Ιστορία
24 Οκτώβρη 1929 - Το μεγάλο Κραχ

Ουρές ανέργων για μια δωρεάν κούπα καφέ

Στις 24 Οκτώβρη του 1929 το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης γνώριζε τη «Μαύρη Πέμπτη» του. Μέσα σε λίγες ώρες, οι μετοχές είχαν κατρακυλήσει σε τέτοιο βαθμό που προκαλούσε πανικό. Ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέηθ, ο γνωστός οικονομολόγος, περιγράφει τις σκηνές:

«Στις 11 η ώρα το χρηματιστήριο είχε εκφυλιστεί σε ένα άγριο, τρελό συνωστισμό για ξεπούλημα. Στις 11 και μισή είχε παραδοθεί στον τυφλό, αμείλικτο φόβο... Έξω από το Χρηματιστήριο ακούγονταν απόκοσμες φωνές... Η μια φήμη μετά την άλλη σάρωνε την Γουόλ Στριτ και τα παραρτήματα των χρηματιστηριακών εταιρειών. Τώρα οι μετοχές πουλιούνταν σχεδόν δωρεάν. Εξελισσόταν ένα κύμα αυτοκτονιών... Έντεκα γνωστοί κερδοσκόποι είχαν κιόλας αυτοκτονήσει...»

Η πτώση στις τιμές των μετοχών ήταν της τάξης του 11%. Όμως, στο τέλος της ημέρας οι μεγάλοι τραπεζίτες υποτίθεται είχαν θέσει την κατάσταση από έλεγχο. Αγόρασαν μεγάλα πακέτα μετοχών εταιρειών όπως η US Steel (χάλυβας). Η ίδια μέθοδος είχε σταματήσει τον Πανικό του 1907 στο Χρηματιστήριο. Όμως, μετά το διάλειμμα του σαββατοκύριακου, ήρθε η «Μαύρη Δευτέρα». Οι μετοχές κατρακύλησαν ακόμα 13%. Η δυναστεία Ροκφέλερ ρίχτηκε στη μάχη με μαζικές αγορές μετοχών. Το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Τη «Μαύρη Πέμπτη» και τη «Μαύρη Δευτέρα» 45 δις δολάρια έγιναν καπνός. 

Το κραχ προκάλεσε κρίση. Μέσα στον επόμενο χρόνο η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 20% και η ανεργία εκτοξεύτηκε. Οι καπιταλιστές ανησυχούσαν μεν, αλλά δεν έχαναν την ψυχραιμία τους. Η κρίση θα έκανε το κύκλο της και οι καλές μέρες θα ξανάρχονταν. Αυτό είχε γίνει κάμποσες φορές στο παρελθόν: το 1893-94, το 1907, το 1920-21. Όπως διαβεβαίωνε το κοινό ο Χέρμπερτ Χούβερ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ: «η ανάκαμψη είναι μετά την γωνία». Όμως, η ανάκαμψη δεν ήρθε το 1930, όπως δεν ήρθε το 1931, ούτε το 1932. 

Σημάδια

Στην πραγματικότητα, τα σημάδια για τη θύελλα που θα ξέσπαγε εκείνο τον Οκτώβρη έρχονταν από καιρό, και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η αμερικάνικη οικονομία έφτασε στα πρόθυρα της ύφεσης το 1927, αλλά αυτό έμοιαζε με ένα σκοτεινό σύννεφο που εξαφανίστηκε την επόμενη χρονιά. Αλλά πλέον την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1929 τα σκοτεινά σύννεφα πύκνωναν ξανά. Το ίδιο γινόταν και στην Ευρώπη. Η οικονομία της Γερμανίας είχε ήδη μπει σε ύφεση ακόμα και πριν το Κραχ στη Νέα Υόρκη. Και η συνέχεια ήταν ένα παγκόσμιο ντόμινο. 

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ είχαν το μισό της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και ταυτόχρονα είχαν γίνει ο «τραπεζίτης της Ευρώπης». Γι’ αυτό η κρίση δεν μπορούσε να περιοριστεί στα σύνορά τους. Τα αμερικάνικα κεφάλαια άρχισαν να φεύγουν από την Γερμανία, κάνοντας ακόμα πιο βαθιά την κρίση εκεί. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Αυστρίας, η Creditanstalt, χρεοκόπησε το 1931, η Βρετανία χτυπήθηκε από την απόσυρση ξένων κεφαλαίων από τις τράπεζές της, και αποχώρησε από το «κανόνα του χρυσού». Η εξέλιξη αυτή με την σειρά της προξένησε ιδιαιτέρως υπερβολικούς φόβους στις ΗΠΑ. Η Κεντρική Τράπεζα ανέβασε τα επιτόκια, σημειώθηκε μια «θεαματική αύξηση των τραπεζικών χρεοκοπιών» ενώ η βιομηχανική παραγωγή βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ.

