Οικονομία και πολιτική
Κύπρος: Τι φέρνει η συνάντηση Αναστασιάδη-Ακιντζί στο Βερολίνο;

«Ο λαός της Κύπρου αξίζει να γνωρίζει ότι αυτή η φορά είναι διαφορετική» αναφέρει στην έκθεσή του ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Γκουτέρες για τη συνάντηση που θα έχει με τους Αναστασιάδη και Ακιντζί στο Βερολίνο στις 25 Νοεμβρίου. Κανένας όμως δεν ερμήνευσε αυτή την αναφορά σαν μήνυμα αισιοδοξίας. Αντίθετα όλοι θεώρησαν πως είναι προειδοποίηση για τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν αν δεν καταλήξει σε κάτι θετικό η συνάντηση. 

Ελάχιστοι βέβαια πιστεύουν ότι μπορεί να βγει κάτι θετικό από αυτή τη συνάντηση. Το πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί την τελευταία περίοδο αλλά και οι δηλώσεις του Αναστασιάδη δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η δήλωσή του στον Ταλάτ ότι: «άδικα πάμε στο Βερολίνο, δεν θα γίνει τίποτα και θα μας μείνουν τα έξοδα», είναι πολύ χαρακτηριστική. 

Όλα αυτά γίνονται την ίδια στιγμή που στη θάλασσα γύρω από την Κύπρο συνωστίζονται πλωτές εξέδρες και πολεμικά πλοία, τουρκικά, γαλλικά, αμερικάνικα, ρώσικα και άλλα. Γίνονται την ίδια στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετέχει σε μεγάλη άσκηση με την Ελλάδα και την Αίγυπτο, ενώ πριν λίγο καιρό συμμετείχε σε κοινή άσκηση με το Ισραήλ. Την ίδια στιγμή Αναστασιάδης και Μητσοτάκης εξαγγέλλουν νέα εξοπλιστικά προγράμματα.

Τα ίδια βέβαια κάνει και ο Ερντογάν. Ο Ακιντζί φαίνεται να ακολουθεί μια πιο ήπια ρητορική και αναφέρεται στις παλιές συγκλίσεις, ενώ οι δηλώσεις του για την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία εξόργισαν τον Ερντογάν. Παρόλα αυτά ο Αναστασιάδης επιμένει να τον ταυτίζει με τον Ερντογάν και να παίζει το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών για την πιθανή αποτυχία της συνάντησης. Δεν είναι μόνο οι τελευταίες δηλώσεις του που προετοιμάζουν το κλίμα αλλά και η όλη στάση του τα τελευταία χρόνια: 

Ανταγωνισμοί

Έχει πετάξει στα σκουπίδια τη πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων και την εκ περιτροπής προεδρία που είχαν συμφωνήσει οι Χριστόφιας – Ταλάτ, όπως και την αποτελεσματική συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στην άσκηση της εξουσίας. Σε αυτό το θέμα υπήρξε σύγκλιση ότι θα χρειάζεται η θετική ψήφος ενός τουλάχιστο τουρκοκύπριου υπουργού στις αποφάσεις για τα σημαντικά θέματα. Ο Αναστασιάδης δηλώνει ότι αποδέχεται αυτό τον όρο μόνο για θέματα που αφορούν τους τουρκοκύπριους. Και για να μην αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας τι εννοεί, δηλώνει ότι για παράδειγμα οι αποφάσεις για τους υδρογονάνθρακες δεν αφορούν τους τουρκοκύπριους.

Κάποιοι πιστεύουν ότι όλα αυτά αποτελούν μια στροφή του Αναστασιάδη που υπήρξε ηγέτης του “ναι” στο σχέδιο Ανάν το 2004. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. 

