Μετά από μια μάχη με τον καρκίνο κατά την οποία πάλεψε για τρία χρόνια, αλλά εν τέλει έχασε, ο ηθοποιός Τάκης Σπυριδάκης έφυγε από τη ζωή το πρωί του Σαββάτου 14/9, στα 61 του χρόνια.
Υιοθετώντας πλήρως το στυλ του αμπέχονου απέναντι στο συστημικό του κουστουμιού (με η χωρίς γραβάτα) και υπηρετώντας όλη του τη ζωή (σε πείσμα των καιρών) εκείνους τους κανόνες «αριστείας» που έβαζε ο ίδιος, απέναντι στους υποκριτικούς που στις μέρες μας εμφανίζονται ως τέτοιοι, ο Τάκης Σπυριδάκης ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος με άποψη για τα πράγματα και συνεισφορά στα εγχώρια καλλιτεχνικά δρώμενα.
Αγαπούσε τις δυο του κόρες και την Αίγινα από την οποία καταγόταν, τη γιαγιά του, τον Πειραιά, τους φίλους, τη θάλασσα, τη ζωή και την τέχνη του. Τις μικρές καθημερινές συνήθειες του, να πίνει, να καπνίζει, να συζητά και να διαβάζει εφημερίδα. Το καφέ «Ole» στην πλατεία (που ως τέτοιο έχει κλείσει), την κλασική Παν-Ιωνιακή μπάρα «Επιτόκιο», καθώς και το τελευταίο του στέκι «Classique».
Αν και όλοι θα ορκίζονταν λόγω στυλ, πως ο Σπυριδάκης ήταν ροκάς, ο ίδιος λάτρευε με πάθος τη μουσική “τζαζ”. Άκουγε βέβαια όλα τα είδη μουσικής που του άρεσαν, άλλα όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος «όπου και να ταξιδέψει μουσικά το μυαλό μου, στην “τζαζ” θα γυρίσει».
Απόφοιτος ηθοποιός από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ο Τάκης Σπυριδάκης σημάδεψε με την παρουσία και το έργο του την καλλιτεχνική του πορεία, χωρίς περιττές κραυγές και ελιτισμούς. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά όχι χαμηλού προφίλ, ακολούθησε πιστά μέχρι τέλους τη δική του πυξίδα.
Προσωπική πινελιά
Τελειομανής σε ότι αφορά την δουλειά του, είτε ως ηθοποιού, είτε ως δημιουργού, ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν της άποψης «η τρέλα για την τρέλα», υποστηρίζοντας πως όλο αυτό που έχεις να πεις κάθε φορά, πρέπει αφ’ ενός κάπου να «πατάει» κι αφ’ ετέρου να «κραυγάζεις» για να μπορέσει ν’ ακουστεί. Κι αυτό έβγαινε σε κάθε του δουλειά. Ιδίως τις κινηματογραφικές που τόσο αγαπούσε. Γιατί σε όλες ήταν ο Σπυριδάκης. Ανεξαρτήτως ρόλου. Ακόμα και στις διαφημίσεις. Κατάφερνε να υποδύεται το ρόλο που κάθε φορά έπρεπε σωστά, πάντα όμως με την προσωπική του πινελιά μέσα σ’ αυτόν. «Ανδρέας» στη «Γλυκιά Συμμορία», «Μπαλούρδος» στη «Λούφα και Παραλλαγή», «Πρόεδρος» σε σειρά διαφημίσεων, «Σταύρος» στον «Άγριο Σπόρο».
Ακόμα και σε μη πρωταγωνιστικούς ρόλους σε κινηματογράφο και τηλεόραση, η παρουσία του ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη. Γεγονός που αποδεικνύεται και από το πόσο αγαπητός είχε γίνει ήδη από το ξεκίνημα της καριέρας του με τη συμμετοχή του στη «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαΐδη το 1983. Ρόλο για τον οποίο τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Με την ταινία να βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες τη δεκαετία της «Αλλαγής», η «Γλυκιά Συμμορία» με καινούργια ματιά, διαχρονικά από τότε, μεγαλώνει «γερά παιδιά» -σύμφωνα με διαφημιστικό spot της εποχής- με ισχυρά αντισώματα απέναντι στις μαλακίες της κυρίαρχης ιδεολογίας που μας βομβάρδιζε και συνεχίζει να μας βομβαρδίζει.
Κι αυτό γιατί σε μια εποχή αναζητήσεων μιας κοινωνίας (και ιδίως της νεολαίας) που εξακολουθούσε να διεκδικεί και τότε απέναντι στις «υποσχετικές» της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού κέντρου και του αριστερού ρεαλισμού, η ταινία είχε καταφέρει να αναδείξει, τουλάχιστον τη γοητεία και τον ρομαντισμό του να μην είναι κανείς συστημικός. Με τον ίδιο να αρνείται να εξαργυρώσει την επιτυχία της, μη αποδεχόμενος πλουσιοπάροχες προτάσεις που του έγιναν, στην ουσία για τον ίδιο ρόλο σε γελοίες όμως εκδοχές του. Ως κινηματογραφικό έργο δε, μαζί με κάποια άλλα, είχε δώσει ελπίδες πως κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο στην εξέλιξη της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Η έλευση όμως τελικά του βίντεο και αργότερα της ιδιωτικής τηλεόρασης, είχε άλλη γνώμη…
Η δεύτερη συμμετοχή του ήταν στη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη (1984). Στη συνέχεια ακολούθησε η «Πρωϊνή Περίπολος» του Νίκου Νικολαΐδη (1986), ο «Προστάτης Οικογενείας» του Νίκου Περάκη (1997), το «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1997), το «Μαύρο Γάλα» του Νίκου Τριανταφυλλίδη (1999), το «Κανείς Δεν Χάνει Σε Όλα» του Διονύση Γρηγοράτου (2000), τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη (2000), το «Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2002), το «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περάκη (2002), το «Ισοβίτες» του Θόδωρου Μαραγκού (2008), το «Τέσσερα Μαύρα Κοστούμια» του Ρένου Χαραλμπίδη (2009), η «Λιμουζίνα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2013) και το «The Republic» του Δημήτρη Τζέτζα (2015). Τελευταία του εμφάνιση ήταν στην βραβευμένη ταινία μικρού μήκους της Μυρσίνης Αριστείδου «Aria» (2017).
Το σκηνοθετικό του ταλέντο ξεδιπλώθηκε αρχικά με την ταινία μικρού μήκους «Vera Cruz» (1984) και αργότερα με την ταινία μεγάλου μήκους ο «Κήπος του Θεού» (1994) που τιμήθηκε με 7 κρατικά βραβεία ποιότητας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Στο θέατρο πρωταγωνιστούσε τα τελευταία 4 χρόνια στο έργο του Γιάννη Τσίρου, «Άγριος Σπόρος», στη σκηνή του «Επί Κολωνώ», σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, ενώ είχε ολοκληρώσει και την συγγραφή του σεναρίου της επόμενης ταινίας του.