Εκπαίδευση και Νεολαία
Το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ είναι δίκαιο!

Καταρχάς, να πω ότι το αίτημα της καμπάνιας για την ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ και τα μέτρα στήριξης των οικογενειών που έχουν ή θα έχουν φοιτητές που σπουδάζουν εκτός του τόπου διαμονής είναι απόλυτα δίκαιο, θεμιτό και αξίζει να υποστηριχτεί με κάθε τρόπο.

Θα επανέλθω σε αυτό στη συνέχεια αφού, από την πλευρά μου, αναφερθώ στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα σχολεία στη διάρκεια της πανδημίας, στις ενέργειες της Πολιτείας και στα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών. Το ότι η κατάσταση αυτή που διαμορφώθηκε ήταν πρωτοφανής είναι αυτονόητο και δεν στέκομαι σε αυτό. Οι εκπαιδευτικοί των Παρεμβάσεων– και όχι μόνο– από την αρχή της συνθήκης αυτής, με το κλείσιμο των σχολείων, αντιληφθήκαμε και επισημάναμε την πολλαπλή διάσταση της κρίσης: ήταν μια κρίση υγειονομική, που αφορά το ζήτημα του κορονοϊού και συνδέεται με την καταβαράθρωση του συστήματος δημόσιας υγείας, την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πανδημίας, λόγω των χρόνιων πολιτικών που το υπονόμευαν· κρίση επίσης οικονομική, που σχετίζεται με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την αξιοποίησή της για το πέρασμα αντιδραστικών μέτρων (απολύσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, επιδόματα αντί μισθών, αντεργατικές ρυθμίσεις για το μέλλον κ.λπ.)· κρίση κοινωνική, που αφορά τη δυνατότητα να επιζήσουν οι εργαζόμενοι, άνεργοι και συνταξιούχοι, που δοκιμάζει τις πρακτικές της κοινωνικής αλληλεγγύης· ταυτόχρονα, από το κάδρο της περιόδου δεν μας διέφυγε ούτε η κατάσταση που υπάρχει στη χώρα με τους πρόσφυγες, τις συνθήκες στα camp αλλά και η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τότε στον Έβρο, όπως επίσης και η πολεμική απειλή.

Την ώρα λοιπόν που υπήρχαν αυτές οι συνθήκες, η κυβέρνηση είχε εξαπολύσει μια κολοσσιαία επικοινωνιακή καμπάνια με τα φιλικά ΜΜΕ περί «ατομικής ευθύνης» για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προκειμένου να κρύψει τις συνεχιζόμενες εγκληματικές πολιτικές που αποδόμησαν το δημόσιο σύστημα υγείας. Για αυτό εμείς τα καθήκοντα που θέσαμε για το εκπαιδευτικό κίνημα ήταν η συμβολή μας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασθένειας και στην αποτροπή της εξάπλωσης του ιού, η υπεράσπιση και η διαφύλαξη των κοινωνικών, πολιτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, τα οποία γίνονται στόχος των νεοφιλελεύθερων μέτρων που λαμβάνονται με αφορμή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κοινωνική αλληλεγγύη και η λειτουργία συλλογικών πρωτοβουλιών απέναντι στη μοναξιά, τον φόβο και τον ρατσισμό...

Το Υπουργείο Παιδείας, από την πλευρά του, και οι κυβερνητικές υπηρεσίες άργησαν να δουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να κλείσουν τα σχολεία. Το πρώτο διάστημα– και αφού ήδη ο ΠΟΥ είχε μετατρέψει τις προειδοποιήσεις για επιδημία σε προειδοποίηση πανδημίας– αρκέστηκε στην πραγματικότητα μόνο στην ακύρωση των εκδρομών στο εξωτερικό και σε γενικές οδηγίες προς τη σχολική κοινότητα. Και ενώ φυσικά είναι γνωστό ότι τα σχολεία αποτελούν μόνιμες εστίες αναπαραγωγής ιώσεων, ειδικά στις συνθήκες της στενότητας που επικρατούν σε αυτά (27άρια τμήματα). Και εδώ έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε και την ρητορική της κυβέρνησης μετά την πανδημία: για πόσο ακόμα θα επιμένει να αρνείται το πάγιο αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας για μικρότερα τμήματα– 20 μαθητές ανά τμήμα γενικής παιδείας, 15 μαθητές ανά κατεύθυνση, 10 μαθητές ανά εργαστήριο, είναι η θέση της ΟΛΜΕ– και πώς θα δικαιολογεί πλέον την επιμονή της στα 27άρια τμήματα, τα οποία πλέον αποδεικνύεται ότι είναι όχι μόνο μέτρο αντιπαιδαγωγικό αλλά και δολοφονικό, επικίνδυνο για την δημόσια υγεία.

