Γράφει ο Κρις Χάρμαν
Βλέποντας από την τηλεόραση το συνέδριο του μεγαλύτερου κόμματος της ιταλικής αριστεράς, της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, τον περασμένο μήνα, μου ήρθε στο μυαλό μια δήλωση του γενικού της γραμματέα, Μπερτινότι, που έκανε σε ομιλία του στον "Μαρξισμό" του SWP πριν από δύο χρόνια.
Η παλιά αντιπαράθεση ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση, είπε, δεν είναι πλέον επίκαιρη σε καιρούς που οι ρεφορμιστές δεν μπορούν να κάνουν μεταρρυθμίσεις και οι επαναστάτες δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση.
Πρόκειται για ένα επιχείρημα που ακούγεται συχνά στο παγκόσμιο κίνημα των τελευταίων πέντε χρόνων. Ολοι βλέπουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο πόλεμος προκαλούν τεράστια καταστροφή, υποστηρίζουν, άρα πρέπει να ξεχάσουμε τις διαφορές μας ώστε να τους αντιμετωπίσουμε.
Αυτή η άποψη δεν κατανοεί γιατί η διαμάχη ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση ήταν τόσο σημαντική όταν πρώτη φορά εκφράστηκε 110 χρόνια πριν από την Πολωνό-γερμανίδα επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ σε αντιπαράθεση με τον Εντουαρντ Μπερνστάιν, και γιατί αυτή η αντιπαράθεση είναι επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Αυτό που έλεγε η Λούξεμπουργκ δεν ήταν ότι οι σοσιαλιστές θα έπρεπε να σταματήσουν την πάλη για θετικές μεταρρυθμίσεις. Ούτε καλούσε σε άμεση επανάσταση. Ομως ηαντιπαράθεση είχε επιπτώσεις στο πώς δρας μέσα στους αγώνες εδώ και τώρα.
Αν πίστευες ότι μπορείς να φέρει μια διαρκή βελτίωση στα πράγματα βασισμένος στο να ασκείς πίεση στο υπάρχον κράτος, η λογική ήταν να κατευθύνεις την προσοχή του εργατικού κινήματος προς τα πάνω, προς το να ψάχνει συμμάχους με επιρροή πάνω σ'αυτό το κράτος. Αντίθετα, αν θεωρούσες ότι σε κάποια στιγμή στο μέλλον, ακόμη και στο μακρινό μέλλον, το κίνημα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την κυρίαρχη τάξη και το κράτος της με επαναστατική σύγκρουση, τότε η έμφαση θα έμπαινε στην οικοδόμηση από τα κάτω και στην προσπάθεια να αποσπαστούν οι άνθρωποι από τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Η πρώτη πρακτική έκφραση των διαφορετικών προσεγγίσεων ήρθε το 1899, όταν ο Ζορές, από την ηγεσία των Γάλλων σοσιαλιστών, υποστήριξε την είσοδο σε μια γαλλική κυβέρνηση υπό την ηγεσία ενός αστού πολιτικού. Ο Μπερνστάιν υποστήριξε με ενθουσιασμό αυτή την προσέγγιση. Η Λούξεμπουργκ την αποκήρυξε με σφοδρότητα. Η κυβέρνηση λίγες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να καταφέρει για τους εργάτες -όμως οι κυβερνητικοί σοσιαλιστές θα περιόριζαν τους αγώνες των εργατών για να διατηρήσουν τη σταθερότητα της κυβέρνησής τους.
Η δεύτερη μεγάλη πρακτική έκφραση ήρθε καθώς η επανάσταση σάρωνε τους παλιούς μονάρχες από την εξουσία τους σε όλη την Ευρώπη στο τέλος του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου. Ο Μπερνστάιν δεν συμφωνούσε με τον πόλεμο, αλλά δεν πίστευε ότι η επανάσταση ήταν αναγκαία για να τον σταματήσει. Ετσι υποστήριζε ότι οι αριστεροί σοσιαλιστές που ήταν ενάντια στον πόλεμο θα έπρεπε να συνεργαστούν με δεξιούς σοσιαλιστές που είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο για να εγκαθιδρύσουν κοινοβουλευτικά καπιταλιστικά καθεστώτα.
Η Λούξεμπουργκ, αντίθετα, επέμενε ότι ο μόνος τρόπος για να μην υπάρξει επανάληψη του πολέμου ήταν να μετατραπούν οι πολιτικές επαναστάσεις που είχαν διώξει τους μονάρχες σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις, βασισμένες στα εργατικά συμβούλια και σε επίθεση στον έλεγχο των καπιταλιστών πάνω στον παραγωγή. Η ανοιχτή προπαγάνδιση αυτών των αιτημάτων οδήγησε στη δολοφονία της από δεξιούς αξιωματικούς του στρατού.
Ο Αντόνιο Γκράμσι εξήγησε τη λογική της ρεφορμιστικής προσέγγισης λίγα χρόνια αργότερα. Οι αριστεροί ρεφορμιστές, έλεγε, έψαχναν για υποστήριξη στους δεξιούς ρεφορμιστές, οι δεξιοί ρεφορμιστές έψαχναν στην υποτιθέμενη προοδευτική πτέρυγατης αστικής τάξης και αυτή η πτέρυγα έψαχνε στο βασικό τμήμα της αστικής τάξης, το οποίο με τη σειρά του, ήταν έτοιμο αν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει φασιστικές μεθόδους για να υπερασπίσει την ταξική της θέση. Ετσι, σχηματιζόταν μια "αλυσίδα" που έδενε τους εργάτες στα χειρότερα στοιχεία του υπάρχοντος συστήματος.
