Δέκα χρόνια πριν, στις 31 Γενάρη του 2009 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, χιλιάδες συντρόφισσες και σύντροφοι έβαζαν τις βάσεις του μετώπου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς που θα έπαιρνε τον τίτλο ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυο μήνες μετά, στην πανελλαδική ιδρυτική συνέλευση στην Αθηναϊδα. Ήταν μια πρωτοβουλία που έπιασε τον σφυγμό των αγωνιστών μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Όχι μόνο της νεολαίας, αλλά και των αγωνιστών και αγωνιστριών που συγκρότησαν επί πολλά χρόνια τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής επαναστατικής αριστεράς.
Εξαρχής, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταυτίστηκε με την ανταρσία, με τη διάθεση για σύγκρουση και κλιμάκωση όλων των μαχών, από τις μαζικές απεργίες και τις Πλατείες ενάντια στις μνημονιακές επιθέσεις, μέχρι την κατάληψη της ΕΡΤ και τη στήριξη στους μετανάστες εργάτες γης της Μανωλάδας. Όμως μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία αναδείχθηκε σε κάτι πολύ περισσότερο από μια μαχητική συσπείρωση αγωνιστών και αγωνιστριών, κάνοντας ορατό το διακριτό στίγμα της, την αντικαπιταλιστική προοπτική των αγώνων. Τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να φτάσει τις μάχες της μέχρι τη συνολική σύγκρουση με το σύστημα του κέρδους και την ανατροπή του.
Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, που πρόβαλε ήδη από το 2010, έκανε χειροπιαστή αυτή την προοπτική. H διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, η διεθνιστική έξοδος/ρήξη από το ευρώ και την ΕΕ, ήταν -και παραμένει- ένα πρόγραμμα μάχης για το εργατικό κίνημα. Αντικαπιταλιστικό, γιατί οι αιχμές του αμφισβητούν τα “ιερά και τα όσια” της αστικής τάξης. Μεταβατικό, γιατί δένει τις ανάγκες της εργατικής τάξης και τους αγώνες της στο σήμερα, με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής και υπογραμμίζει ποια δύναμη θα το υλοποιήσει: η εργατική τάξη, με τη συλλογική δύναμη κι οργάνωσή της, όχι κάποιοι “σωτήρες” που θα ικανοποιήσουν κάποια από τα αιτήματά της απ’ τα υπουργικά γραφεία.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και διεθνώς, μετατράπηκε σε πολιτική. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσαν κι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 εκτινάχθηκε, φτάνοντας να πάρει την κυβέρνηση το 2015. Αυτή η εξέλιξη έθεσε κρίσιμα ερωτήματα και προκλήσεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τι αντιπροσώπευε η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ; Την ανάδυση ενός νέου “δικομματισμού” με την εργατική τάξη σε αποστράτευση και “ανάθεση” ή έκφραση μιας αριστερής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησής της; Και ποια θα έπρεπε να ήταν η στάση απέναντι σε αυτή την εξέλιξη; Προσαρμογή σε πιο “ρεαλιστικές” θέσεις; Φραστική καταγγελία και ηττοπάθεια για τις δυνατότητες αντίστασης στα ξεπουλήματα; ‘Η ξεδίπλωμα πρωτοβουλιών κοινής δράσης και άνοιγμα συζήτησης για την προοπτική πέρα από τα όρια του ρεφορμισμού;
