Η Αριστερά
Η εργατική τάξη και η Αριστερά: Τι είδους κόμμα χρειαζόμαστε;

5/7/15, Το βράδυ της νίκης του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα

«Τι είδους κόμμα χρειάζεται: Κόμμα διαμαρτυρίας; Κόμμα διακυβέρνησης; Κόμμα-καταψύκτης όπου φυλάσσεται η προσδοκία της επανάστασης; Το τρίτο μοντέλο έχει δοκιμαστεί, κάποιοι επιμένουν ακόμη ότι αυτό είναι το κατάλληλο σχήμα, αλλά η Ιστορία δεν έχει δικαιώσει μέχρι τώρα τη συγκεκριμένη επιλογή. Όπου εφαρμόστηκε γέννησε γραφειοκρατικά τέρατα και κρατικές ολιγαρχίες που δυσφήμησαν το ιδεώδες του σοσιαλισμού. 

Μπορείς να έχεις ταυτοχρόνως και κόμμα διαμαρτυρίας και κόμμα διακυβέρνησης; Δηλαδή, και να διαχειρίζεται το σύστημα και να το καταγγέλλει; Μόνο στα εγχειρίδια. Δεν έχει υπάρξει πουθενά στον κόσμο… 

... Το θέμα είναι ότι μέχρι να βρει η Αριστερά την εναλλακτική λύση, ο καπιταλισμός θα συνεχίσει να καταστρέφει τον πλανήτη και να παράγει θηριώδεις ανισότητες».

Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θέτει ο Τάσος Παππάς στην Εφημερίδα των Συντακτών (24-25/8) στο άρθρο του «βάζω τις ερωτήσεις, έχεις τις απαντήσεις;» παρεμβαίνοντας στη συζήτηση που έχει ανοίξει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. 

Το ερώτημα τι είδους κόμμα χρειάζεται είναι ένα εύλογο ερώτημα και δεν μπαίνει φυσικά για πρώτη φορά ούτε στην ιστορία της Αριστεράς ούτε στην Ιστορία γενικότερα. Το βασικό ερώτημα που τίθεται σε οποιοδήποτε κόμμα και επικαθορίζει την πολιτική και την οργανωτική του λειτουργία είναι αυτό της στρατηγικής, να ξέρει ποιος είναι ο στόχος και πως μπορεί να φτάσει σε αυτόν. Αυτό ισχύει και έχει ισχύσει για όλα τα κόμματα που αναφέρονται στην εργατική τάξη. 

Όπως και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, σήμερα σε μια ιστορική περίοδο παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, συνεχούς φτωχοποίησης, νέας όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, επανεμφάνισης της φασιστικής απειλής και μπροστά στον άμεσο κίνδυνο των μη αναστρέψιμων συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, το δίλημμα που έχουμε να απαντήσουμε για να δούμε τι κόμμα χρειαζόμαστε είναι το εξής: αξίζει και μπορούμε να διορθώσουμε τον καπιταλισμό ή πρέπει να τον ανατρέψουμε πριν μας καταστρέψει ολοσχερώς; 

Δεν πρόκειται για ένα θεωρητικό ερώτημα. Οι επαναστάσεις δεν φυλάσσονται σε κανένα καταψύκτη, είναι διαδικασίες που προκύπτουν αντικειμενικά μέσα από τις οικονομικές κρίσεις, τους πολέμους και την ταξική πόλωση που γεννάει αυτό το σύστημα όπως είδαμε να συμβαίνει όλη την περασμένη δεκαετία με την Αραβική Άνοιξη σε μια σειρά από χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής - φέτος στο Σουδάν. Το ίδιο διάστημα, η αδυναμία του συστήματος να βρει μέσα εκτόνωσης της ταξικής πόλωσης έχει φέρει στο προσκήνιο ξανά τις μάζες σε μια σειρά από χώρες σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας τεκτονικά ρήγματα και πολιτικές κρίσεις. 