Το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι το “ναι” του Αναστασιάδη, στο σχέδιο Ανάν το 2004, δεν έχει να κάνει τίποτα, ούτε με φιλειρηνική διάθεση, ούτε με καμιά επιθυμία για επαναπροσέγγιση με τους τουρκοκύπριους. Ηταν ένα υστερόβουλο “ναι”, σε ένα σχέδιο που κατ αρχήν έδινε πίσω στους ε/κ πολλά από τα χαμένα του πολέμου του ’74 και άφηνε πολλά περιθώρια για να ξαναμπορέσουν να επιβάλουν μέσα από την οικονομική και πολιτική υπεροχή που είχαν, την κυριαρχία τους στους τουρκοκύπριους. Βέβαια πολύς κόσμος ψήφισε ναι τότε, γιατί είχε αυταπάτες ότι μπορούσε αυτό να οδηγήσει σε επανένωση και ειρήνη στο νησί. Από τη άλλη πολύς κόσμος ψήφισε αρνητικά όχι από εθνικισμό, αλλά γιατί φοβόταν ότι θα οδηγούσε σε νέες συγκρούσεις και πολέμους αφού έμεναν πολλές ασάφειες και κενά και οι πολιτικές που εφαρμόζονταν ήταν οι ίδιες με το παρελθόν.

Το δεύτερο και πιο σημαντικό που πρέπει να πούμε είναι ότι η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, στην ολότητά της, παρά τις όποιες διαφωνίες τακτικής και αν έχουν, ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι θα μοιραστούν την εξουσία και τους πόρους του νησιού με τους τουρκοκύπριους. Κάθε συμφωνία που έκαναν την αντιμετώπιζαν σαν ένα ενδιάμεσο στάδιο μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να φτάσουν στον τελικό τους στόχο που ήταν πάντα η κυριαρχία τους στο νησί και η περιθωριοποίηση και εξόντωση των τουρκοκυπρίων αντιπάλων τους.

Αυτό ήταν μια πολιτική που ακολούθησε με συνέπεια η ελληνοκυπριακή ελίτ. Το ότι υπήρχαν παρόμοιες πολιτικές και στην άλλη πλευρά από την τούρκικη και τουρκοκυπριακή ελίτ δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά. 

Ο πρώτος διδάξας ήταν ο Μακάριος ο οποίος ποτέ δεν αποδέχτηκε το συνεταιρικό κράτος της Ζυρίχης και ποτέ δεν δέχτηκε να μοιραστεί την εξουσία με τους τουρκοκύπριους και να εφαρμόσει αυτά που ο ίδιος είχε υπογράψει..

Αλλαγές συσχετισμών

Μετά την ήττα του ’74 η ελληνοκυπριακή αστική τάξη κάνει αυτό που ονομάζει οδυνηρό συμβιβασμό και δέχεται την Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία σαν μορφή κρατικής οντότητας για το νέο συνεταιρικό κράτος που θα προκύψει μετά την υπογραφή συμφωνίας. Από πολύ νωρίς όμως αρχίζει να σκέφτεται πώς θα το χρησιμοποιήσει και πάλι σαν ενδιάμεσο σταθμό για να επιβάλει ξανά την κυριαρχία της στους τουρκοκύπριους. 

Πατώντας πάνω στο φτηνό εργατικό δυναμικό που αποτελούσαν οι πρόσφυγες, και την καταστροφή του Λιβάνου, κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο μετά τον πόλεμο του 74, να κτίσει εκείνο που ονομάστηκε οικονομικό θαύμα. Παράλληλα σαν ο διαχειριστής της Κυπριακής Δημοκρατίας όλα αυτά τα χρόνια έχει διεθνή ερείσματα και συμμαχίες που της επιτρέπουν να κάνει αυτούς τους σχεδιασμούς. 

 Τέτοια όνειρα όμως μπορούσαν να κάνουν όσο η ελληνοκυπριακή αστική τάξη έχει σαφή οικονομική υπεροχή απέναντι στους τουρκοκύπριους. Μέχρι το 2004 αυτό ήταν δεδομένο. Το οικονομικό θαύμα έφερε τεράστια ανάπτυξη και πλούτο. Αντίθετα η κατάσταση στο βορρά ελάχιστα είχε αλλάξει. Τα εμπάργκο και οι αποκλεισμοί είχαν λειτουργήσει αρκετά αποτελεσματικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. 