Για μια ολόκληρη περίοδο οι πιέσεις έρχονταν από την κατεύθυνση της προσαρμογής. Κοινή συνισταμένη διαφορετικών απόψεων ήταν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπρεπε να γίνει λιγότερο αντικαπιταλιστική για να γίνει πιο προσιτή. Ακούγονταν πολύ δυνατά οι φωνές -και μέσα στις γραμμές της- που λέγανε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ψαλιδίσει τα αντικαπιταλιστικά της χαρακτηριστικά και να παρουσιάσει τη δική της “κυβερνητική πρόταση”. Η αποχώρηση της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ τον Σεπτέμβρη του 2015 για να προσχωρήσουν στην ΛΑΕ που υποτίθεται θα συνέχιζε από κει που κόλλησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν το προϊόν αυτής της πίεσης.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την πολύτιμη συμβολή του ΣΕΚ, άντεξε σε αυτές τις πιέσεις και έπαιξε ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, βοηθώντας όλη την Αριστερά. Η μάχη του δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015 είναι ένα καίριο παράδειγμα. Μπήκαμε μπροστά αποφασιστικά για τη νίκη του ΟΧΙ και ανοίξαμε το δρόμο για μια αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στα ξεπουλήματα του Τσίπρα. Η πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια τον Γενάρη του 2018 έπαιξε τον ίδιο ρόλο, δείχνοντας πώς η αριστερά μπορεί να απαντάει στη ΝΑΤΟϊκή διπλωματία του Τσίπρα χωρίς συμβιβασμούς με την εθνικιστική υστερία της Δεξιάς. Η συμβολή δυνάμεών μας, μαζί με την ΚΕΕΡΦΑ, στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό της Ευρώπης-Φρούριο κι ενάντια στην φασιστική απειλή και τους ναζί της Χρυσής Αυγής, αποδείχθηκε πρωτοπόρα για την απομόνωση της φασιστικής απειλής και για να μην πισωγυρίσει η δυσαρέσκεια από τα ξεπουλήματα του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά.
Συνεχίζουμε!
Τέσσερα χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, η αριστερή πολιτικοποίηση και αναζήτηση δεν έχει υποχωρήσει. Η αποτυχία της εθνικιστικής εκστρατείας που οργάνωσε συστηματικά και υστερικά η ΝΔ, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο κόσμος της δουλειάς προτιμάει να οργανώνει τις απεργίες του για δουλειές και αυξήσεις, για να πάρει πίσω αυτά που του λεηλάτησαν τα Μνημόνια, και γυρνάει την πλάτη του στα πατριδοκάπηλα συλλαλητήρια.
Χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα συγκρούονται με τις επιλογές της ηγεσίας του και κατανοούν τα αδιέξοδα της ρεφορμιστικής στρατηγικής του κοινοβουλευτικού δρόμου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να συνδεθεί και να κερδίσει όλον αυτόν τον κόσμο ξεπερνώντας λάθη και αδυναμίες. Ο ρεφορμισμός δεν αντιμετωπίζεται με απλές καταγγελίες. Χρειάζεται συνειδητή και επίμονη προσπάθεια για να σπάει η επιρροή του μέσα στις μάζες, για να γίνεται πράξη κάθε φορά η στρατηγική του ενιαίου μετώπου του Λένιν και του Τρότσκι. Ο κόσμος που απογοητεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κερδίζεται στην αντικαπιταλιστική αριστερά ανακαλύπτοντας μέσα στην κοινή δράση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι στήριγμα στην αναζήτηση γνήσιας αριστερής εναλλακτικής.
Οι προκλήσεις και οι δυνατότητες είναι μεγάλες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να τις αδράξει, έχοντας καθαρή εκτίμηση για την περίοδο, πρωτοστατώντας σε όλες τις μάχες και προωθώντας αποφασιστικά το πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Οι εργατικοί αγώνες για “να τα πάρουμε όλα πίσω”, η απεργιακή 8 Μάρτη, οι αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις με σταθμό τη 16 Μάρτη, ένας πανελλαδικός γύρος εκδηλώσεων προβολής των θέσεων και του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι συγκεκριμένα βήματα που θα βοηθήσουν να βγει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπροστά και να συσπειρώσει τον κόσμο που κοιτάζει με ελπίδα προς αυτήν. Δέκα χρόνια μετά, η πρωτοβουλία του Σπόρτινγκ παραμένει πιο επίκαιρη παρά ποτέ.