Όσο το σύστημα δεν μπορεί να βρει διέξοδο από την κρίση του, η προοπτική τέτοιοι κοινωνικοί αγώνες να γίνουν επαναστάσεις παραμένει ανοιχτή. Τα ίδια ισχύουν και για το υποκείμενό τους, την εργατική τάξη, τον “ιστορικό νεκροθάφτη” του καπιταλισμού, την τάξη που έχει τη δύναμη να ανατρέψει τον καπιταλισμό απελευθερώνοντας τον εαυτό της και ολόκληρη την κοινωνία. Παραμένει ζωντανή στο προσκήνιο της Ιστορίας. Όποιος έχει αμφιβολία γι’ αυτό, ας κοιτάξει τι συμβαίνει σήμερα στο Σουδάν ή στο Χονγκ Κονγκ, ας κοιτάξει τι συνέβη τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα: 

Ποιος έριξε τη μια μετά την άλλη τέσσερις κυβερνήσεις, διέλυσε το ΠΑΣΟΚ του 44%, έφτασε τη ΝΔ στο 18% και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 35% αν όχι οι 40 γενικές απεργίες, οι άγριες απεργίες διαρκείας και οι καταλήψεις υπουργείων που είδαμε να συμβαίνουν τα προηγούμενα χρόνια; Επιπλέον αγώνες, όπως η κατάληψη της ΕΡΤ, έφεραν στο προσκήνιο τις ξεχασμένες για δεκαετίες παραδόσεις του εργατικού έλεγχου, τη δυνατότητα των απλών εργαζομένων να πάρουν την εργασία τους, τη ζωή τους και την κοινωνία στα χέρια τους. 

Αυτές δεν είναι εικόνες από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον. Και έχει σημασία, μπροστά στις νέες προκλήσεις που έρχονται, να μην την πατήσουμε ξανά σαν την προηγούμενη φορά. Είχαμε τα τελευταία χρόνια μια πολύτιμη διπλή εμπειρία του ρόλου που μπορεί να παίξει μια ρεφορμιστική κυβέρνηση σε συνθήκες κρίσης. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ που υποσχόταν να καλύψει τις ανάγκες των εργαζομένων λέγοντας ότι τα λεφτά υπάρχουν ήταν αυτή που υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο. Η υπόσχεση ότι θα σκίσουμε τα μνημόνια που ενέπνευσε τον κόσμο και κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015 πετάχτηκε στα σκουπίδια μέσα σε λίγους μήνες από τον ΣΥΡΙΖΑ που υπέγραψε το τρίτο. 

Ανέγγιχτοι

Ο Τσίπρας, που όπως κάθε συνεπής ρεφορμιστής υποσχόταν ρεαλιστικές αλλαγές σήμερα, όχι μόνο έβαλε στην κατάψυξη τις ελπίδες του 62% που είπε εδώ και τώρα ρήξη με την ΕΕ, τα αφεντικά, τους καναλάρχες και όλη την άρχουσα τάξη αλλά παρόπλισε και την τάξη που θα μπορούσε να τα επιβάλει αυτή τη ρήξη τη δεδομένη στιγμή, προωθώντας σαν “λύση” τη συνεργασία με τους Καμένους. Οι κρατικοί θεσμοί, ο στρατός, η αστυνομία, τα δικαστήρια παρέμειναν ανέγγιχτοι να κάνουν τη δουλειά τους .

Η προσαρμογή της κυβέρνησης της αριστεράς δεν περιορίστηκε στο τρίτο μνημόνιο. Συμφώνησαν σε όλα τα ρατσιστικά σχέδια της ΕΕ να κλείσουν τα σύνορα και να βάλουν τους πρόσφυγες σε στρατόπεδα. Προχώρησαν στον άξονα Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου διεκδικώντας για τον ελληνικό καπιταλισμό την Ανατολική Μεσόγειο και επιχαίροντας για τη μεγάλη «εθνική νίκη» την αλλαγή του ονόματος και τη μετατροπή της γειτονικής χώρας σε ελληνικό προτεκτοράτο. Έφτασαν προεκλογικά να αναμασάν τις ίδιες υποσχέσεις με τη ΝΔ για «επενδύσεις» μετατρέποντας μετά από όλα αυτά το 62% του δημοψηφίσματος σε 33% στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.