Αντίθετα, το Υπουργείο Παιδείας μέσα στην πανδημία έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα προς δύο άλλες κατευθύνσεις: την de facto επιβολή και καθιέρωση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και την εισαγωγή για ψήφιση ενός νέου πολυνομοσχεδίου που ρυθμίζει κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, η λογική που ρητά έθετε το υπουργείο ήταν να διατηρήσουν οι μαθητές μια επαφή με τη σχολική πραγματικότητα, καθώς ήταν άγνωστο το πότε θα άνοιγαν ξανά τα σχολεία. Άρρητα όμως είναι δεδομένο ότι με την de facto νομιμοποίηση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης το υπουργείο ήθελε να πετύχει μια σειρά στόχους: εμφανιζόταν επικοινωνιακά να ενδιαφέρεται για τη συνέχιση της εκπαίδευσης των μαθητών παρουσιάζοντας μια εικόνα «κανονικότητας» στον τομέα της ευθύνης του, συγκρότησε ένα εργαλείο ελέγχου και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών (αφού θα έχει πρόσβαση σε όλο το υλικό που διαμορφώθηκε), και καθιέρωνε μια νέα μορφή εκπαίδευσης, η οποία έχει προβληθεί από τον ΟΟΣΑ ως εναλλακτική εκδοχή για περιπτώσεις σχολείων σε νησιωτικές ή απομακρυσμένες περιοχές, προκειμένου να καλυφθούν κενά εκπαιδευτικών.

Η αλήθεια είναι ότι η τηλεκπαίδευση δίχασε τον κλάδο. Το ΥΠΑΙΘ έδωσε βέβαια πλασματικά στοιχεία για τη συμμετοχή (λ.χ. υπολόγισε ότι συμμετείχαν όλοι οι εκπαιδευτικοί που έχουν κωδικούς στην πλατφόρμα sch.gr, στην οποία όμως κωδικούς έχουν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί γιατί χωρίς αυτούς δεν μπορούν να κάνουν αίτηση υπηρεσιακών μεταβολών [μετάθεση, απόσπαση, βελτίωση θέσης κ.λπ.]). Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν, όχι τόσο από νομιμοφροσύνη και συμμόρφωση– υπάρχει και ένα τέτοιο κομμάτι– όσο κυρίως από ειλικρινές ενδιαφέρον για τους μαθητές τους. Κι ας υπήρχαν ανυπέρβλητα τεχνικής φύσης προβλήματα, ανεπάρκεια προδιαγραφών και υποδομών για ένα τέτοιο εγχείρημα κ.λπ..

Υπήρξε βέβαια και ένα άλλο σημαντικό κομμάτι που δεν συμμετείχε στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, που την κατήγγειλε και έθεσε διαφορετικές προτεραιότητες και ευθύνες για το εκπαιδευτικό κίνημα. Όλοι εμείς δηλ.– εκπαιδευτικοί των Παρεμβάσεων και όχι μόνο– που είπαμε καθαρά ότι η τηλεκπαίδευση δεν είναι «εκπαίδευση» και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή διαδικασία της τάξης (κατάκτηση της γνώσης, αλληλεπίδραση, αλληλοβοήθεια, παραστατικότητα, φυσική/σωματική προσέγγιση κ.ά.)· ότι εξ ορισμού αποκλείει ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας που δεν διαθέτει τα μέσα ή το μορφωτικό κεφάλαιο για να ανταποκριθεί στις πρακτικές της τηλεκπαίδευσης.