Γιάννης Σηφακάκης
μέλος ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
• Η Εργατική Αλληλεγγύη ζήτησε από συντρόφους και συντρόφισσες που συμμετείχαν σε αυτή τη δεκαετή πορεία να μιλήσουν για την επέτειο. Μπορείτε να διαβάσετε δηλώσεις παρακάτω. Στο προηγούμενο φύλλο είχαμε δημοσιεύσει συνέντευξη με τον σ. Αντώνη Δραγανίγο και θα συνεχίσουμε στα επόμενα φύλλα καθώς οι μάχες είναι μπροστά μας.
Με το ξέσπασμα της κρίσης
Με το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 2007, οι προσδοκίες για παραπέρα όξυνση της ταξικής πάλης αυξήθηκαν. Οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, για μια πιο αποτελεσματική παρέμβαση στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, θεώρησαν αναγκαία την δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου. Για τους ανωτέρω λόγους οδηγηθήκαμε στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Μπορεί να πούμε ότι γίναμε γνωστοί σε πανελλαδική κλίμακα αλλά η πολιτική μας φυσιογνωμία υπήρξε θολή και ομιχλώδης. Οι λόγοι ήταν οι στρατηγικές μας διαφορές και οι οργανωτικές μας αντιλήψεις. Η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών της απέτυχε και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήταν ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Οδήγησε σε ένα υποκριτικό δημοκρατισμό και στην πραγματικότητα σε ένα φατριασμό χωρίς αρχές. Το μόνο όργανο που έχει μια στοιχειώδη λειτουργία είναι η πολιτική επιτροπή όπου συμμετέχουν υποχρεωτικά οι αντιπρόσωποι όλων των οργανώσεων αλλά η δομή και η λειτουργία της επιτροπής αντιστοιχεί σε εκείνη ενός ενιαίου πολιτικού κόμματος.
Η προσπάθεια για την επίτευξη πολιτικής ενότητας στη βάση της συγκυρίας δεν στηρίζεται σε μια στέρεη προγραμματική συμφωνία λόγω των στρατηγικών διαφορών. Ζητήματα όπως ο διεθνισμός, η αντιμετώπιση του φασισμού, των μεταρρυθμιστικών κομμάτων που αστικοποιούν το εργατικό κίνημα, οι τακτικές που δεν υπηρετούν τους στρατηγικούς στόχους, οι λανθασμένες αντιλήψεις για τις εκλογικές συμπράξεις, η υπερτίμησή τους, δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που η συνισταμένη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων δεν είναι ευνοϊκή για τα υπάρχοντα εν δυνάμει επαναστατικά σχήματα. Με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και των σταλινικών κομμάτων, την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού της ανατολικής Ευρώπης, το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν είναι ελκυστικό, ούτε επεξεργασμενο από τους κομμουνιστές που προσπαθούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που βάζει η εποχή μας. Η περίοδος όμως θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από απότομες αλλαγές των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τεράστια χρέη, τριπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ, και ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το μέσο ποσοστό κέρδους σε σχέση με το συνολικά επενδεδυμένο κεφάλαιο εξακολουθεί να είναι χαμηλό. Τρανή απόδειξη τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι βέβαιο ότι οι ανερχόμενες δυνάμεις της ακροδεξιάς με την πολιτική που θα εφαρμόσουν για την ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα προκαλέσουν κοινωνικό Αρμαγεδώνα από τη μεριά των εργαζόμενων, που από αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας θα μετατραπεί σε υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχοντας επίγνωση των πολιτικών της δυνατοτήτων μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στις διαδικασίες για την εμφάνιση ενός επαναστατικού μειοψηφικού εργατικού ρεύματος.
Δέκα χρόνια από τη ΜΕΡΑ που αποφασίσαμε να πάμε ΕΝΑΝΤΙΑ
Στις 31 Γενάρη του 2009, σε ένα κατάμεστο και γεμάτο παλμό Σπόρτινγκ, γεννήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το μέτωπο της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς το οποίο προέκυψε από την συνένωση δύο μικρότερων (ΕΝΑΝΤΙΑ-ΜΕΡΑ) και άντλησε σημαντικό κομμάτι της δυναμικής του έκτοτε και από το πλήθος των ανέναχτων αγωνιστών που συσπειρώθηκαν και στρατεύτηκαν στον πολιτικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του.