Αν υπάρχει ένα μοντέλο που έχει δυσφημήσει ξανά και ξανά το ιδεώδες του σοσιαλισμού, ένα μοντέλο που έχει δοκιμαστεί και αποτύχει ιστορικά -και σήμερα κοντεύει να σαπίσει- είναι αυτό της μεταρρύθμισης. Και για να καλύψει τη συστηματική αποτυχία του, αυτό το μοντέλο παρουσιάζει την εργατική επανάσταση αξιωματικά ως τη μαμή γραφειοκρατικών τεράτων και κρατικών ολιγαρχιών ανεβάζοντας τον σταλινισμό στο βάθρο της ιστορικής αναγκαιότητας.

Πρόκειται για ένα μοντέλο που, υποσχόμενο ένα σύντομο, άμεσο και ρεαλιστικό δρόμο για το σοσιαλισμό, στην πραγματικότητα συντηρεί το σύστημα – και σε κρίσιμες στιγμές έρχεται και να το περισώσει. Έγραφε χαρακτηριστικά η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της “Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή επανάσταση”, είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν δολοφονηθεί από τα Frei Corps στο Βερολίνο με τις ευλογίες των ρεφορμιστών του SPD:     

“Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι διαφορετικές μέθοδοι ιστορικής εξέλιξης που μπορούν εύκολα να επιλεχθούν από τον πάγκο της ιστορίας, όπως κάποιος επιλέγει ζεστά ή κρύα λουκάνικα... Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτοί που είναι υπέρ της νομοθετικής μεταρρύθμισης ενάντια και σε αντιδιαστολή με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την κοινωνική επανάσταση, στην πραγματικότητα δεν επιλέγουν μία πιο ήρεμη και αργή πορεία προς τον ίδιο στόχο, αλλά προς ένα διαφορετικό στόχο”.

Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε να πει κανείς για το μοντέλο του “σοσιαλισμού σε μια και μόνο χώρα” που επέβαλε ο Στάλιν, σε πλήρη αντίθεση με την στρατηγική των μπολσεβίκων που υποστήριζαν ότι ο μόνος δρόμος για να νικήσει η επανάσταση είναι να γίνει παγκόσμια. Δεν ήταν ένας άλλος δρόμος για το σοσιαλισμό αυτός που, πέρα από όλα τα εγκλήματα και θηριωδίες που διέπραξε, αντικατέστησε το καθήκον του απλώματος της εργατικής επανάστασης με τις εισβολές των ρωσικών τανκς στην Ουγγαρία το '56, την Τσεχία το '68 ή την Πολωνία το '81. Ήταν ο υπαρκτός δρόμος για τον κρατικό καπιταλισμό.

Κόντρα στη σοσιαλδημοκρατία και στο σταλινισμό, η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο δικό της, υποστήριζε ο Μαρξ. Χρειαζόμαστε σήμερα επαναστατικά κόμματα που δεν θα υποκαθιστούν την τάξη, που δεν θα προδώσουν τις ελπίδες της αλλά που θα μπορέσουν να την βοηθήσουν να πετύχει τον ιστορικό της ρόλο, την ανατροπή αυτού του συστήματος μέσα από το τσάκισμα του κρατικού μηχανισμού του και τον συλλογικό έλεγχο των μέσων παραγωγής. 

Και μέχρι να συμβεί αυτό τι κάνουμε; Μήπως τελικά έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε σε “κόμμα-καταψύκτη όπου φυλάσσεται η προσδοκία της επανάστασης”;  

“Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων στόχων, για την επιβολή των στιγμιαίων συμφερόντων της εργατικής τάξης. Μέσα όμως στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν επίσης και φροντίζουν για το μέλλον αυτού του κινήματος” έγραφαν ο Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. 

Πρόκειται για μια αντίφαση που ενυπάρχει στην ίδια την αντίληψη του επαναστατικού κόμματος. Υποστηρίζει τις απεργίες που στόχο έχουν να πουλήσει ο εργάτης ακριβότερα στο αφεντικό την εργασία του, την ίδια στιγμή που παλεύει για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Χρησιμοποιεί το κοινοβούλιο σαν ντουντούκα για την φωνή του και αρνείται να παραμείνει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, την ίδια στιγμή που παλεύει για την ανατροπή των σημερινών κρατικών θεσμών και την αντικατάστασή τους από μια εργατική δημοκρατία. 

