Αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα
Η δίκη της Χρυσής Αυγής: Ολοκληρώθηκαν οι αγορεύσεις της Πολιτικής Αγωγής

Αντώνης Αντανασιώτης (αριστερά) και Άγγελος Βρεττός (δεξιά)

Με τις αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής του ΠΑΜΕ Αντώνη Αντανασιώτη και Άγγελου Βρεττού ολοκλήρωσε η πολιτική αγωγή το τιτάνιο έργο της στις 12 και 13 Φλεβάρη (415η και 416η συνεδρίαση). 

Ο Α. Αντανασιώτης, που αγόρευσε στις 12 Φλεβάρη, τόνισε αρχικά ότι «η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς μια οργάνωση με ρατσιστικές θέσεις και ρητορεία», θυμίζοντας την δήλωση του Μιχαλολιάκου «δεν είμαστε Λεπέν, είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες». Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής παρατήρησε: «Ένας στενά ρατσιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης, θα εξηγούσε, για παράδειγμα, τη δολοφονική επίθεση στους Αιγύπτιους ψαράδες, τη δολοφονία Λουκμάν, τις εκατοντάδες άλλες επιθέσεις σε μετανάστες εργάτες που έχει διαπράξει η Χρυσή Αυγή, ωστόσο δεν θα μπορούσε να εξηγήσει τη δολοφονία Φύσσα, τη δολοφονική ενέδρα στους κομμουνιστές και συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και τόσες άλλες επιθέσεις σε βάρος Ελλήνων. Μόνο με τον υπαρκτό, βαθύτερο ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, μπορεί αυτές να εξηγηθούν ολοκληρωμένα». 

Συνέχισε παρουσιάζοντας τα κενά, τις παραλήψεις και τις αντιφάσεις της εισαγγελικής πρότασης. «Παρά την ψιθυριστή αγόρευσή της, έκαναν εκκωφαντικό κρότο», είπε χαρακτηριστικά, και συμπλήρωσε: «Πώς να μην αναθαρρήσουν και πάλι οι κατηγορούμενοι μετά την εισαγγελική πρόταση; Γιατί να μην επιτεθούν άγρια πριν μερικές μέρες στο δημοσιογράφο Τομά Ζακομπί, παρουσία του κατηγορούμενου Κασιδιάρη και την αστυνομία για άλλη μια φορά σε ρόλο θεατή του ξυλοδαρμού»;

Ο Α. Αντανασιώτης απάντησε στην λανθασμένη παραδοχή της εισαγγελέως για την ίδρυση της ΧΑ ως «όμιλου πολιτικού προβληματισμού» θυμίζοντας ότι ο αρχηγός της δεν ήταν… θεωρητικός. Ανέφερε την «ένταξή του στην ομάδα των βομβιστών, που το 1978 τοποθετούσαν βόμβες σε γραφεία αντίπαλων πολιτικών κομμάτων, όπως και σε κινηματογράφους».

Υπογράμμισε επιπλέον ότι η Εισαγγελέας αγνόησε ευθέως εμβληματικές υποθέσεις όπως η απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του Κουσουρή το 1998, όταν στην πρότασή της λέει «ενώ η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε και λειτούργησε ως συλλογική οντότητα από το έτος 1980, εν τούτοις δεν αποδείχθηκε οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα των μελών της εν λόγω πολιτικής οργάνωσης, ούτε και αποδόθηκε σε κάποια μέλη της ότι συμμετείχαν σε εγκληματικές κακουργηματικές πράξεις που συμβαίνουν το επίμαχο χρονικό διάστημα».

Μανδύας

Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής περιέγραψε εκτενώς την τακτική του διπλού λόγου της ΧΑ. Ο μανδύας του «πολιτικού κόμματος» πάνω στην εγκληματική οργάνωση είναι κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της Χρυσής Αυγής, ενώ το πραγματικό καταστατικό της οργάνωσης που υπάρχει από τη δεκαετία του ’80 και αποκαλύπτει τη ναζιστική ιδεολογία της και τον απόλυτο έλεγχο του Αρχηγού, επιχειρήθηκε μεθοδευμένα να κουκουλωθεί με την παρουσίαση του δήθεν «πρώτου και μόνου» καταστατικού του 2012.

