Οικονομία και πολιτική
Όχι άλλα φορο-«κίνητρα»: Φορολογήστε τους πλούσιους

Οι εφοπλιστές δεν πληρώνουν καθόλου φόρους.

Το πρόβλημα δεν είναι η “υπερφορολόγηση” αλλά η ταξική ανισότητα στους φόρους.

Ψηλά στην ατζέντα της ΝΔ βρίσκεται το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο διαφημίζουν οι Μητσοτάκης και Σταϊκούρας ως «ανακούφιση των αδυνάτων». Μία πρώτη διάψευση αυτών των υποσχέσεων ήρθε μέσα από το πρώτο σκέλος του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε στο τέλος Ιουλίου και συμπεριέλαβε τις πολυδιαφημισμένες ρυθμίσεις των 120 δόσεων και του ΕΝΦΙΑ. 

Οι προεκλογικές εξαγγελίες για τον ΕΝΦΙΑ έπεσαν στο κενό καθώς όχι μόνο δεν καταργήθηκε ο σχετικός φόρος αλλά στο νομοσχέδιο που τελικά ψηφίστηκε καθορίζεται ότι η μείωση θα αφορά κυρίως μεσαίες και μεγάλες περιουσίες. Εξάλλου η δεύτερη δόση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ θα πραγματοποιηθεί για αυτά τα ακίνητα μόνο εφόσον έχει προκύψει το σχετικό δημοσιονομικό περιθώριο. Διαφορετικά, θα μεταφερθεί για το 2021 ή θα μοιραστεί σε δύο χρονιές. Η ποσοστιαία μείωση του φόρου τελικά θα είναι ίση για ένα ακίνητο αξίας 60.000 ευρώ στο Περιστέρι και μία κατοικία αξίας 1.5 εκατ. ευρώ στην Εκάλη! Όσον αφορά την ρύθμιση των 120 δόσεων, πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο προκειμένου να εντατικοποιηθεί το ξεζούμισμα της εργατικής τάξης, αυτό που επιδιώκεται είναι να ευνοηθούν τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή οι ανώνυμες εταιρείες.

Σε αντίστοιχη κατεύθυνση κινείται το δεύτερο σκέλος του φορολογικού νομοσχεδίου, το οποίο βρίσκεται υπό διαβούλευση. Σύμφωνα με διαρροές του Υπουργείου Οικονομικών αυτό που διαφαίνεται είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα δίνει όλα στις επιχειρήσεις. Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη των επιχειρήσεων από το 28% στο 24% για τα κέρδη του 2019 και η περαιτέρω μείωση στο 20% έως το 2021. Η κίνηση αυτή θα συνοδεύεται από παράλληλη μείωση του φόρου μερισμάτων στο 5% από 10% που είναι σήμερα.  

Αυτές οι αντεργατικές παρεμβάσεις εντείνονται σε μία περίοδο όπου γίνεται πολύ κουβέντα για την “υπερφορολόγηση” και όχι για την ανισότητα στη φορολόγηση. Σε αυτήν την ιδεολογική επίθεση κεντρικό ρόλο παίζει το αφήγημα της επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης μέσα από φοροαπαλλαγές. Ο Μητσοτάκης προσπαθεί να αντιγράψει την πολιτική του Τράμπ που έριξε απότομα τους συντελεστές φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν τόσο βραχυπρόθεσμο που τώρα μία νέα ύφεση της οικονομίας είναι στον ορίζοντα. Αν αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ τότε οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι σημαντικότεροι σε μία περίοδο που πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την διεθνή οικονομία.

Σε αυτό το φόντο αποτελεί καθήκον για την αριστερά να μην προσαρμοστεί στις πιέσεις των από πάνω και της φιλελεύθερης δεξιάς και να αντιστρέψει αυτήν την εικόνα αναδεικνύοντας το αίτημα για φορολόγηση των πλουσίων. 