Δέκα χρόνια μετά, σχεδόν τα πάντα στην κοινωνία της χώρας έχουν αλλάξει. Οι εργαζόμενοι έχουν δεχθεί την πιο σημαντική και παρατεταμένη επίθεση από τον εμφύλιο κι έπειτα. Το ελληνικό κεφάλαιο έφτασε σε αδιέξοδα τέτοια, που μόνο η «αντεπανάσταση» των μνημονίων και η ένταση του τυχοδιωκτισμού του θα μπορούσε να του δώσει την ευκαιρία να τα υπερβεί. Η αριστερά στη χώρα έζησε για δεύτερη φορά, από την μεταπολίτευση κι έπειτα, την άνοδο ενός ρεφορμιστικού αριστερού κόμματος και τη διεκδίκηση από μεριάς του (μέχρι στιγμής αρκετά επιτυχημένα) να αποτελέσει αυτό τον πιο αποτελεσματικό εκφραστή των αστικών συμφερόντων στη χώρα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προφανώς και δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτη από αυτές τις «κοσμογονικές» μεταβολές που διήλθε ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός.
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος αγώνων και απεργιών του 2010-2012, και μέσα από την αλληλεπίδραση με αυτό, κατάφερε τόσο να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα στην κοινωνία όσο και να συσπειρώσει στις τάξεις της μερικά από τα πιο δραστήρια και συνειδητά στοιχεία εκείνων των αγώνων. Από το 2012 κι έπειτα, κι ενώ οι κοινωνικοί αγώνες πιέστηκαν από την «κυβερνητική λύση ΣΥΡΙΖΑ», εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ άρχισαν να προβάλλονται διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τα συμπεράσματα της περιόδου, των νικών και των υποχωρήσεων που κληροδότησαν οι αγώνες του 2010-2012. Η διεργασία αυτή – ξεκινώντας ήδη από το 2012 και την πρώτη εκλογική καταγραφή του ΣΥΡΙΖΑ ως 2ο κόμμα – κορυφώθηκε στην κρίση που πέρασε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αμέσως μετά την πιο αποφασιστική της συμβολή στην ταξική πάλη στη χώρα μας – το δημοψήφισμα του 2015 – με την αποχώρηση δυνάμεων από αυτήν που συνέβαλαν στη δημιουργία της ΛΑΕ.
Τέσσερα χρόνια και δύο Συνδιασκέψεις μετά από το σημείο καμπής του 2015, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για τους αγώνες των εργαζομένων, τους αγώνες ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό, τους αγώνες για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες. Αποτελεί παράδειγμα χωρίς ανάλογό του στον ευρωπαϊκό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες (και σίγουρα όχι από το ξέσπασμά της δομικής κρίσης του 2007-8 κι έπειτα) και ως εκ τούτου η ίδια της η ύπαρξη αποτελεί σημαντικό κεκτημένο.
Ωστόσο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκτά νόημα και σημασία μόνο στον βαθμό που μπορεί να εκφράζει εργατολαϊκά συμφέροντα, να αποτελεί μήτρα κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών, ενοποίησης σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο με το εργαλείο του μαρξισμού των υλικών συμφερόντων των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων της κοινωνίας. Στο βαθμό που μπορεί να ενοποιεί το πολιτικό πρόγραμμα και την πρακτική με το στόχο της κοινωνικής ανατροπής.
