Πολιτισμός
Κινηματογράφος: Spike Lee “Da 5 Bloods” - Από το Βιετνάμ στη Μινεάπολη οι ζωές των μαύρων είναι μάχη

Ένας νεκρός αρχηγός. Ένας θησαυρός. Ότι έχασαν αυτοί οι τέσσερις βετεράνοι στο Βιετνάμ, τώρα ψάχνει ο Σπάικ Λι να το βρει…

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 12 Ιουνίου στο Netflix, αφού η προγραμματισμένη για το φετινό Φεστιβάλ των Καννών, ακυρώθηκε λόγο κορονοϊού. Η νέα ταινία του αφροαμερικανού ακτιβιστή σκηνοθέτη, έχει συνολική διάρκεια 2μιση ώρες και αυτό που θέλει να πει, το λέει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της σε μια του και μόνο του πρόταση: «Πολεμήσαμε σ’ έναν ανήθικο πόλεμο που δεν ήταν δικός μας, για δικαιώματα που δεν είχαμε».

Είναι παραπάνω από φανερό, πως ο Σπάικ Λι «βράζει» μέσα του. Κι αυτή του την οργή, αυτόν του τον θυμό, για τη διαχρονική συμπεριφορά του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στον μαύρο πληθυσμό του, θέλει σε κάθε περίπτωση να την καταγγείλει όσο πιο δυνατά μπορεί. Και ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας αυτούσιο οπτικό υλικό από τους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ και το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ την δεκαετία του ’60, να λειτουργήσει παιδευτικά, συνδέοντας τους τωρινούς αγώνες του «Black Lives Matter», με εκείνους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του Μάλκολμ Χ και των Μαύρων Πανθήρων.

Στόχο που, με την πληθώρα των ντοκουμέντων που παρεμβάλει μέσα στην αφήγηση της ιστορίας που μας διηγείται, αναμφισβήτητα καταφέρνει να πετύχει, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως το σημερινό κίνημα που διατρέχει τόσο τις ΗΠΑ όσο και τον κόσμο ολόκληρο μετά τη δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ, δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά έχει βαθιές ρίζες αντίστασης και ανυπακοής, καθώς και μεγάλη αγωνιστική παράδοση μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης.

Άλλωστε η όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης από το 2008, δεν άφηνε πλέον και πολλά περιθώρια για χαλαρή αντιμετώπιση της από τους καπιταλιστές. Και η έλευση του Τραμπ στη διακυβέρνηση το 2017, έφερε τον ακροδεξιό, ρατσιστικό και σεξιστικό λόγο να εκφράζεται πλέον από τα ανώτερα πολιτειακά χείλη των Ηνωμένων Πολιτειών, νομιμοποιώντας πρακτικά τις δολοφονίες Αφροαμερικανών από αστυνομικούς, που είχαν ξεκινήσει επί του προκατόχου του. Κι όμως το κίνημα σήμερα δείχνει να βάζει τον Τραμπ στη μικρή εκείνη κατηγορία των Αμερικανών Προέδρων, που δεν θα επανεκλεγούν για δεύτερη θητεία.

Η ιστορία τώρα που ο Σπάικ Λι χρησιμοποιεί ως όχημα, αλλά και σεναριακό εργαλείο για να μιλήσει για όλα αυτά, είναι αυτή τεσσάρων Άφροαμερικανών βετεράνων (Ντελρόι Λίντο, Κλαρκ Πίτερς, Νορμ Λιούις, Αϊζάια Γουίτλοκ) που επιστρέφουν στη ζούγκλα του Βιετνάμ για να βρουν τις ράβδους χρυσού, από μια από τις πολλές επιχειρήσεις της CIA στο θέατρο του πολέμου. Μια επιχείρηση πληρωμής «συμμάχων» των Αμερικανών στον πόλεμο, που όμως «στράβωσε» και που οι ίδιοι είχαν κρύψει, ώστε να γυρίσουν πίσω και να τις πάρουν μαζί με τη σωρό του πολυαγαπημένου τους λοχαγού (Τσάντγουικ Μπόουζμαν) που σκοτώθηκε εκεί.

Τι φταίει;

Κι εκεί είναι που κατά τη γνώμη μου «χάνεται η μπάλα». Γιατί προσπαθώντας να περιγράψει την θέση των Αφροαμερικανών φαντάρων που κατέβηκαν για να πολεμήσουν και να σκοτώσουν τους Βιετναμέζους μαχητές, πρώτον γίνεται απόλυτα ξεκάθαρο ότι ο σκηνοθέτης δεν έχει λήξει αν το πρόβλημα είναι ότι οι Αφροαμερικανοί «απλά» δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα από το αμερικανικό κράτος κι ας έχουν πολεμήσει από τον Εμφύλιο έως σήμερα σε όλους τους πολέμους του, ή αν είναι ο «καπιταλισμός ηλίθιε…».

Με αποτέλεσμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας οι καλές με τις κακές στιγμές να εναλλάσσονται συνεχώς και ποσοτικά σε βάρος των πρώτων. Κι έτσι, γνωρίζοντας το έργο του σκηνοθέτη, δύσκολα μπορείς να αποδεχτείς πως 2μιση ώρες βλέπεις… γουέστερν.

Δεύτερον αυτή του η «αναποφασιστικότητα» αντανακλάται και κινηματογραφικά. Γιατί αφ’ ενός λόγω θέματος η σύγκριση με αριστουργήματα όπως «Ο Ελαφοκυνηγός» (1978) του Μάικλ Τσιμίνο, το «Αποκάλυψη Τώρα» (1979) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ή το «Πλατούν» του Όλιβερ Στόουν (1986) γίνεται αναπόφευκτα και με αυτόματο σχεδόν τρόπο. Αφ’ ετέρου γιατί έχει αποδειχθεί ότι το να γυρίσεις ένα αντιρατσιστικό γουέστερν όσο αντισυμβατικό κι αν αρχικά ακούγεται κάτι τέτοιο, γίνεται και έχει γίνει. Το «Django» (2012) του Κουέντιν Ταραντίνο είναι το πιο πρόσφατο πετυχημένο τέτοιο παράδειγμα. Προαπαιτούμενο γι’ αυτό: Η πολιτική σου πυξίδα να μην λοξοδρομεί. Το λέει άλλωστε κι ο παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας και χρυσός Ολυμπιονίκης, Μοχάμεντ Άλι στο ξεκίνημα της ταινίας, όταν το 1967 εκλήθη να καταταχθεί και αρνήθηκε να πάει στο Βιετνάμ:

«Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμονέγρο. Γιατί πρέπει να μου ζητούν να βάλω μια στολή και να φύγω 10.000 χλμ. μακριά από το σπίτι μου, για να ρίξω βόμβες και σφαίρες σε σκουρόχρωμους ανθρώπους στο Βιετνάμ, όταν τους ανθρώπους που τους αποκαλούν νέγρους στην Λουιζιάνα, τους αντιμετωπίζουν σαν σκυλιά και τους αρνούνται τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα;».