Οικονομία και πολιτική
Πίσω από τους πανηγυρισμούς: Ο θαυμαστός κόσμος των χρηματαγορών...

“Ελπίδα και προοπτική” σηματοδοτεί, σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, η “θερμή” υποδοχή που είχε από τους επενδυτές η “επιστροφή” της Ελλάδας στις αγορές με την έκδοση, για πρώτη φορά μετά την κρίση και τα μνημόνια, ενός δεκαετούς ομολόγου. “Γυρίζουμε σελίδα, βγαίνουμε από την περίοδο της κρίσης... Τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα”.

Τυπικά, η τελευταία “έξοδος στις αγορές” είχε μεγάλη επιτυχία. Οι επενδυτές “έκαναν ουρά” για να αγοράσουν τα νέα ομόλογα: ο στόχος των 2 δισεκατομμυρίων υπερκαλύφθηκε (δανειστήκαμε τελικά 2,5 δις). Το επιτόκιο (3,9%) ήταν χαμηλότερο από τις καλύτερες προβλέψεις. Όσο για τις προσφορές, αυτές ξεπέρασαν κάθε προσδοκία: 11,8 δις, περίπου τέσσερις φορές πάνω από τον στόχο. Η τελευταία φορά που η Ελλάδα είχε δανειστεί από τις αγορές με τόσο χαμηλό επιτόκιο ήταν το 2006 -τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν από το Καστελόριζο και τα μνημόνια.

Η έξοδος στις αγορές δεν υπαγορεύτηκε από κάποια πιεστική ανάγκη. Χάρη στο μαξιλάρι του τελευταίου μνημονίου το δημόσιο είχε πάνω από 25 δις στα ταμεία του στο κλείσιμο της περασμένης χρονιάς. Όσο για τις χρηματοδοτικές ανάγκες, αυτές είναι φέτος πολύ χαμηλές (περίπου 11 δις). Ο κυριότερος στόχος της έκδοσης του 10ετούς ομολόγου, γράφει η Εφημερίδα των Συντακτών, ήταν να αποδείξει η Ελλάδα ότι έχει πρόσβαση στις αγορές και όχι ο ίδιος ο δανεισμός. Και το απέδειξε, λέει τώρα γεμάτη ικανοποίηση η κυβέρνηση. “Το πιο σημαντικό”, γράφει η Εφ.Συν, “είναι ότι αυτοί που αγόρασαν το ελληνικό ομόλογο ήταν κυρίως θεσμικοί μακροπρόθεσμοι επενδυτές και όχι επιθετικά κερδοσκοπικά κεφάλαια...” Η Ελλάδα, με άλλα λόγια, ξέφυγε πια όχι μόνο από τα νύχια της Τρόικας αλλά και από τα δόντια των κερδοσκόπων. 

Καρτέλ

Πόσο καλύτεροι είναι όμως οι “θεσμικοί, μακροπρόθεσμοι επενδυτές” από την Τρόικα και τους κερδοσκόπους; Η απάντηση είναι απλή: ούτε κατά ένα χιλιοστό. Το αγαπημένο πεδίο δράσης των κερδοσκόπων είναι οι δευτερογενείς αγορές -εκεί όπου αλλάζουν χέρια τα παλαιότερα ομόλογα. Τα βρόμικα παιχνίδια τους ανεβάζουν και κατεβάζουν τα επιτόκια των παλαιότερων τίτλων. Η πίεση πάνω στις ίδιες τις κυβερνήσεις και τη δυνατότητά τους να βγαίνουν στις αγορές με “λογικά” επιτόκια είναι έμμεση: τις ημέρες που η κυβέρνηση προχώρησε στην έκδοση του νέου δεκαετούς ομολόγου τα επιτόκια των παλαιότερων ελληνικών ομολόγων ήταν στη δευτερογενή αγορά κοντά στο 3,6%. Αυτό το 3,6% καθόρισε, μέχρι ένα βαθμό, και το τελικό επιτόκιο του νέου δεκαετούς ομολόγου: το 0,3% που προσέφερε παραπάνω η νέα έκδοση ήταν ένα “πριμ” για να πεισθούν να το αγοράσουν.

Το πεδίο δράσης των “θεσμικών, μακροχρόνιων επενδυτών”, αντίθετα, είναι η ίδια η πρωτογενής αγορά. Η πίεση πάνω στις κυβερνήσεις είναι άμεση. Για να πετυχαίνει το δημόσιο τις “σωστές” τιμές και να μην υπόκεινται στην αυθαιρεσία των τραπεζιτών οι εκδόσεις των ομολόγων γίνονται με “δημοπρασία”: ανοίγει “βιβλίο προσφορών”, όπου ο κάθε υποψήφιος επενδυτής γράφει πόσα ομόλογα είναι διατεθειμένος να αγοράσει και με πιο επιτόκιο. Στο τέλος η κυβέρνηση αποφασίζει, με κριτήριο το επιτόκιο, ποιες θα αποδεχτεί και ποιες όχι. Η “σωστή τιμή” εξασφαλίζεται μέσα από την εξισορρόπηση της “προσφοράς και της ζήτησης” -ένα τέλειο σύστημα σύμφωνα με τις θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού. Και ένα προκλητικά σάπιο σύστημα σύμφωνα με την πραγματικότητα.