Δεν διαμορφώσαμε την άποψη αυτή από κάποια νεο-λουδιστική αντίληψη– ίσα-ίσα η χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, υποτιμημένο μέχρι σήμερα από κάθε κυβέρνηση, ακόμα και η τηλεκπαίδευση θα μπορούσε να βοηθήσει επικουρικά– αλλά θεωρώντας ότι οι κίνδυνοι από τη de facto νομιμοποίηση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (αποκλεισμός ενός σημαντικού τμήματος του μαθητικού δυναμικού χωρίς πρόσβαση σε Η/Υ, internet κ.λπ., υποκατάσταση διορισμών, αξιολόγηση εκπαιδευτικών κ.λπ.) είναι μεγαλύτεροι από όποια θετικά στοιχεία μπορούν να βρεθούν. Είπαμε δηλ. ότι σ’ αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, την ώρα που και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί καλούμαστε να συνδράμουμε τις οικογένειές και τα παιδιά μας και έχοντας επίγνωση του παιδαγωγικού ρόλου μας, πιστεύουμε ότι οι μαθητές μας χρειάζονται, περισσότερο από καθετί άλλο, συναισθηματική, ψυχολογική αλλά και οικονομική στήριξη και όχι «φαεινές» ιδέες και εκπαιδευτικές φούσκες από την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Επίσης, ότι χρειάζονται συνολικά άμεσα μέτρα αλληλεγγύης και στήριξης σε όλο τον πληθυσμό, που αφορούν προφανώς και τους μαθητές και τις οικογένειές τους.

Σημειωτέο, όταν έκλειναν τα σχολεία και έμπαιναν σε εφαρμογή τα σχέδια της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ήταν άγνωστη η εξέλιξη της πανδημίας και παρέμενε ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να θρηνούσαμε εκατόμβη νεκρών, και εκείνη τη στιγμή το ΥΠΑΙΘ να καμωνόταν ότι η τηλεκπαίδευση προχωρεί κανονικά (!!!)... Επιπλέον, στην επιλογή μας αυτή, να αρνηθούμε την τηλεκπαίδευση, έπαιξε ρόλο και η σταθερή και συνεπής αναμέτρησή με τα δύο ιερά τοτέμ της δημόσιας εκπαίδευσης, την εξεταστέα ύλη και τις πανελλαδικές εξετάσεις· αυτά τα δυο στοιχεία που αντιμετωπίζονται ως Άγιο Δισκοπότηρο από όλες τις κυβερνήσεις– ακόμα και από την επίσημη Αριστερά (ας θυμηθούμε τη στάση των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ το 2013 στην ψηφισμένη απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών μέσα στις εξετάσεις– που δεν έγινε). Φυσικά κανένας από αυτούς, ούτε φυσικά οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες, δεν τόλμησαν να ψελλίσουν λέξη που να αμφισβητεί την υποχρέωση «να βγει η ύλη» και «να γίνουν ομαλά οι πανελλαδικές εξετάσεις», παρόλο που και τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της Αριστεράς και οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες έχουν καταγραμμένες θέσεις επί θέσεων για την ανάγκη της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ· στο δια ταύτα όμως ανέλαβαν και τώρα «υπεύθυνο ρόλο» στα πλαίσια της «εθνικής ομοψυχίας».

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που προανήγγειλα, το νέο πολυνομοσχέδιο, εδώ έχουμε δύο ζητήματα: πρώτον, το γεγονός της κατάθεσης ενός τέτοιου καθοριστικού νομοσχεδίου σε συνθήκες πανδημίας (κλειστά σχολεία, απαγόρευση συγκεντρώσεων κ.λπ.) και δεύτερον, το ίδιο το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Αυτό αφορά, σύμφωνα με τις πρώτες διαρροές και τις σημερινές ανακοινώσεις του ΥΠΑΙΘ, την εισαγωγή της αξιολόγησης σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, διορθωτικές αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που είχε εισάγει ο ΣΥΡΙΖΑ (βλ. μείωση εισακτέων, επαναφορά της βάσης του 10, Εθνικό Απολυτήριο, δηλ. εξετάσεις σε όλο το Λύκειο, αναμόρφωση του ωρολόγιου προγράμματος κ.ά.), την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας και ίδρυση νέων Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων, νέες Θεματικές Ενότητες στο Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο, ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση σύμπραξης των ελληνικών με ξένα Πανεπιστήμια (βλ. κολλέγια), κ.λπ..