Και αυτή η αντίφαση δεν σταματάει εδώ. Το επαναστατικό κόμμα ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα γιατί είναι ένα αντι-κόμμα, με την έννοια ότι στοχεύει στην αυτοκατάργησή του. Όπως γράφει ο Γκράμσι “για το κάθε κόμμα που βάζει σαν στόχο την κατάργηση του διαχωρισμού σε τάξεις, η ολοκλήρωσή του συνίσταται στο να πάψει πλέον να υπάρχει αφού οι εκφραστές τους δεν θα υπάρχουν πια”.

Πως μπορεί, λοιπόν, το επαναστατικό κόμμα να παίξει τον ιστορικό του ρόλο και ταυτόχρονα να ξεπεράσει κινδύνους, εμπόδια και αντιφάσεις;

Κόμμα της αυτονομίας των επαναστατών

Για να μπορέσει η εργατική τάξη να συγκροτηθεί σαν πολιτική δύναμη, να συμμετάσχει αποτελεσματικά στον πολιτικό ανταγωνισμό χωρίς να υποταχθεί στον χαρακτήρα που του δίνει η αστική τάξη, αλλά αντίθετα να προβάλει τη δική της προοπτική, της ανατροπής του αστικού κράτους, είναι ανάγκη το κόμμα της να συγκροτηθεί σε αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις. Απαιτείται η αυτονομία των επαναστατών απέναντι στους ρεφορμιστές. 

Μια τέτοια επιλογή δεν έχει σαν στόχο την αντιπαράθεση του κόμματος με τον αυθορμητισμό των μαζών (όπως ισχυρίζονται πολέμιοι αλλά και υποτιθέμενοι οπαδοί του λενινισμού) αλλά τη σύγκρουση με τη διάβρωση που φέρνει η αστική ιδεολογία και η ρεφορμιστική πρακτική μέσα στο κίνημα, τη σύγκρουση με την κοινοβουλευτική εξαχρείωση και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό που το πολιορκούν συστηματικά. Από που αντλεί όμως το επαναστατικό κόμμα τη δύναμη να αντιστέκεται στην διάβρωση του αστισμού και τις σειρήνες του ρεφορμισμού; 

Η αντίληψη ότι η ταξική συνείδηση υπάρχει μόνο μέσα στο κόμμα σε αντιπαράθεση με τις μη συνειδητοποιημένες μάζες τριγύρω του είναι κληρονομιά του σταλινισμού και όχι του λενινισμού. Η θεωρία της οργάνωσης-φρούριο που κρύβει μέσα της την προλεταριακή συνείδηση και την “κατεβάζει” στις “καθυστερημένες μάζες”, είναι μια θεωρία απολογητική για τη γραφειοκρατία των σταλινικών κομμάτων, μια θεωρία που προσπαθεί να εξωραϊσει το ανεξέλεγκτο των ηγετικών μηχανισμών αυτών των κομμάτων.

Κόντρα σε όλες τις σταλινικές διαστρεβλώσεις, το κλειδί που επιτρέπει στο Λένιν να προτείνει μια ανεξάρτητη οργάνωση των επαναστατών σε διαρκή αντιπαράθεση με την αστική επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα χωρίς να πέφτει στις μικροαστικές φαντασιώσεις για ένα κόμμα «Θείας επιφοίτησης», είναι η αντίληψή του για την εργατική πρωτοπορία.

Κόμμα εργατικής πρωτοπορίας

Η εργατική τάξη δεν κινείται σαν μια ομοιόμορφη μάζα. Η κίνησή της είναι διαρκώς ανισόμερη, γνωρίζει συνεχώς προχωρήματα και υποχωρήσεις κάτω από την επίδραση αντιφατικών πιέσεων. Από τη μια, η θέση της εργατικής τάξης στην παραγωγή, η εμπειρία της εκμετάλλευσης αλλά και η αίσθηση της συλλογικής της δύναμης την οδηγεί σε αυθόρμητη σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Ο κομμουνισμός δεν είναι ουτοπία, «όραμα», αφηρημένο πρότυπο, είναι ζωντανή τάση που ενυπάρχει μέσα στους ίδιους τους εργατικούς αγώνες και αναζητά την δικαίωσή της στις νίκες τους. 