Τις ίδιες ημέρες που η ελληνική κυβέρνηση άνοιγε το βιβλίο των προσφορών οι οικονομικές αρχές της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκάλυπταν τη λειτουργία ενός καρτέλ οκτώ μεγάλων (δεν τις κατονόμασαν) ευρωπαϊκών τραπεζών που “έστηνε” τις δημοπρασίες των κρατικών ομολόγων. Η δουλειά γινόταν μέσα από ένα απλό διαδικτυακό chatroom όπου συμφωνούσαν πόσα και με τι επιτόκιο θα προσέφερε η καθεμιά από αυτές. “Η επιτροπή”, λέει η επίσημη ανακοίνωση, “έχει ενδείξεις ότι σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στην περίοδο 2007-2012 αυτές οι οκτώ τράπεζες συμμετείχαν σε ένα παράνομο σχήμα που είχε σαν στόχο την παραμόρφωση του ανταγωνισμού στην διαδικασία αγοράς και πώλησης κυβερνητικών ομολόγων... Οι υπεύθυνοι των τραπεζών αντάλλασσαν μεταξύ τους ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και συντόνιζαν τις εμπορικές τους στρατηγικές...”

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εποπτικές αρχές αποκαλύπτουν κάποιο μεγάλο τραπεζικό σκάνδαλο. To 2013 ήρθε στην επιφάνεια η υπόθεση του Libor, ενός επιτοκίου που χρησιμοποιείται σαν “δείκτης” για εκατομμύρια δάνεια και καταθέσεις. Όπως αποκαλύφθηκε οι τράπεζες παραχάραζαν για δυο τουλάχιστον δεκαετίες τις τιμές του – κλέβοντας με αυτόν τον τρόπο εκατοντάδες δισεκατομμύρια από τους δανειολήπτες. 

Τον περασμένο Δεκέμβρη τέσσερις μεγάλες τράπεζες -ανάμεσά τους η γερμανική Deutsche Bank, η γαλλική Credit Agrocole και η Ελβετική Credit Swiss- βρέθηκαν και πάλι στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το στήσιμο της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων (εκεί που υποτίθεται ότι ειδικεύονται οι κερδοσκόποι μόνο και όχι οι μακροχρόνιοι, θεσμικοί επενδυτές, όπως είναι οι τράπεζες).

Μια ακόμα μεγάλη Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η Danske Bank, (η μεγαλύτερη τράπεζα της Δανίας) εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο ξεπλύματος μαύρου χρήματος αξίας 230 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η αποκάλυψη του σκανδάλου -και των μεγάλων προστίμων που θα πρέπει να πληρώσει- έχει στείλει τη μετοχή της στα τάρταρα. 

Απάτη

Η κρίση που χτύπησε το παγκόσμιο σύστημα το 2007-8 είχε τις ρίζες της στην “πραγματική οικονομία”: ήταν μια “συστημική κρίση”, η τρίτη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού. Η κρίση δεν προκλήθηκε από τις τράπεζες. Αλλά οι τράπεζες βοήθησαν να γίνει “μεγάλη”.

Το 2007-8, όταν έσκασε η φούσκα των φτηνών στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ, οι τραπεζίτες βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής για τις κερδοσκοπικές και εξαιρετικά ριψοκίνδυνες επιλογές που είχαν κάνει τα προηγούμενα χρόνια -επιλογές που οδήγησαν τελικά στην χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβρη του 2008 και σε όλα όσα ακολούθησαν. Αλλά όπως φαίνεται από τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια, το υπερβολικό ρίσκο δεν ήταν παρά μόνο η μια πλευρά τους. Η άλλη ήταν η καθαρή, ξετσίπωτη απάτη.

Την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγορεί τις “οκτώ μεγάλες τράπεζες” για τη δημιουργία “καρτέλ”, στην άλλη μεριά των ατλαντικού αμερικανικά συνταξιοδοτικά ταμεία μηνύουν “έξι μεγάλες καναδικές και τέσσερις ξένες τράπεζες” για την παραχάραξη των επιτοκίων που είχε σαν αποτέλεσμα την “αφαίμαξη” των λογαριασμών τους από εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Οι εποπτικές αρχές έχουν επιβάλλει μέχρι τώρα πρόστιμα δισεκατομμυρίων σε όλες σχεδόν τις μεγάλες τράπεζες του κόσμου. Χωρίς αποτέλεσμα: μόλις καταλαγιάσει ο θόρυβος από το ένα σκάνδαλο τρέχουν με την ίδια μανία να χωθούν στο επόμενο.