Πρόκειται για ένα ακόμα σοβαρό βήμα στην αλυσίδα των μνημονιακών αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, στη γραμμή της νεοφιλελελεύθερης ατζέντας ΟΟΣΑ, ΕΕ και ΣΕΒ. Με καταβαράθρωση των μορφωτικών δικαιωμάτων σε ένα πιο ταξικό σχολείο, με ένα Λύκειο-εξεταστικό Γολγοθά, με περιορισμένη τη στρόφιγγα εισαγωγής στα ΑΕΙ και με ενίσχυση της πιο εκτεταμένης και βαθιάς ιδιωτικοποίησης, με στόχο την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών. Με μια τέτοια κατεύθυνση προφανώς κάθε αίτημα για το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έστω και κατ’ εξαίρεση, θα βρει μπροστά του από απροθυμία και προφάσεις τεχνικών δυσκολιών έως και σκληρή αντίδραση και αντιπαράθεση από την πλευρά της κυβέρνησης.

Κι όμως το φοβερό είναι ότι εδώ και 60 χρόνια περίπου κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επικαλείται τον στόχο της ελεύθερης πρόσβασης. Όλες όμως οι μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις έχουν συκοφαντήσει τον στόχο αυτό. Θα πω δυο παραδείγματα:

Στα μέσα του ’90 οι εισακτέοι ήταν περίπου 30.000. Δέκα χρόνια αργότερα, και μέσα από τις αντιφάσεις του νόμου Αρσένη και των αγώνων που έγιναν την περίοδο εκείνη, οι θέσεις σχεδόν τριπλασιάστηκαν, φτάνονταν μια αναλογία σχεδόν 1:1 με τους υποψηφίους. Όλοι περνούσαν σε μια σχολή, ακόμα και με λευκές κόλλες στις πανελλαδικές. Πραγματική ελεύθερη πρόσβαση βεβαίως δεν υπήρχε, γιατί στις σχολές υψηλής ζήτησης υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, οι βάσεις εκτοξεύτηκαν και τα φροντιστήρια ευημερούσαν. Τότε όμως όσοι μιλούσαμε για ελεύθερη πρόσβαση θεωρούμασταν γραφικοί. Γιατί θεωρούσαμε τότε ότι δεν είχε νόημα αυτού του είδους το άνοιγμα της τριτοβάθμιας; Γιατί– εκτός των άλλων– παράλληλα, με διεργασίες που συντελέστηκαν τόσο στον χώρο της εκπαίδευσης (λ.χ. σταδιακή προσαρμογή στις προβλέψεις της συνθήκης της Μπολόνια) όσο και στον χώρο της εργασίας (λ.χ. διεύρυνση της ελαστικής εργασίας), τα πτυχία απαξιώθηκαν, έχασαν τα εργασιακά και επαγγελματικά τους δικαιώματα. Άρα, η διευρυμένη τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε απλώς το τυράκι για να εμπεδωθούν σημαντικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