Σε μια συγκυρία τόσο διαφορετική από αυτήν που τη γέννησε, ακριβώς το παραπάνω στοιχείο είναι αυτό που εμπεριέχει και τις σημαντικότερες προκλήσεις για το παρόν και το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι κοινωνικές και πολιτικές εκπροσωπήσεις που οδήγησαν στην συγκρότησή της το 2009 έχουν μεταβληθεί, πράγμα που βάζει μπροστά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ το καθήκον να απαντήσει σε αυτές τις αλλαγές και μέσα από την ίδια της την πολιτική πρόταση και λειτουργία. Να καταφέρει να βρεθεί κοντά στα κοινωνικά ρεύματα αμφισβήτησης, να συμβάλει στην αγωνιστική προοπτική απέναντι στις προσπάθειες ενσωμάτωσης και εμπέδωσης της κοινωνικής ειρήνης μέσω της υποταγής, όπως προωθείται από το κεφάλαιο και το πολιτικό σύστημα. Να δοκιμάσει να εξοπλιστεί και να εξοπλίσει τα ρεύματα αυτά για μία περίοδο που απαιτούνται νέοι αγώνες για την αντιστροφή των συνεπειών των μνημονίων.
Στο βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα βρει τον τρόπο να απαντήσει σε αυτές τις προκλήσεις, τότε θα αποτελέσει τον καταλύτη, που θα ανατρέψει τις οδυνηρές συνέπειες που είχε για διευρυμένα στρώμματα των εργαζομένων η – κάθε άλλο παρά – «πρώτη φορά Αριστερά» διακυβέρνηση. Ταυτόχρονα θα συμβάλει σε ένα διαφορετικό πρότυπο Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη ενισχύοντας και επαναφέροντας στο προσκήνιο, νέες σελίδες αγώνων και απελευθερωτικών πολιτικών οραμάτων με ορίζοντα την επανάσταση, το πέρασμα στον σοσιαλισμό και τελικά στον κομμουνισμό.
ΚΣΟ ΑΡΙΣ
Για τον μετασχηματισμό της σημερινής κατάστασης
Το 2019 δεν είναι 2009. Ούτε 2015 είναι. Όμως, αυτό που έχει συμβεί σε αυτά τα 10 χρόνια έχει μια μεγάλη αλλαγή από τα “πέτρινα” χρόνια, τα χρόνια πριν το 2008 (γιατί τα σπέρματα της συνεργασίας που ξεκινησε το 2009, είχαν μπει ήδη στο κίνημα του 2008). Πράγματι, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γεννήθηκε στον δρόμο, κι αυτό είναι κυριολεκτικό.
Αυτό που έχει αλλάξει σε αυτά τα χρόνια, είναι ότι την πραγματικότητα την διαμορφώνουμε και εμείς. Το δυναμικό της επαναστατικής αριστεράς, που “ενώθηκε” το 2009 στο Σπόρτιγκ, υπήρχε και πρωταγωνιστούσε και πριν στα κινήματα, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς. Αυτό που διαφοροποιήθηκε μετά το 2009, όμως, ήταν ότι αυτή η δράση μπορούσε να συντεθεί και να παρυσιαστεί στην κοινωνία όχι ως δράση κάποιων μεμονωμένων ή απομονωμένων ανά χώρο φωνών, αλλά ως δράση ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου που, με τις διαφορετικές του αντιλήψεις και πολιτικές στάσεις, μπορούσε να σταθεί εν μέσω της πλατείας και να πει “εδώ είμαι, αυτή είμαι”. Τα πολιτικά αποτελέσματα της πολιτικής γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ειδικά από το 2010 και μετά, επηρέασαν -έμμεσα ή άμεσα- τον πολιτικό λογο όλων των χώρων της αριστεράς. Χαρακτηριστικό είναι το θέμα της διαγραφής του χρέους, που πρώτα τέθηκε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άρχισε να επηρεάζει τον κόσμο του κινήματος και εντέλει ενσωματώθηκε στον πολιτικό λόγο σχεδόν όλης της αριστεράς.