Ταυτόχρονα, όμως η θέση της εργατικής τάξης σαν τάξη που κυριαρχείται πολιτικά και ιδεολογικά από την αστική μέσα στον καπιταλισμό, σπρώχνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Ακόμη και μέσα στην κίνησή της η εργατική τάξη κουβαλάει τις ιδέες της κυρίαρχης ιδεολογίας που την τραβάνε πίσω σαν βαρίδια.  

Αυτή η συνεχής διελκυστίνδα σημαίνει ότι μέσα στην εργατική τάξη υπάρχουν πολλά και διαφορετικά επίπεδα συνείδησης. Η εργατική τάξη στρωματοποιείται σε προχωρημένα και καθυστερημένα κομμάτια, σε εργάτες συνδικαλισμένους και ανοργάνωτους, σε εργάτες μαχητικούς αλλά με καθυστερημένες ιδέες, σε ιδεολογικά προχωρημένους αλλά παθητικούς στη δράση, σε οργανωμένους επαναστάτες και σε αδρανοποιημένους οπαδούς των αστικών κομμάτων. Η ίδια η κίνηση της τάξης αναδεικνύει μια εργατική πρωτοπορία που είναι η φυσική ηγεσία της αυτενέργειας της τάξης. 

Το επαναστατικό κόμμα δεν στοχεύει να κερδίσει στις γραμμές του, αρχικά, ολόκληρη την εργατική τάξη, λειτουργώντας σαν ένα κόμμα μέσου όρου. Στοχεύοντας στα πιο προχωρημένα κομμάτια της εργατικής τάξης, κερδίζει την φυσική ηγεσία των αγώνων της τάξης όπως αυτή αναδεικνύεται σε κάθε περίοδο, ενώ ταυτόχρονα κερδίζει εκείνη την κοινωνική δύναμη που του επιτρέπει να είναι κομμάτι της τάξης χωρίς να χάνει όμως την επαναστατική του ταυτότητα. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία παλεύει με καλύτερους όρους να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση και την ενεργητικότητα ολόκληρης της τάξης στο ύψος των πρωτοπόρων τμημάτων της.     

Όμως η δημιουργία του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης δεν είναι η συνένωση κάποιων επαναστατών που αυτοχρίζονται φορείς της προλεταριακής θεωρίας με κάποιους εργάτες που αυτοαποκαλούνται πρωτοπόροι. Χρειάζεται να δούμε την οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος σαν μια δυναμική και διαλεκτική διαδικασία όπου το επαναστατικό κόμμα συγκροτείται και κατακτά την επαναστατική θεωρία και την πρωτοπόρα πρακτική μέσα από ένα συνεχή διάλογο με ολόκληρη την τάξη.

Κόμμα ελεύθερης συζήτησης και συλλογικής δράσης

Η ίδια η επαναστατική θεωρία, οι αρχές και οι θέσεις ενός επαναστατικού κόμματος, διαμορφώνονται μέσα από την κίνηση της εργατικής τάξης, με τους εκπαιδευτές να γίνονται ταυτόχρονα και εκπαιδευόμενοι. Ο Μαρξ διδάχτηκε από την Κομμούνα την «πολιτική μορφή με την οποία μπορεί να γίνει η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας». Με τον ίδιο τρόπο ο Λένιν διδάχτηκε από τους ρώσους εργάτες τη συγκεκριμένη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν εξουσία των σοβιέτ. Συνολικότερα, ολόκληρη η φυσιογνωμία του επαναστατικού κόμματος στηρίζεται στη σχέση του με την καθημερινή πρακτική της εργατικής τάξης. Αυτός που διδάσκει το κόμμα πως να παίζει πρωτοπόρο ρόλο στη σύγκρουση με τον καπιταλισμό είναι η ίδια η τάξη: 

Η συγκεκριμενοποίηση των στρατηγικών προσανατολισμών σε πρόγραμμα, η διαμόρφωση κριτηρίου για τη σωστή εκτίμηση των ταξικών συσχετισμών και της συγκυρίας, η εξάσκηση των επαναστατών να αντιδρούν ομογενοποιημένα ώστε να συγκεντρώνουν όλη την ενεργητικότητα των μαζών στη σύγκρουση με το αστικό κράτος είναι πράγματα που ούτε κληρονομούνται από το ένδοξο παρελθόν, ούτε χαρίζονται από κάποιους φωτισμένους ηγέτες. Καταχτιούνται μέσα από ένα συνεχή διάλογο με την τάξη, που εμπνέει, κρίνει, απορρίπτει, ξεδιαλέγει και συγκεκριμενοποιεί τις πρωτοβουλίες των επαναστατών. 