Το 1932 το 1/3 του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ και τη Γερμανία και το 1/5 στην Βρετανία ήταν άνεργο. Αυτοί που είχαν πληγεί από την κρίση και την ανεργία δεν ήταν μόνο χειρώνακτες εργάτες, όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες κρίσεις, αλλά και «χαρτογιακάδες» υπάλληλοι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κομμάτι της μεσαίας τάξης. Στις ΗΠΑ χρεοκόπησαν εκατοντάδες μικρές τράπεζες και στην Ευρώπη έγιναν μερικές θεαματικές καταρρεύσεις γιγάντιων τραπεζών εκμηδενίζοντας τις αποταμιεύσεις του κόσμου και εντείνοντας την γενικότερη αίσθηση καταστροφής. Η κρίση, μιας και χτύπησε όλες τις βιομηχανικές χώρες ταυτόχρονα, κατέστρεψε την ζήτηση για την παραγωγή των αγροτικών χωρών. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων κατέρρευσαν δημιουργώντας θάλασσες δυστυχίας. Καμιά περιοχή της υφηλίου δεν απέφυγε μια μείωση της παραγωγής και το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε στο 1/3 του επιπέδου που είχε φθάσει το 1929.


Καπιταλισμός και κρίση

Το ξέσπασμα της κρίσης φαινόταν κάτι το αδιανόητο. Τα προηγούμενα χρόνια έχουν ονομαστεί roaring twenties: ευημερία, νέα καταναλωτικά αγαθά, νέοι τρόποι μαζικής διασκέδασης. Το ραδιόφωνο, το σινεμά έμπαιναν στην καθημερινότητα ακόμα και το αυτοκίνητο δεν ήταν πια ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για ένα βιομηχανικό εργάτη (στις ΗΠΑ τουλάχιστον). 

Εν τω μεταξύ οι κρουνοί του δανεισμού είχαν ανοίξει από τις τράπεζες και μαζί με αυτούς οι κάθε λογής κερδοσκοπικές ευκαιρίες. Από τα κόλπα με τις μετοχές στο Χρηματιστήριο μέχρι την κερδοσκοπία με τη γη και τα ακίνητα. Η Νέα Υόρκη πρωτοπορούσε και σε αυτό το τομέα. Τον Σεπτέμβρη του 1928 μπήκαν τα θεμέλια για το Κράισλερ Μπίλντινγκ -της γνωστής αυτοκινητοβιομηχανίας  που προοριζόταν να γίνει το υψηλότερο κτίριο στον κόσμο. Τη δόξα την έκλεψε τελικά το Εμπάηαρ Στέητ Μπίλντιγκ που ξεκίνησε να χτίζεται στις αρχές Οκτώβρη του 1929. Όταν τελικά «άνοιξε» το 1931 το κτίριο ονομαζόταν πλέον περιπαικτικά Empty State Building (Λογοπαίγνιο με τις λέξεις Empire –αυτοκρατορία- και Empty –άδειο).

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γίνονταν της μόδας θεωρίες για έναν καπιταλισμό απαλλαγμένο από κρίσεις. Όχι μόνο στους κύκλους των οικονομολόγων αλλά και στη ρεφορμιστική αριστερά: ο σοσιαλδημοκράτης Ρ. Χίλφερντιγκ ισχυριζόταν ότι πλέον το σύστημα είναι «οργανωμένος καπιταλισμός» απαλλαγμένος από την αναρχία της αγοράς και την τάση προς την κρίση. Αυτές οι αναλύσεις κατέρρευσαν μαζί με τις μετοχές στο Κραχ του 1929. Και οι εξηγήσεις που δόθηκαν στη συνέχεια από διάφορους οικονομολόγους ήταν ανεπαρκείς. 

Ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του Καπιταλισμός Ζόμπι, τις περιγράφει και τις αντιπαραθέτει στη μαρξιστική ερμηνεία της κρίσης. Στη βάση της βρίσκεται ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους του Μαρξ. Οι καπιταλιστές δεν επενδύουν επειδή παίρνουν τα «σήματα της αγοράς» για να καλύψουν ανάγκες. Επενδύουν με μοναδικό κριτήριο το κέρδος. Και από ένα σημείο και μετά το αναμενόμενο κέρδος δεν δικαιολογεί το ύψος της επένδυσης που επιβάλλει ο ανταγωνισμός με τους άλλους καπιταλιστές. Το ποσοστά κέρδους πέφτουν. Ο Χάρμαν εξηγεί πως αυτή η πτώση οδήγησε στην κρίση:

 «Ανάμεσα στη δεκαετία του 1880 και την δεκαετία του 1920 τα ποσοστά κέρδους στις ΗΠΑ είχαν μια πτώση περίπου 40%, στη Βρετανία βρίσκονταν σε κάμψη ήδη πριν το 1914, και τα αντίστοιχα ποσοστά της Γερμανίας είχαν αποτύχει να επιστρέψουν στο προπολεμικό, ‘κανονικό’, επίπεδό τους. Αυτές τις πτωτικές τάσεις μπορούμε να τις συνδέσουμε με μακροχρόνιες αυξήσεις στην αναλογία επένδυσης και απασχολούμενου εργατικού δυναμικού (την «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου») που στην περίπτωση των ΗΠΑ ήταν της τάξης του 20% περίπου. Η αμερικάνικη κερδοφορία μπόρεσε να πετύχει μια μικρή ανάκαμψη στη δεκαετία του ’20, εξαιτίας της αύξησης στο ποσοστό εκμετάλλευσης. 

Ανταγωνιστικές πιέσεις

Όμως, εκείνη η αύξηση δεν αρκούσε για να πυροδοτήσει παραγωγικές επενδύσεις της κλίμακας που ήταν αναγκαία για την απορρόφηση της υπεραξίας που είχε παραχθεί σε προηγούμενους κύκλους παραγωγής και εκμετάλλευσης. Οι εταιρείες συνθλίβονταν ανάμεσα στις ανταγωνιστικές πιέσεις να αναλάβουν επενδύσεις σε νέα τεράστια συμπλέγματα κτιριακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού (το εργοστάσιο της Ford στο River Rouge, που η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1928, ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο) και το φόβο ότι αυτός ο νέος εξοπλισμός δεν θα είναι κερδοφόρος. Κάποιοι έπαιρναν αυτό το ρίσκο, όμως πολλοί δεν το πήραν. Τούτο σήμαινε ότι οι εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία προς το τέλος του ‘μπουμ’ αναγκαστικά παρήγαγαν σε μια κλίμακα υπερβολικά μεγάλη για τα δεδομένα της αγοράς, πλημμυρίζοντάς την με προϊόντα τα οποία υπονόμευαν τις τιμές και τα κέρδη των παλιών εγκαταστάσεων. Οι νέες επενδύσεις σταμάτησαν, οδηγώντας σε πτώση της απασχόλησης και της κατανάλωσης που χειροτέρευσε την κρίση».

 Ο Χάρμαν δίνει απάντηση και σε ένα άλλο ερώτημα: «Για ποιο λόγο οι αυτόματοι μηχανισμοί της αγοράς που στο παρελθόν πάντοτε οδηγούσαν εν τέλει στο βγάλσιμο της οικονομίας από την κρίση, αυτή την φορά δεν μπορούσαν να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα; Τρία χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, η βιομηχανική παραγωγή στις ΗΠΑ, την Γερμανία και την Βρετανία συνέχιζε να πέφτει. Για την εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν αρκεί μόνο ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη και την άλλη μακρόχρονη τάση  που εντόπιζε ο Μαρξ στην ανάλυσή του, αυτή της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου όσο γερνάει το σύστημα». 

Χρεοκοπίες έγιναν, αλλά κυρίως μικρών τραπεζών ή μικρών επιχειρήσεων -και οι αγρότες χτυπήθηκαν ιδιαίτερα άγρια από τα βουνά των χρεών που είχαν στις τράπεζες. Όμως, οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις που κυριαρχούσαν σε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας μπορούσαν να αποφύγουν αυτή τη κατάληξη, βάζοντας τα εργοστάσιά τους να υπολειτουργούν και τσακίζοντας ακόμα περισσότερο μισθούς και δικαιώματα. Όμως, αυτές οι μέθοδοι απλά παρατείνανε την κρίση.