Ο Μπερτινότι ξεκίνησε την ομιλία του στο συνέδριο της Επανίδρυσης υιοθετώντας τις απόψεις της Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο κόσμος είναι ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τη βαρβαρότητα. Εδωσε μια πολύ καλή περιγραφή πώς ο καπιταλισμός παράγει πολέμους διεθνώς και οικονομική αβεβαιότητα στο εσωτερικό που οδηγεί εκατομμύρια στην απόγνωση. Ομως το συμπέρασμά του ήταν πως η Επανίδρυση πρέπει να συμμετάσχει μαζί με την κεντροαριστερά σε μια εκλογική συμμαχία με στόχο να μπει σε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Πρόντι, με κάποιους υπουργούς της Επανίδρυσης. Αυτή η στρατηγική θα "άνοιγε το δρόμο" για σοβαρές μεταρρυθμίσεις.
Πώς έφτασε ο Μπερτινότι να υιοθετήσει αυτή τη θέση; Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν μια στεγνή "προδοσία". Αν μη τι άλλο, ο Μπερτινότι είχε ηγηθεί μιας έντονης μάχης μέσα στην Επανίδρυση την εποχή της Γένοβας το 2001, ώστε να ρίξει το κόμμα να ρίξει το βάρος του πίσω από το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Πολλοί νεαροί σύνεδροι ψήφισαν υπέρ της στρατηγικής του γιατί πίστεψαν ότι ήταν πιο "δυναμική" από την παθητική αντίσταση για αλλαγή που υποστήριζαν κάποιοι από τους αντιπάλους του.
Η ιδέα ότι μπορείς να αλλάξεις την κοινωνία προς το καλύτερο δουλεύοντας μέσα από τους υπάρχοντες κοινοβουλευτικούς θεσμούς είναι κομμάτι αυτού που ονόμαζε ο Γκράμσι "κοινός νους" -είναι μία από τις ιδέες που σφηνώνονται μέσα σε καθενός το κεφάλι από το εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ. Η επιρροή του είναι ιδιαίτερα ισχυρή όταν έχει μεγάλα κινήματα που είναι ακόμη πολύ αδύναμα για να μετασχηματίσουν την κοινωνία από τα κάτω με τη δική τους δράση. Είναι πολύ εύκολο τότε για τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο μόνος "πρακτικός" τρόπος προς τα μπρος είναι να ψάξουν για "σωτήρες από τα πάνω που θα φέρουν λύση". Η έξυπνη κοινοβουλευτική μανούβρα μετατρέπεται σε υποκατάστατο της δουλειάς για την οικοδόμηση μιας δύναμης από τα κάτω προς τα πάνω.
Ανακαλύπτεις ότι οι ακτιβιστές τραβιούνται εύκολα προς δύο κατευθύνσεις -είτε προς την ιδέα ότι τα απομονωμένα "αυτόνομα" ξεχωριστά κινήματα είναι η λύση, ή όταν αυτό αποδεικνύεται ανεπαρκές πιστεύουν στη δουλειά μέσω των υπαρχόντων θεσμών. Αυτό που ξεκινάει σαν αντικαπιταλισμός από τα κάτω τελειώνει ως ρεφορμισμός από τα πάνω.
Και ο ρεφορμισμός από τα πάνω μπορεί να τελειώσει μόνο παράγοντας απογοήτευση και πικρία, μέσα στις συνθήκες του σημερινού καπιταλισμού Οι υπουργοί της Επανίδρυσης σε μια κυβέρνηση Πρόντι θα βρίσκονταν κάτω από τεράστια πίεση από τους κοινοβουλευτικούς τους συμμάχους να θυσιάσουν τους στόχους των υποστηρικτών τους ώστε να καλοπιάσουν τον ιταλικό καπιταλισμό. Και τους επόμενους μήνες θα υπάρχουν αυτοί που θα διεκδικούν ότι το κόμμα δεν πρέπει να είναι υπερβολικά μαχητικό για να μην τρομάξει τους συμμάχους του και τους ψηφοφόρους τους.
Ετσι, η παλιά διαμάχη διατηρεί όλη της την επικαιρότητα. Οι επαναστάτες δεν πρέπει να γυρίσουν τις πλάτες τους σ' αυτούς που πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις. Ο ευκολότερος τρόπος να πείσεις κάποιον για την ορθότητα του πολιτικού σου επιχειρήματος είναι να το προσπαθήσεις με υπομονή καθώς παλεύεις μαζί τους για στόχους που και οι δύο πλευρές αποδέχονται. Ο κόσμος πρέπει να χρησιμοποιήσει την ισχυρή καταγγελία κατά της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που κάνουν οι αριστεροί ηγέτες όπως ο Μπερτινότι (ή ο Τόνι Μπεν στη Βρετανία) για να αποδείξουν το ανώφελο των ρεφορμιστικών τους μεθόδων.