Όταν πάλι βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ, επαγγέλθηκε και αυτός την κατάργηση των πανελλαδικών και εισήγαγε, προς το τέλος της θητείας του, ένα νέο σύστημα που δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί: πρότεινε την εισαγωγή στην τριτοβάθμια με τον βαθμό ενός Εθνικού Απολυτηρίου (με σταδιακή εφαρμογή και μεταβατικές διατάξεις) και το άνοιγμα μιας ομάδας σχολών για εισαγωγή χωρίς εξετάσεις, εφόσον η προσφορά θέσεων είναι μικρότερη ή ίση της ζήτησης. Ο νόμος αυτός συνάντησε φυσικά την αντίδραση της εκπαιδευτικής κοινότητας γιατί, και πάλι στο όνομα της ελεύθερης πρόσβασης, διαμόρφωνε ένα σχολείο δύο ταχυτήτων (αυτοί που θα μπουν με εξετάσεις και αυτοί που θα περάσουν χωρίς), υπονόμευε τον αυτόνομο μορφωτικό του ρόλου, ενώ για την απόκτηση του κρίσιμου πια απολυτηρίου θα κατέβαζε τις εξετάσεις ως και την Α΄ Τάξη μετατρέποντας έτσι το Λύκειο σε εξεταστικό κέντρο. Απέναντι λοιπόν στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην εκπαίδευση και στην κοινωνία με την πανδημία, εμείς ως εκπαιδευτικό κίνημα απαιτήσαμε από την αρχή της κρίσης τη μείωση της διδακτέας ύλης για όλες τις τάξεις και της εξεταστέας ύλης στις πανελλαδικές εξετάσεις, την κατάργηση των προαγωγικών εξετάσεων· απαιτήσαμε να μην πάει κανένας συνάδελφος και κανένας άλλος εργαζόμενος στα σχολεία όσο διαρκεί η πανδημία (εκτός από το προσωπικό των Δήμων που θα έκανε την απολύμανση)· ζητήσαμε την άμεση στήριξη των οικογενειών των μαθητών, ειδικά των άνεργων γονέων, άδειες σε όλους τους γονείς χωρίς παρακράτηση μισθών και ενσήμων, με πλήρεις αποδοχές και εκτός της κανονικής άδειας· αύξηση των κονδυλίων για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών στην εκπαίδευση με μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών και όλου του αναγκαίου βοηθητικού προσωπικού (σχολιάτρων, ψυχολόγων, καθαρισμού, φύλαξης κ.λπ.) για τη λειτουργία των σχολείων μετά το τέλος της πανδημικής κρίσης· υποστηρίξαμε τα αιτήματα του υγειονομικού προσωπικού κ.λπ..

Σε σχέση με το αίτημα για την κατ’ εξαίρεση ελεύθερη πρόσβαση των φετινών υποψηφίων στην Γ΄θμια, ομολογώ ότι είναι πιο μπροστά και από τις θέσεις του εκπαιδευτικού κινήματος. Και θα έλεγα ότι αξίζει να παλευτεί θαρραλέα σε όλους τους χώρους και μάλιστα να είναι η μάχη αυτή μια παρακαταθήκη για να επιτευχθεί μόνιμα. Γιατί απέναντι στις διάφορες τεχνικές δυσκολίες που θα επικαλεστούν διάφοροι για να το απορρίψουν, ή στα ημίμετρα που θα αντιπροτείνουν για να το ενσωματώσουν και να το εξουδετερώσουν, το αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση αντιστοιχεί στις σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας και βασίζεται στις πρωτόγνωρες απελευθερωτικές δυνατότητες που γεννούν για την κοινωνία σήμερα η εργασία, η επιστήμη, και η τεχνική. Είναι ένα αίτημα άμεσα συνδεμένο με την ανάγκη μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής αλλαγής στα πλαίσια ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Και μάλιστα είναι ένα αίτημα που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποκοπεί από τα υπόλοιπα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος, γιατί αλλιώς συκοφαντείται με τον τρόπο που είδαμε παραπάνω. Αποτελεί την εύλογη απόληξη του κομβικού μας αιτήματος για ένα σχολείο ενιαίο (χωρίς χωριστή τεχνική εκπαίδευση και πρόωρη κατανομή του μαθητικού πληθυσμού), δωδεκάχρονο (που θα διασφαλίζει μια διάρκεια σπουδών αντίστοιχη με τον πλούτο των γνώσεων και των εμπειριών που είναι απαραίτητες στο νέο άνθρωπο, για να μπορεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του, να τον αλλάξει, να αποκτήσει ένα ήθος δημοκρατικό, συλλογικό, κοινωνικής προσφοράς), αποκλειστικά δημόσιο (που θα διασφαλίζει ότι τα παιδιά του λαού θα έχουν κάθε ευκαιρία να φοιτήσουν σε αυτό και δεν θα επηρεάζεται από τους όρους της Αγοράς) και φυσικά δωρεάν (καθώς η εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό και είναι καθήκον της κοινωνίας να το παρέχει στους νέους ανθρώπους).