«Το ίδιο, τέλος, ως τελευταίο παράδειγμα, συμβαίνει και με τη στάση των κατηγορουμένων στο δικαστήριο», συμπλήρωσε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής. Οι κατηγορούμενοι «ακολουθούν συνειδητά μέχρι τέλους το διπλό λόγο, τον παραπειστικό και διαστρεβλωτικό της αλήθειας, όπως ακριβώς τον χρησιμοποίησαν και στη διάρκεια της εγκληματικής δραστηριότητάς τους».

Ο Α. Αντανασιώτης συμπλήρωσε τα συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία με τις ιστορικές εμπειρίες για να εξηγήσει τη στρατηγική της Χρυσής Αυγής αλλά και τη στάση τους απέναντι στο σύστημα: «Αφού ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία στην Ιταλία και στη Γερμανία, με τη γνωστή απλόχερη στήριξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ο φασισμός και ο ναζισμός, προχώρησαν με τη σειρά τους σε μια πολύπλευρη στήριξη των συμφερόντων των καπιταλιστών, μέσα από το τσάκισμα του εργατικού κινήματος στις χώρες τους», τόνισε.

«Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο φασισμός και ο ναζισμός, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, συνδυάζουν την ύπαρξη και δράση μιας εγκληματικής-τρομοκρατικής οργάνωσης με ένοπλα τάγματα εφόδου, που έχει την ανοχή ή και τη στήριξη του κράτους, με την ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος-κόμματος. Έτσι, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα και η διφυής λειτουργία και δράση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, ως εγκληματικής οργάνωσης, με το μανδύα του πολιτικού κόμματος».

 Έκλεισε την αγόρευσή του με μια έκκληση προς την έδρα «να σεβαστείτε την αλήθεια, που κατάφερε να περάσει μέσα από χίλια μύρια κύματα και ‘συμπληγάδες πέτρες’, προκειμένου να αναδυθεί μέσα από τη δικαστική αίθουσα».

Ο Α. Βρεττός πήρε τον λόγο στις 13/2, συνοψίζοντας στην αγόρευσή του την πολύχρονη διαδικασία της δίκης, τα συμπεράσματα αλλά και τα εύλογα ερωτήματα που προκύπτουν από την εισαγγελική πρόταση, «που φαντάζει ότι έχει γίνει από άνθρωπο που δεν ήταν πέντε χρόνια στην αίθουσα αυτή και δεν άκουσε και δεν αντιλήφθηκε την αποδεικτική διαδικασία, στον πυρήνα της υπόθεσης και στις επιμέρους κατηγορίες». Θύμισε στο δικαστήριο, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι επιθέσεις έχουν «ταυτότητα χαρακτηριστικών, στοχοποίηση ιδεολογικών και πολιτικών αντιπάλων […] ίδια πρόσωπα, πάντα επικεφαλής ένας βουλευτής […] όπλα, προπαρασκευή», ότι οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι τα τάγματα προκαλούσαν φόβο.

Η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου θα αποτελέσει, όπως υπογράμμισε, όπλο για το εργατικό κίνημα και «θα δικαιώνει τα θύματα, θα δίνει δύναμη και προοπτική, θα βάλει τη σφραγίδα της στην εξέλιξη της κοινωνίας, θα μπορούμε να κοιταζόμαστε στα μάτια και θα μπορούμε να πούμε ‘βοήθησα και εγώ σε αυτό’». Με αυτά τα λόγια έκλεισε ο πολυετής αγώνας των συνηγόρων πολιτικής αγωγής μέσα στο δικαστήριο. Ένας αγώνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε ένα δυνατό αντιφασιστικό κίνημα που τώρα συνεχίζει σε κάθε χώρο εργασίας, σχολή, σχολείο και γειτονιά τη μάχη για την καταδίκη των ναζί.