Η Τερέζα Μέι υπέστη τη μεγαλύτερη ήττα στα κοινοβουλευτικά χρονικά την περασμένη βδομάδα. Η πρότασή της πήρε 202 ψήφους έναντι 432 κατά. Ποτέ ξανά πρωθυπουργός στη Βρετανία δεν είχε υποστεί ήττα με 230 ψήφους διαφορά. Σε “κανονικές” συνθήκες, μια τέτοια ήττα θα οδηγούσε σε άμεση παραίτηση της πρωθυπουργού. Όμως η χώρα βρίσκεται πρακτικά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης καθώς πλησιάζει η 29η Μάρτη, η ημερομηνία που τουλάχιστον προβλέπεται ότι η Βρετανία θα μείνει εκτός ΕΕ χωρίς κανέναν όρο.
Οι διαπραγματεύσεις της Μέι με την ΕΕ δεν κατάφεραν να λύσουν το πολιτικό πρόβλημα των Συντηρητικών. Οι υπέρμαχοι του σκληρού Μπρέξιτ και όσοι προσπαθούν να το μαλακώσουν ακόμη περισσότερο ψήφισαν από κοινού ενάντια στη συμφωνία της Μέι. Η αποτυχία είναι ακόμη μεγαλύτερη, λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση έχει ήδη υποστεί παραιτήσεις και έχει επικεντρωθεί ακριβώς σε αυτό ζήτημα. Η Μέι δεν κάνει τίποτα άλλο τους τελευταίους μήνες από το να ψάχνει τους όρους με τους οποίους θα εξασφαλίσει το ΟΚ της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου, και τελικά το αποτέλεσμα είναι ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση. Η απώλεια ελέγχου της Μέι είχε ήδη πάρει πρωτοφανή κοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά πριν την ψήφο για τη συμφωνία. Είχαν προηγηθεί δύο ακόμη ήττες με τις οποίες το κοινοβούλιο της είχε κόψει το χώρο για μεγαλύτερους χειρισμούς επιβάλλοντάς της να επανέλθει με “Σχέδιο Β” μέσα σε λίγες μέρες σε περίπτωση ήττας. Ένα από τα εργαλεία χάρη στα οποία η Μέι παραμένει όρθια είναι ο φόβος που προκαλεί σε όλες τις πτέρυγες η πιθανότητα να μην έχει εγκριθεί καμιά συμφωνία μέχρι τις 29 Μάρτη.
Όμως ο φόβος από μόνος του δεν εξασφαλίζει λύση. Το αγγλικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε εντελώς αχαρτογράφητα νερά. Η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών ψήφισε κατά της εξόδου από την ΕΕ, αλλά τώρα αυτοί πρέπει να εγκρίνουν τους όρους της εξόδου. Στο εσωτερικό τους οι Συντηρητικοί είναι διχασμένοι και πολωμένοι. Εξάλλου, η Μέι δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία αλλά στηρίζεται στις ψήφους του DUP, της σκληρής Δεξιάς της Βόρειας Ιρλανδίας που δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν τους όρους της ΕΕ, που θεωρούν πως τους χαρίζει στο Νότο. Όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον πριν από μερικά χρόνια είχε τη φαεινή ιδέα να θέσει σε δημοψήφισμα την έξοδο από την ΕΕ, πίστευε πως έτσι θα έλυνε μια και καλή το ζήτημα και θα ομαλοποιούσε την αγγλική πολιτική, βγάζοντας νοκ-άουτ τους ευρωσκεπτικιστές μέσα και έξω από το κόμμα του. Το αποτέλεσμα της ήττας που υπέστησαν στο δημοψήφισμα είναι να έχουν γυρίσει όλα ανάποδα. Όποια και αν είναι η εξέλιξη, είναι πολύ πιθανή η πιο μεγάλη διάσπαση του Συντηρητικού Κόμματος στην ιστορία του.
“Μέση λύση;”
Το Εργατικό Κόμμα κατέθεσε πρόταση μομφής μετά την ήττα της Μέι, αλλά οι Συντηρητικοί δεν είναι πρόθυμοι να χαρίσουν την κυβέρνηση στον Κόρμπιν. Από τη μεριά του το Εργατικό Κόμμα δέχεται την πίεση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης για να βάλει πλάτη ώστε να βρεθεί κάποιου είδους μέση λύση. Αποδέχεται την “κοινή αγορά” ως θετικό κεκτημένο. Η Μέι προχωράει σε συναντήσεις και με τις ηγεσίες των συνδικάτων. Κάποιοι ονειρεύονται ακόμη και επανάληψη του δημοψηφίσματος, όμως ακόμη και οι Συντηρητικοί που είναι ενάντια στο Μπρέξιτ βλέπουν ότι μια τέτοια κίνηση θα έβαζε ακόμη πιο μεγάλη φωτιά στο ήδη χαοτικό σκηνικό. Θα ήταν από τη μια μεριά επίθεση στη δημοκρατία και από την άλλη πράσινο φως στους ρατσιστές να βγουν ακόμη πιο επιθετικά για να επιβάλουν την ατζέντα τους. Προς το παρόν, παζαρεύουν μια παράταση για τις 29 Μάρτη.
Σε όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις, αυτό που προβάλλουν όλες οι πλευρές είναι “τα συμφέροντα των βρετανικών επιχειρήσεων”. Όμως το Μπρέξιτ δεν το κέρδισαν οι βρετανικές επιχειρήσεις, αλλά η οργή της πλειοψηφίας. Γι’αυτό η αδελφή μας εφημερίδα στο Λονδίνο, Socialist Worker, τονίζει ότι η δεν πρέπει να αφήσουμε την αντιπαράθεση στα χέρια των από πάνω: “Η αντίσταση στη Μέι πρέπει να εκφραστεί μέσα από αιτήματα για τα συμφέροντα των εργατών, όχι των επιχειρήσεων. Λέμε όχι στην ΕΕ, όχι στο όραμα των Συντηρητικών για τo Μπρέξιτ, όχι στην κοινή αγορά. Λέμε ναι στο δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης, ναι σε περισσότερα λεφτά για το ΕΣΥ και την εκπαίδευση, στη φορολόγηση των πλούσιων, στην επανεθνικοποίηση όλων των ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών και βιομηχανιών. Αυτό σημαίνει να ανοίξουμε τον ορίζοντα, από τις ομιλίες και τα μικρής κλίμακας μέτρα σε μια γενικευμένη εξέγερση. Χρειαζόμαστε αντίσταση στο επίπεδο των Κίτρινων Γιλέκων και ακόμη περισσότερο. Να ρίξουμε τους Συντηρητικούς και να παλέψουν ενάντια στο σύστημα των αφεντικών”.