Για να μπορεί να έχει αυτή την αμφίδρομη σχέση με την τάξη, το επαναστατικό κόμμα έχει ανάγκη τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στο εσωτερικό του, δηλαδή συγκεντρωτισμό στη δράση και δημοκρατία στη συζήτηση. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν έχει καμιά σχέση με το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό των σταλινικών κομμάτων που νομιμοποιεί την παντοδυναμία της καθοδήγησης, ούτε είναι τσελεμεντές για οργανωτικές λειτουργίες. Είναι αντίληψη για την σχέση κόμματος-τάξης. 

Είναι αυτή η σχέση που επιβάλει οργανωτικές λειτουργίες που ακολουθούν το σχήμα συζήτηση-απόφαση-δράση-συζήτηση, σαν συλλογική διαδικασία διαμόρφωσης μαχητών πάνω σε πραγματικές μάχες που δίνονται μέσα στο πεδίο της ταξικής πάλης όπου δρα το σύνολο της τάξης. Πρόκειται βέβαια για μια εικόνα σε πλήρη αντίθεση με την παθητική θέση που επιφυλάσσουν στον εργαζόμενο τα ρεφορμιστικά κόμματα, με εξαίρεση συνήθως τις προεκλογικές περιόδους. 

Για να μην είναι όμως ευχολόγιο ένα τέτοιο σχήμα προϋποθέτει αφενός την ενεργητική συμμετοχή όλων των μελών στο κίνημα και στη πρακτική οργάνωση των αγώνων, αφετέρου τη συστηματικότητα στη συζήτηση, μια συζήτηση εξοπλισμένη με τα όπλα της επαναστατικής θεωρίας και της συλλογικής εμπειρίας. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία το επαναστατικό κόμμα στόχο έχει, όχι να να επιβάλει, αλλά να κατακτήσει τον πρωτοπόρο ρόλο του μέσα στην τάξη κερδίζοντας στο πλευρό του το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης. 

Το επαναστατικό κόμμα δεν είναι το έμβρυο ή το πρόπλασμα μιας νέας κοινωνίας. Αυτό μπορεί κανείς να το βρει στους  θεσμούς που δημιουργεί η εργατική τάξη με την επανάστασή της, δηλαδή τα εργατικά συμβούλια. Όπως χαρακτηριστικά συνήθιζε να λέει ο Τόνι Κλιφ, ο Μικελάντζελο, για να φιλοτεχνήσει ένα όμορφο άγαλμα του Δαβίδ, δεν χρησιμοποιούσε ένα όμορφο σφυρί ή ένα όμορφο καλέμι. Στην αναλογία αυτή, το επαναστατικό κόμμα δεν αντιστοιχεί ούτε στον Μικελάντζελο ούτε στο άγαλμα του Δαβίδ, αλλά στο καλέμι. 

Το επαναστατικό κόμμα είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης για να αλλάξει τον κόσμο αλλά αυτό χρειάζεται να το επιλέξει η ίδια. Όπως γράφει ο Γκράμσι στις Θέσεις της Λυών: 

“Η αρχή ότι το κόμμα ηγείται της εργατικής τάξης δεν πρέπει να ερμηνεύεται μηχανιστικά... η ικανότητα να ηγείται της τάξης συνδέεται όχι με το ότι το κόμμα αυτοανακηρύσσεται σε επαναστατικό όργανο της τάξης αλλά με το γεγονός ότι κατορθώνει πραγματικά σαν τμήμα της εργατικής τάξης να συνδεθεί με όλα τα τμήματα της τάξης... Μόνο σαν αποτέλεσμα της δράσης του μέσα στις μάζες θα κατορθώσει το κόμμα να το αναγνωρίσουν σαν δικό τους. Και μόνο όταν έχει εκπληρωθεί αυτός ο όρος μπορεί το κόμμα να θεωρήσει ότι έχει την ικανότητα να τραβήξει την εργατική τάξη πίσω του”. 

Ελάτε μαζί να οργανώσουμε αυτή τη δράση.


Διαβάστε επίσης