Δεν είναι ότι αυτή η πολιτική γραμμή παραγόταν εύκολα -ισα ίσα. Οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, η διαφορετική κουλτούρα και ιστορία κάθε οργάνωσης από αυτές που συμμετείχαν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνυπήρχαν και συγκρούονταν. Αυτό που έδωσε τη δυναμική του μετώπου ήταν οι πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες του, η διαδικασία σύνθεσης στις τοπικές επιτροπές και στις κλαδικές επιτροπές, αυτό που βοήθησε στην ανάπτυξη αυτού που ονομάστηκε κωδικά “κουλτούρα ΑΝΤΑΡΣΥΑ”. Κι αυτό περιλάμβανε πολλά μέλη και φίλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αναφέρονταν σε αυτήν και στις συλλογικές της αποφάσεις, χωρίς να ανήκουν σε καμία από τις οργανώσεις της. Αυτός ήταν και είναι, στην πραγματικότητα, η συνδετική ύλη για την ενότητα της, ήταν και είναι η “ανάγκη” που έφερνε την πολιτική σύνθεση απόψεων των οποίων οι διαφορές σε περασμένα χρόνια θα φαίνονταν αξεπέραστες.
10 χρόνια μετά την ίδρυσή της, και 4 χρόνια μετά από την δοκιμασία της διάσπασης του 2015, τα πράγματα είναι ταυτόχρονα πιο εύκολα και πιο δύσκολα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει το κυρίαρχο μέτωπο στον χώρο της μαχόμενης αριστεράς και ριζοσπαστικής αναζήτησης -για να το πούμε πιο σωστά: της δυνάμει μαχόμενης αριστεράς, αφού μεγάλο τμήμα αυτού του κόσμου ιδιωτεύει ή ασχολείται μόνο με επιμέρους μέτωπα πάλης-, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να το καρπωθεί, να το κάνει προωθητική και δημιουργική δύναμη, ενίσχυση, σύνθεση και ενότητα. Η ήττα και οι φυγόκεντρες τάσεις του πολιτικού σκηνικού φαίνεται να επηρεάζουν κι εμάς.
Είναι στοίχημα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το να λειτουργήσει, σε μια κατάσταση σύγχυσης και διάλυσης, ως ένας πόλος που θα βοηθήσει στον μετασχηματισμό της σημερινής κατάστασης (πολιτικού κυρίως -και όχι οργανωτικού) κατακερματισμού των δυνάμεων και των χιλιάδων αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Για να το κάνει αυτό, όμως, χρειάζεται να ξαναγυρίσει σε εκείνα τα στοιχεία που 10 χρόνια πριν μας ένωσαν και σε εκείνα τα στοιχεία που μας έδωσαν τη ζωντάνια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρεπει να “ξαναϊδρυθεί” καταφέρνοντας να βρει ενωτικούς δρόμους, δημοκρατική συζήτηση, συλλογική δράση και λειτουργία μετώπου, μαζί με όλο αυτό το δυναμικό που “ψάχνεται” εκεί έξω. Αυτό αντιστοιχει στην ιστορία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κι όχι το να γίνει η σκιά του εαυτού της κρατώντας από κεκτημένη ταχύτητα μια κοινή εκλογική ταμπέλα χωρίς τίποτε από κάτω. Ας προχωρήσουμε!