Η “Ορχήστρα της κατάληψης” στο εργοστάσιο της General Motors στο Φλιντ

 

Η εργατική απάντηση

Υποτίθεται ότι η έξοδος από την κρίση ήρθε με την εκλογή του Ρούζβελτ στην προεδρία. Εκλέχτηκε τον Νοέμβρη του 1932 και ορκίστηκε τον Μάρτη του 1933. Εφάρμοσε τις πολιτικές του Νιου Ντιλ -το προεκλογικό του σύνθημα- το οποίο υποτίθεται με βάση τις ιδέες του Κέϋνς έφερε ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» ανάμεσα στην εργασία και το «παραγωγικό» κεφάλαιο με τις ευλογίες ενός κράτους πρόνοιας. Όμως, πρόκειται για μια εξιδανικευμένη εικόνα. Το Νιου Ντιλ ούτε τόσο «ριζοσπαστικό» ήταν ούτε έβγαλε τον αμερικάνικο καπιταλισμό από την κρίση. Από το καλοκαίρι του 1937 η αμερικάνικη οικονομία έκανε μια νέα βουτιά πάλι με παγκόσμιο αντίκτυπο. 

Η πραγματική ιστορία της δεκαετίας του ’30 και στις ΗΠΑ είναι η ιστορία της αντεπίθεσης της εργατικής τάξης και της αναγέννησης των συνδικάτων και της Αριστεράς. Τον Απρίλη του '33 εξεγείρονται οι εκπαιδευτικοί του Σικάγο, εισβάλλοντας σε τράπεζες και βομβαρδίζοντας τους μπάτσους ακόμη και με βαριούς τόμους σχολικών βιβλίων. Οι κλωστοϋφαντουργοί κατεβαίνουν σε μια μεγάλη, πανεθνική απεργία ενθαρρυμένοι κι από ένα νόμο του Ρούζβελτ που άφηνε ένα «παραθυράκι» για την αναγνώριση των συνδικάτων σε ανοργάνωτους, μέχρι τότε, κλάδους. Το συνδικάτο ήταν πολύ αδύναμο, αλλά 400 χιλιάδες εργάτριες και εργάτες ανταποκρίνονται στο κάλεσμα για απεργία. Η καρδιά της χτύπαγε στο Νότο, που μαύροι και λευκοί εργάτες παλεύουν μαζί. Η απεργία τσακίστηκε. Αλλά αυτή η ήττα δεν έκοψε τη φόρα. Το 1934 θα γινόταν η χρονιά της μεγάλης αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος.

Τρεις κρίσιμες αναμετρήσεις, της Auto-Lite (εργοστάσιο ανταλλακτικών) στο Τολέδο, των φορτηγατζήδων Τίμστερς στη Μινεάπολις και των λιμενεργατών στο Σαν Φρανσίσκο θα λήξουν, όχι μόνο με επιμέρους νίκες, αλλά και με ένα συνολικότερο μήνυμα προς όλη την εργατική τάξη: “Οργανωθείτε”. Και οι τρεις αυτές μάχες είχαν στην ηγεσία τους αγωνιστές της Αριστεράς: μέλη μια ριζοσπαστικής οργάνωσης στην πρώτη περίπτωση, τροτσκιστές στη δεύτερη και μέλη του ΚΚ ΗΠΑ στην τρίτη. 

Όπως γράφει ο John Newsinger, στο βιβλίο του Αντεπίθεση: «ήταν τρεις απεργίες που απέκτησαν διαστάσεις εξέγερσης και άλλαξαν εντελώς το στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς της αμερικάνικης εργατικής τάξης. Και στις τρεις απεργίες την ηγεσία της είχαν ριζοσπάστες και επαναστάτες, ενώ και οι τρεις απεργίες αψήφησαν την ηγεσία της AFL, αναμετρήθηκαν με το κράτος και διεξήχθησαν με άγρια αποφασιστικότητα”

Το 1935, στο Ντιτρόιτ οργανώνεται μποϊκοτάζ στα χασάπικα ενάντια στην ακρίβεια με χιλιάδες γυναίκες τον Ιούνη να βγαίνουν στους δρόμους, να αναποδογυρίζουν φορτηγά και να κάνουν εισβολές σε αποθήκες. Η “κοινή γνώμη” βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από τη λογική της “ελεύθερης αγοράς”. Το 74% ζητάει υγειονομική κάλυψη για τους φτωχούς. 77% να δοθούν δουλειές στους ανέργους.

