συγγραφέας αναφέρεται σε μια αποτίμηση της Ίριδας Αυδή- Καλκάνη σε σχέση με τα μέτρα και τις πολιτικές ισότητας (σελ.54), σύμφωνα με την οποία: «Η εφαρμογή της ισότητας είναι δαπανηρή. Η διάσταση που υπάρχει και συντηρείται ανάμεσα σε θεωρία και πράξη στον τομέα της εργασίας, οφείλεται κυρίως, στο οικονομικό κόστος της εφαρμογής της ισότητας, ιδιαίτερα στη μισθωτή εργασία. Κι αυτό, γιατί κύριο χαρακτηριστικό της μορφής αυτής της απασχόλησης, στα πλαίσια του κοινωνικοοικονομικού μας συστήματος, είναι το κέρδος του εργοδότη από την εργατική δύναμη των εργαζομένων και ακόμη και η προσπάθεια να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ τους». Η τοποθέτηση αυτή συνοψίζει την πραγματικότητα και τις δομικές φύσεως, αντιστάσεις που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εφαρμογή της ισότητας, ειδικότερα στο πεδίο της μισθωτής εργασίας : το γεγονός, δηλαδή, ότι αυτή θεωρείται ότι κάτι το οποίο συνεπάγεται οικονομικό κόστος για τον εργοδότη. Εκλαμβανόμενη συνεπώς ως περιττή δαπάνη και ως πολυτέλεια, η προώθηση της ισότητας και η προστασία της εργαζόμενης γυναίκας καθίσταται συχνά ανενεργή στους χώρους εργασίας. Πόσο μάλλον σε ένα περιβάλλον οικονομικής κρίσης και πολιτικών λιτότητας, όπου εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται. Οι περικοπές των δαπανών για το κοινωνικό κράτος, η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών υπηρεσίας και πρόνοιας (με τις γυναίκες να επωμίζονται πιθανώς σε μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες αυτών των μεταβολών), οι βλαπτικές μεταβολές όρων εργασίας εις βάρος γυναικών με οικογενειακές υποχρεώσεις, κ.ο.κ. αποτυπώνουν εμπειρικά όλες εκείνες τις αντιστάσεις που λειτουργούν ως τροχοπέδη για τις πολιτικές και τα μέτρα προώθησης της ίσης μεταχείρισης ανδρών-γυναικών στους χώρους εργασίας. 

Χριστίνα Καρακιουλάφη
Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιου Κρήτης
Ρέθυμνο, 29/11/2018