10 χρόνια μετά, το στοίχημα πρέπει να παιχθεί ξανά
Η δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με αφετηρία τη μεγάλη συγκέντρωση στο Σπόρτινγκ, δεν ήταν απλώς η αποτύπωση μιας «ενωτικής διάθεσης» στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ήταν συνάμα το αποτέλεσμα μιας κοινής πορείας αγωνιστριών και αγωνιστών, από διαφορετικά ρεύματα και ιστορικές διαδρομές, αλλά με κοινές αγωνίες και αναζητήσεις, που είχε αποτυπωθεί σε μεγάλα κινήματα από τη δεκαετία του 1990: ήταν ο κόσμος που είχε φτιάξει τα ΕΑΑΚ και τις Παρεμβάσεις - Συσπειρώσεις - Κινήσεις, που είχε διαμορφώσει τις αριστερές ριζοσπαστικές κινήσεις πόλης, που είχε δώσει τη μάχη ενάντια στον «διαγωνισμό της ντροπής» το 1998, που είχε φτιάξει την Πρωτοβουλία Αγώνα, που είχε βάλει πλάτη στην απεργία των δασκάλων και το φοιτητικό ξεσηκωμό του 2006-2007. Και βέβαια ήταν ο κόσμος εκείνος που είχε σταθεί στο πλευρό της εξεγερμένης νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008, ανεπιφύλακτα και χωρίς ταλαντεύσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανταποκρινόταν και σε μια άλλη αγωνία: αυτή του να βρει ένα κοινό σημείο αναφοράς ο υπαρκτός χώρος της επαναστατικής αριστεράς. Ένα ρεύμα πολύμορφο, αλλά παρ’ όλα αυτά υπαρκτό, με ρίζες στην αμφισβήτηση της επίσημης αριστεράς ήδη από τη δεκαετία του 1960, ο χώρος που τάχθηκε εξαρχής με την κατάληψη του Πολυτεχνείου του 1973, που στη Μεταπολίτευση κατηγορήθηκε ότι εκπροσωπούσε τους «προβοκάτορες», που δεν υποτάχθηκε στα κοινωνικά συμβόλαια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, που το 1989 είπε όχι στη συναίνεση, το συμβιβασμό και την καθεστωτική μετάλλαξη της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άργησε να φτιαχτεί. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Αφέθηκε κρίσιμος χώρος σε ανταγωνιστικά και καταστροφικά όπως αποδείχτηκε πολιτικά σχέδια, όπως αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Υποτιμήθηκε η ανάγκη κεντρικής πολιτικής παρουσίας ενός ρεύματος που στα κινήματα έγραφε τη δική του ιστορία. Κυριάρχησε συχνά η φοβικότητα, ο σεχταρισμός και το βόλεμα στη μικρή κλίμακα.
Όμως τότε, στα τέλη του Γενάρη του 2009 τα πράγματα έδειχναν να παίρνουν μια άλλη πορεία και να μπαίνει τέλος στις παράλληλες διαδρομές και τους παράλληλους μονοδρόμους. Το ιστορικό στοίχημα φαινόταν να παίζεται ξανά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για ένα μεγάλο διάστημα λειτούργησε προωθητικά. Διαμόρφωσε έναν πολιτικό πόλο πιο ορατό. Επέτρεψε στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να παρέμβει πιο συντονισμένα στον πρωτόγνωρο κύκλο κοινωνικών συγκρούσεων που άνοιξε με την είσοδο της Ελλάδας στην εποχή των μνημονίων. Συνέβαλε στο να προβληθεί το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα με κεντρική αιχμή τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε στον ευρωπαϊσμό και το ΚΚΕ αρνιόταν την ίδια την έννοια του μεταβατικού προγράμματος.
Όμως, δεν μπόρεσε έγκαιρα και πειστικά να αντιληφθεί το βάθος της κρίσης ηγεμονίας και την ανάγκη να υπάρξει μια πρωτότυπη επαναστατική στρατηγική που να απαντά στο ζήτημα της εξουσίας. Ούτε μπόρεσε να διαμορφώσει έγκαιρα μια λογική συσπείρωσης στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ με αιχμή τον αντιΕΕ προσανατολισμό. Υποτίμησε την ανάγκη κοινής παρουσίας της «Αριστεράς του ΟΧΙ» μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά πρέπει να αποτιμηθούν με το αναγκαίο αυτοκριτικό πνεύμα.
Όμως, όπως και τότε, το βλέμμα πρέπει να στραφεί στο μέλλον. Σήμερα το δυναμικό που μπορεί να συμβάλει στην ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν βρίσκεται μόνο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Συμμετέχει σε άλλα μέτωπα ή και είναι ανένταχτο. Η συνολική κρίση της ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν ακυρώνει την ανάγκη νέων πρωτοβουλιών και πρακτικών για το αναγκαίο, περισσότερο παρά ποτέ, αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο. Με γνώση και αυτοκριτική αλλά και με περισσότερη τόλμη. Με έμφαση στις νέες αγωνιστικές δυνατότητες που διαμορφώνονται. Μπορεί να χάθηκαν πολλές μάχες αλλά το στοίχημα παίζεται ακόμη.