Γαλλικό παράδειγμα

Το '36 ο Ρούσβελτ άρχισε να φοβάται το γαλλικό παράδειγμα των καταλήψεων στα εργοστάσια. Ο ίδιος έλεγε αργότερα για να δικαιολογήσει τα νέα κοινωνικά μέτρα που πήρε: “Αν πήγαιναν έτσι τα πράγματα, τότε τον περασμένο Απρίλη θα είχαμε στα χέρια μας μια χώρα σαν κι αυτή που βρήκε ο Μπλουμ όταν εκλέχθηκε. Για 25-30 χρόνια οι Γάλλοι δεν είχαν κάνει ούτε ένα βήμα στην κοινωνική νομοθεσία. Ο Μπλουμ το ξεκίνησε και βρέθηκε στη μέση μιας απεργίας την πρώτη κιόλας βδομάδα που εκλέχτηκε”. Ο Ρούσβελτ δεν γλίτωσε ούτε από τον γαλλικό «κίνδυνο». Το 1937 εξελίχθηκε το μεγαλύτερο κύμα απεργιών στα εργοστάσια και καταλήψεων στους χώρους δουλειάς. 

Στις 30 Δεκέμβρη του 1936 ξεκίνησε η μεγάλη απεργία της General Motors. Το UAW -το νέο συνδικάτο της αυτοκινητοβιομηχανίας- προσπάθησε να οργανώσει τα εργοστάσια της εταιρείας στο Φλιντ, στο Μίσιγκαν. Στις 30 Δεκέμβρη ξεκίνησε η απεργία. Και αυτή τη φορά οι εργάτες είχαν αξιοποιήσει την πείρα προηγούμενων μαχών, που η αστυνομία και οι μπράβοι των αφεντικών έσφαζαν απεργούς στο πεζοδρόμιο. Αυτή τη φορά κατέλαβαν τα εργοστάσια και οργάνωσαν δημοκρατικά τον αγώνα τους και την συμπαράσταση σε αυτόν. Ο Τσάρλι Τσάπλιν τους δώρισε το νέο του φιλμ «Μοντέρνοι Καιροί» -και οι απεργοί το πρόβαλλαν στα κατειλημμένα εργοστάσια.

Στις 11 Φλεβάρη η General Motors με όλα τα εργοστάσιά της στο Ντιτρόιτ, το Φλιντ και άλλου παραλυμένα από την απεργία, οι 140.000 από τις 150.000 προσωπικό συμμετείχε, υποχώρησε και αναγνώρισε το UAW. Ήταν μια μεγάλη νίκη, που πυροδότησε ένα τεράστιο κίνημα απεργιών και καταλήψεων σε όλες τις ΗΠΑ. Ένα τραγουδάκι των απεργών στο Φλιντ, το «Sit down! Sit down!» (κάνε κατάληψη! Κάνε κατάληψη!) έγινε της μόδας καθώς σε αυτή την πρακτική προχωρούσαν από εργάτες σε βαριά βιομηχανίες μέχρι γκαρσόνια σε κυριλέ ρεστοράν και παιδάκια σε σινεμά που έκοβαν το παιδικό πρόγραμμα! Η πιο «χτυπημένη» εργατική τάξη στη πιο βαθιά κρίση του καπιταλισμού είχε τη ζωτικότητα και το δυναμισμό να βγει στη μάχη και να κερδίζει κατακτήσεις. 

Δεν ήταν μόνο οι οικονομικές μάχες -οι αγωνιστές του ΚΚ και όλης της αριστεράς έδωσαν μάχη ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στο φασισμό, υπέρ των Δημοκρατικών στην Ισπανία για παράδειγμα. Η εφημερίδα του ΚΚ ήταν η μόνη που ξεκίνησε μια μεγάλη καμπάνια ενάντια στο ρατσιστικό διαχωρισμό των πρωταθλημάτων του μπέηζμπολ σε «λευκά» και «έγχρωμα». 

Όμως, η  στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν μπορούσε να οδηγήσει το κίνημα στην νίκη. Την στιγμή των μεγαλύτερων αγώνων ενάντια στους καπιταλιστές, το κόμμα διακήρυττε ότι ο αγώνας δεν μπορεί να είναι αντικαπιταλιστικός. Έδεσε το κίνημα στην ουρά του Ρούζβελτ. 

Σήμερα, η Αριστερά πρέπει να αξιοποιήσει εκείνη την εμπειρία. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008/9 οι άρχουσες τάξεις ανακαλύπτουν ότι όλες ο συνταγές τους δεν μπορούν να αποτρέψουν μια νέα «βουτιά» της οικονομίας. Και από όλες τις γωνιές του κόσμου έρχονται τα μηνύματα της εξέγερσης μιας τάξης που παλεύει. Η Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του ’30 είναι γεμάτη με μαθήματα για το πως η Αριστερά μπορεί να μπει μπροστά σε νικηφόρες μάχες των εργατών αλλά και για την και για την στρατηγική που χρειαζόμαστε για να έχουν αυτές οι νίκες συνέχεια και την δικαίωση που τους αξίζει: την ανατροπή του καπιταλισμού.