Εφοπλιστές

Καταρχήν για το εφοπλιστικό κεφάλαιο που αποτελεί παραδοσιακά πυλώνα του ελληνικού καπιταλισμού και απολαμβάνει σκανδαλώδεις ευνοϊκές ρυθμίσεις όσον αφορά την φορολόγησή του. Ο ελληνόκτητος στόλος υπερδιπλασιάστηκε μέσα στην τελευταία δεκαετία της κρίσης και αντιπροσωπεύει πλέον το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας με 4.936 πλοία (άνω των 1.000 gt). Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Εξίσου εντυπωσιακός είναι ο μακρύς κατάλογος με τις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν οι Μαρινάκηδες και οι Αλαφούζοι. Ανάμεσά τους απαλλαγή από οποιοδήποτε φόρο εισοδήματος στα κέρδη που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των πλοίων, από κάθε φορολογία ή υπεραξία που μπορεί να πραγματοποιηθεί, είτε από την πώληση κάποιου πλοίου, είτε από την είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης. 

Απαλλαγή από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση στο εισόδημα που δημιουργείται από την εκμετάλλευση πλοίου στο εξωτερικό καθώς και από κάθε φόρο, τέλος ή εισφορά στο εισόδημα που αποκτάται από εταιρείες χαρτοφυλακίου που κατέχουν αποκλειστικά μετοχές εταιρειών πλοιοκτητριών που βρίσκονται υπό ελληνική σημαία. Και φυσικά το αφορολόγητο ναυτιλιακό πετρέλαιο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό καταλήγει στο λαθρεμπόριο καυσίμων που λυμαίνονται διάφορα παράνομα κυκλώματα, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να έχει κάθε χρόνο απώλεια εσόδων γύρω στο 1 δις ευρώ. Το μόνο που καταλήγουν να πληρώσουν οι εφοπλιστές είναι η «εθελοντική εισφορά» που σύμφωνα με καταγγελίες της ΠΕΝΕΝ παραμένει ανείσπρακτη κατά τα 4/5 για την περίοδο 2014-2017 ενώ πολλοί εφοπλιστές ζητούν να πληρώσουν σε 6 ή 12 δόσεις!

Οι τραπεζίτες ανταγωνίζονται τους εφοπλιστές στις φοροαπαλλαγές. Μέσω ειδικού νόμου που θεσμοθετήθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 και επικαιροποιήθηκε το 2017 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οι τράπεζες απαλλάχτηκαν από κάθε φόρο για τα κέρδη τους της επόμενης εικοσαετίας! Το τέχνασμα αυτό που ονομάστηκε αναβαλλόμενος φόρος είναι η σημαντικότερη πηγή των κεφαλαίων των τραπεζών που με την έγκριση της Τρόικα προχώρησαν στην λογιστικοποίηση των χρημάτων που θα πλήρωναν για φόρους σαν διαθέσιμα κεφάλαια στα βιβλία τους. Σήμερα τα κεφάλαια που προέρχονται από αναβαλλόμενο φόρο αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών κεφαλαίων.

Και από δίπλα πλήρη απαλλαγή από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρο εισοδήματος έχουν επίσης οι ελληνικές τεχνικές εταιρείες το κέρδος των οποίων προέρχεται από εργασίες στο εξωτερικό, οι αλλοδαπές τεχνικές επιχειρήσεις που έχουν κέρδη στη χώρα, οι εταιρείες που βγάζουν κέρδη από την πώληση μετοχών ή άλλων παραγώγων προϊόντων του χρηματιστηριακού τζόγου και είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

Η μόνη απάντηση σε αυτήν την σκανδαλώδη εύνοια για να μην συνεχίσουμε να πληρώνουμε εμείς τα βάρη της κρίσης είναι να φορολογήσουμε τα κέρδη και τις περιουσίες που έχτισαν και συνεχίζουν να χτίζουν τα αφεντικά στις πλάτες μας.