Παρακαταθήκη για την Ανασύνθεση
H συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή για την ιστορία της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά δυνάμεις με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις κατόρθωσαν όχι απλώς να συνεργαστούν πολιτικά και να δώσουν μαζί τη μάχη των εκλογών (όπως στο παρελθόν), αλλά να συγκροτηθούν σε ενιαίο μέτωπο με ενιαίες τοπικές επιτροπές σε συνοικίες και χώρους δουλειάς.
Στο έδαφος των μεγάλων κινημάτων που αναπτύσσονταν, κατόρθωσε να εκφράσει την πιο συνειδητή πρωτοπορεία τους και να μπολιάσει ριζοσπαστικά το πολιτικό σκηνικό. Ανέδειξε τα αδιέξοδα της κυρίαρχης μέχρι τότε κατεύθυνσης στους χώρους της αριστεράς για συνεργασία με τμήματα της αστικής τάξης (είτε με τη μορφή της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας, είτε του ευρωπαϊσμού και της συνδιαχείρισης). Διαμόρφωσε –με αντιφάσεις και συγκρούσεις είναι αλήθεια- ένα μεταβατικό πλαίσιο αιτημάτων για την έξοδο από την κρίση σε φιλολαϊκή και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Προέβλεψε με ακρίβεια ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια ή στην ενσωμάτωση ή στην ήττα.
Όμως δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει προβλήματα που ήταν ήδη παρόντα τη στιγμή της γέννησής της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια η γέννηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν συγκρουσιακή, καθώς με μεγάλο κόπο ξεπεράστηκαν όλες οι σεχταριστικές αγκυλώσεις που απέτρεψαν τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ήδη από το 1999 (που θα απέτρεπε και τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ). Σεχταριστικές αγκυλώσεις που ξεδιπλώθηκαν σε κάθε προσπάθεια ανάληψης κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών -στη βάση του μεταβατικού προγράμματος που πρότεινε η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ- είτε με τμήματα της αριστεράς που σπάζανε από το ρεφορμισμό μπροστά στα αδιέξοδα της πολιτικής του, είτε με την ίδια την κοινωνική βάση (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απουσία κοινού πολιτικού σχεδιασμού και δράσης στο κίνημα των πλατειών). Σεχταριστικές αγκυλώσεις που διευκόλυναν την μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, αφού δεν διαμόρφωναν τις συνθήκες για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου ρεύματος αντίστασης στα αριστερά του. Σεχταριστικές αγκυλώσεις που αδρανοποίησαν τις τοπικές επιτροπές και κλυδωνίζουν το εγχείρημα με διακριτές πολιτικές πρωτοβουλίες, αφού η αναδίπλωση στην ιδεολογικοπολιτική καθαρότητα επιδρά και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι οργανώσεις το κίνημα και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Συνολικά, η προσπάθεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε και αποτελεί μια σημαντική παρακαταθήκη για τον τρόπο ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ανασύνθεση αναγκαία σε ένα τοπίο κατακερματισμών, ηττών, αλλά και δυνατοτήτων. Ανασύνθεση αναγκαία για να ξαναγεννηθούν οι ελπίδες, για να αποτραπεί η ιταλοποίηση της αριστεράς και η παγίωση των δεξιών μετατοπίσεων. Ανασύνθεση που πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο των δυνάμεων που γεννήθηκαν σε αυτή την μεγάλη πορεία συγκρούσεων με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και τα αστικά σχέδια. Ανασύνθεση που πρέπει να αφήσει οριστικά πίσω της τις σεχταριστικές αναδιπλώσεις.