Σήμερα βέβαια τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Το οικονομικό θαύμα όχι μόνο έσβησε αλλά η κρίση του 2013 και τα μνημόνια οδήγησαν την οικονομία στο χείλος της καταστροφής και φτωχοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους. Αντίθετα το ναι των τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα άνοιξε προοπτικές για οικονομική ανάπτυξη αλλά και για διεθνείς πολιτικές σχέσεις της ΤΔΒΚ. Η  οικονομική και πολιτική υπεροχή των ελληνοκυπρίων σχεδόν εκμηδενίστηκε.

Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ένας ακόμη παράγοντας που είναι η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων. Δεν ξέρουμε πόσο σημαντικά είναι τα κοιτάσματα, πόσο εκμεταλλεύσιμα κλπ αλλά είναι σίγουρο πως ο Αναστασιάδης δεν έχει καμιά όρεξη να τα μοιραστεί με τους τουρκοκύπριους. Προτιμά να διατηρήσει το σημερινό στάτους κβο και ας πάρουν την δική τους ΑΟΖ στο Βορρά όπως εξάλλου δήλωσε δημόσια.

Αυτή είναι η ουσία της σημερινής πολιτικής του Αναστασιάδη. Δεν αποτελεί καμιά στροφή. Αντίθετα είναι μια πολιτική ευθυγραμμισμένη με τις στοχεύσεις της κυρίαρχης πολιτικής που εφαρμόζει η αστική τάξη στην Κύπρο τα τελευταία 60 χρόνια. 

Δικοινοτικό κίνημα

Γι' αυτό και δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε εκκλήσεις προς τον Αναστασιάδη να δείξει θάρρος στις συνομιλίες και άλλα παρόμοια. Δεν είναι ενθάρρυνση που θέλουν οι δύο ηγέτες αλλά πίεση, με δράσεις από τα κάτω. Αυτό προσπαθεί να κάνει η δικοινοτική πλατφόρμα ειρήνης που καλεί στις 22 Νοεμβρίου σε συγκέντρωση έξω από το γραφείο του Ακιντζί στο βορρά και από εκεί πορεία στο γραφείο του Αναστασιάδη στο νότο.

Ούτε μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα οι διάφοροι διεθνείς παράγοντες που παίζουν στο κυπριακό. Αυτοί ενδιαφέρονται πάνω από όλα για τα δικά τους συμφέροντα και σχεδιασμούς που τις περισσότερες φορές είναι βουτηγμένα μέσα στο αίμα αθώων θυμάτων. Οι δε άξονες που στήνουν ο Αναστασιάδης και ο Μητσοτάκης με τους χασάπηδες της περιοχής, Νετανιάχου και Αλ Σίσι, μόνο περισσότερη ένταση και καταστροφή μπορούν να φέρουν.

Εκείνο που χρειαζόμαστε, είναι ένα δικοινοτικό κίνημα στηριγμένο στην αριστερά και τα συνδικάτα που να παλεύει για ειλικρινή επαναπροσέγγιση, αλληλεγγύη και συνεργασία των απλών ανθρώπων στις δυο πλευρές και στις γύρω χώρες. Έχουμε πολλά που μας ενώνουν: Η επιθυμία σε πολύ κόσμο και στις δυο πλευρές για επανένωση στη βάση της πολιτικής ισότητας, του αλληλοσεβασμού και της συνεργασίας, η αντίθεσή μας στον εθνικισμό και την αναβίωση της ακροδεξιάς και του φασισμού, η αντίθεσή μας στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων οι οποίοι όχι μόνο απειλούν το περιβάλλον αλλά και την ειρήνη στην περιοχή. Θα πρέπει να παλέψουμε μαζί για να μείνουν οριστικά και αμετάκλητα στον βυθό της θάλασσας.

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι που πρέπει να κοιτάμε σήμερα και όχι προς το Βερολίνο.