Ο στόχος αυτός αντιστρατεύεται την κυρίαρχη τάση των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων που επιχειρούν όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις που είναι η δημιουργία του μοντέλου του εργαζομένου των 300 ευρώ. Γι’ αυτό και οδηγούν τη νεολαία στη μαθητεία των ΕΠΑΛ και σε πρόωρη κατάρτιση, συχνά εκτός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και εισηγούνται προγράμματα σπουδών με στόχους την επικοινωνία και την διαχείριση πληροφοριών (αντί για την ολοκληρωμένη κριτική διάνοια), τον κατακερματισμό της γνώσης και τις δεξιότητες (αντί για την πολυμέρεια και τη γενική μόρφωση με σύνδεση θεωρίας και πράξης), τη σύνδεση με την αγορά εργασίας (αλλά όχι με τις επιστημονικές, παραγωγικές και τεχνολογικές εξελίξεις, ούτε με τις ζωντανές κοινωνικές διεργασίες). Γι’ αυτό και σε ένα τέτοιο σχολείο έχουν επιβάλλει έναν κυρίαρχο ρόλο στις εξετάσεις, ώστε να αποτελούν ένα φραγμό και ένα σύστημα επιλογής καθαρά ταξικό.

Συνεπώς, απέναντι σε όσους ισχυριστούν ότι «δεν μπορούν να γίνουν όλοι γιατροί», για να αντικρούσουν το αίτημα για την ελεύθερη πρόσβαση, η θέση η δική μας θα πρέπει, νομίζω, να είναι ότι «πρέπει να μπορούν να γίνουν όλοι γιατροί και κάθε άλλο χρήσιμο επάγγελμα». Με την ταυτόχρονη απαίτηση για την εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων ώστε η τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι επαρκής για να προσφέρει υψηλής ποιότητα σπουδών σε όλους τους φοιτητές και φοιτήτριες, με την απαίτηση για αποκατάσταση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων που καταβαραθρώθηκαν μέσα στην κρίση, με την αποκατάσταση όλων των επαγγελματικών δικαιωμάτων στα πτυχία, με μια γενική ενίσχυση του δημόσιου τομέα με μαζικούς διορισμούς σε όλους τους κρίσιμους τομείς (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, πρόνοια, ΟΤΑ κ.λπ.).

Γιατί αν απέδειξε κάτι αυτή η πανδημία είναι ποια επαγγέλματα είναι πραγματικά χρήσιμα στην κοινωνία (πέρα από τους γιατρούς, οι οποίοι αναγνωρίζονταν και πριν, το νοσηλευτικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό των μονάδων υγείας, οι εργαζόμενοι στον εφοδιασμό, αποθηκάριοι, οδηγοί κ.λπ., οι υπάλληλοι των supermarket, οι ντελιβεράδες και τα courrier, οι τεχνικοί, οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα, στα ΜΜΜ κ.ο.κ.) και ποιοι παρασιτούν στις πλάτες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα λοιπόν οφείλει να λάβει υπόψη της τι είναι πραγματικά κοινωνικά χρήσιμο και ποιες είναι οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, και μέσα σε αυτή τη συζήτηση να μιλήσουμε ξανά για την ανάγκη αυτοπραγμάτωσης του νέου ανθρώπου– έξω και πέρα από τις ανάγκες της αγοράς, να μιλήσουμε ξανά για την εργασία με δικαιώματα, να θέσουμε το ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης του ανθρώπου στη μόρφωση και στα εκπαιδευτικά δίκτυα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μπορεί κάποια από αυτά να ακούγονται ουτοπικά, αλλά νομίζω ότι πρέπει να βάζουμε ψηλά τον πήχη για να συγκροτήσουμε πάνω σε αυτά τα ζητήματα ένα αγωνιστικό ρεύμα διεκδίκησης και ανατροπής. 

Εισήγηση του Ανδρέα Μπάλλα, εκπαιδευτικού και μέλους των "Παρεμβάσεων", σε ανοιχτή συζήτηση του πυρήνα Πετραλώνων του ΣΕΚ.