Οι επαναστάσεις ποτέ δεν είναι υποθέσεις μιας μέρας, δεν είναι πραξικοπήματα, αλλά διαδικασίες που κρατάνε μήνες, κάποιες φορές και χρόνια. Το Φλεβάρη του 1917 οι εργάτες της Πετρούπολης έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα για εκείνη την επαναστατική διαδικασία που κορυφώθηκε οχτώ μήνες μετά, τον Οκτώβρη του 1917. Ηταν η πρώτη και η μοναδική ως τώρα φορά που η εργατική τάξη κατάφερε να πάρει την εξουσία. Γι’ αυτό, η μελέτη αυτών των κρίσιμων μηνών είναι απαραίτητη για όποιον σήμερα θέλει να αλλάξει τον κόσμο.
Η μελέτη του Φλεβάρη του 1917 έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Ακριβώς επειδή ήταν η αρχή, μπορεί κανείς να δει συμπυκνωμένα πράγματα που τα αντιμετωπίζουμε στους καθημερινούς μας αγώνες όμως σε πιο αργούς ρυθμούς και με χαμηλότερη ένταση. Η συσσωρευμένη οργή των εργατών και των στρατιωτών απέναντι στη φτώχεια, τον πόλεμο και την καταπίεση μετέτρεψε μέσα σε λίγες μέρες την Πετρούπολη από μια ήρεμη πόλη σε μια επαναστατημένη πόλη. Ο Τσαρισμός, ένας από τους πιο ακλόνητους θεσμούς, που πατούσε σε μια ακινησία σχεδόν 400 χρόνων και μόνο έμμεσα είχε επηρεαστεί από τις δημοκρατικές επαναστάσεις που συγκλόνισαν την Ευρώπη, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Μ’ αυτήν την έννοια, η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν ένας θρίαμβος του «αυθόρμητου».
Ομως ταυτόχρονα, ήταν ένας θρίαμβος και του οργανωμένου. Η εργατική τάξη της Πετρούπολης ήταν το πιο οργανωμένο τμήμα των καταπιεσμένων. Παρότι η Ρωσία ήταν η πιο οπισθοδρομική χώρα της Ευρώπης, με ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της να έχει μείνει στη φεουδαρχία, με τους θεσμούς της και τα σύμβολά της να έχουν κολλήσει στο Μεσαίωνα, την ίδια ώρα ο καπιταλισμός είχε διεισδύσει πολύ επιθετικά. Η Πετρούπολη ήταν το επίκεντρο αυτής της διείσδυσης. Τα τεράστια εργοστάσια που περικύκλωναν το κέντρο της πόλης δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τη βιομηχανία της δυτικής Ευρώπης, ούτε σε τεχνολογία, ούτε σε αριθμό εργατών. Εργοστάσιο σαν το Πουτίλοφ, με εργατική δύναμη 30 χιλιάδων εργατών, δεν υπήρχε ούτε στην Αγγλία. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες στις εργατογειτονιές της ρώσικης πρωτεύουσας δεν ήταν μόνο οργανωμένοι, είχαν και μια τεράστια εμπειρία. Η επανάσταση του 1905, προτού πνιγεί στο αίμα, είχε προλάβει να δημιουργήσει το Σοβιέτ στην Πετρούπολη, το πρώτο όργανο εργατικής δημοκρατίας.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξέσπασε το 1914 πήρε όλες αυτές τις αντιφάσεις που χαρακτήριζαν τη Ρωσία και τις έριξε σε έναν ανεμοστρόβιλο. Η Ρωσία ήταν ο πιο καθυστερημένος σύμμαχος των Αγγλογάλλων και γι’ αυτό κλήθηκε να πληρώσει πιο ακριβά το τίμημα του πολέμου. Εκατομμύρια Ρώσοι νέοι αγρότες πάρθηκαν από κάθε γωνιά της χώρας, τους φόρεσαν το χακί και τους έστειλαν στα πιο δύσκολα μέτωπα. Οι Ρώσοι σκοτώνονταν με μεγαλύτερο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλο λαό. Στο τέλος του πολέμου ένας στους τρεις από τους δέκα εκατομμύρια νεκρούς στην πλευρά των Συμμάχων ήταν Ρώσος. Η ρώσικη άρχουσα τάξη ήταν δεμένη χειροπόδαρα με τους ευρωπαίους καπιταλιστές και τραπεζίτες και ήταν έτοιμη να δώσει τα πάντα γι’ αυτόν τον πόλεμο. Ταυτόχρονα ήταν έτοιμη και να πάρει, Τεράστια κέρδη έρρεαν στις τσέπες τους σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε ακόμη πιο γρήγορα, παράγοντας πολεμικό υλικό και ο ρόλος της έγινε ακόμα πιο σημαντικός.
Στην κορυφή της ρώσικης κοινωνίας, η κρίση έπαιρνε τη μορφή της παράνοιας. Η τσαρική οικογένεια μαζί με μια κουστωδία αυλικών ζούσαν στα πολυτελή παλάτια τους, μοιάζοντας με απολίθωμα του παρελθόντος. Ομως ήταν ένα απολίθωμα «απαραίτητο» για πολλούς. Οι βιομήχανοι και η υπόλοιπη αστική τάξη παρότι έβλεπαν πως ο τσαρισμός ήταν ένα τεράστιο παράσιτο που εμπόδιζε και τη δική τους ανάπτυξη, ήξεραν πως η παραμικρή μεταρρύθμιση που θα αδυνάτιζε το «μαστίγιο» του τσάρου πάνω στους εργάτες και τους αγρότες, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την επανάσταση. Λόγω αυτών των ισορροπιών και λυκοφιλιών, το καθεστώς γινόταν όλο και πιο αυταρχικό. Η Δούμα, ένα όργανο αντίστοιχο της Βουλής, είχε μόνο διακοσμητικό ρόλο και ο Τσάρος την καταργούσε όποτε ήθελε, ούτε καν τη συμβουλευόταν για τους Υπουργούς που διόριζε. Ως υπουργούς διάλεγε όσο το δυνατόν πιο ανίκανους και πειθήνιους γραφειοκράτες, ενώ πολιτικές συμβουλές δεχόταν μόνο από την Τσαρίνα Αλεξάνδρα, η οποία με τη σειρά της συμβουλευόταν το Θεό και έναν «εκpρόσωπό» του στη γη, τον Ρασπούτιν. Ο Ρασπούτιν, ένας απατεώνας που ισχυριζόταν πως θεράπευε με τα χέρια του, έφτασε να απολύει και να διορίζει υπουργούς. Ηταν η προσωποποίηση του βούρκου στον οποίο κολυμπούσε το τσαρικό καθεστώς. Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1916 δυο μέλη της βασιλικής οικογένειας δολοφονούν το Ρασπούτιν, ελπίζοντας πως αυτό θα σώσει το καθεστώς από το ολοκληρωτικό ρεζίλεμα. Το μήνυμα που αντίθετα έδωσε στον απλό κόσμο αυτή η δολοφονία ήταν πως ακόμη και στις ψηλές κορυφές της κοινωνίας, μόνο ο δρόμος της βίας είχε μείνει ανοιχτός για αλλαγές.
Στα τέλη Φλεβάρη η κατάσταση στα εργοστάσια έβραζε. Σ’ ένα τμήμα του Πουτίλοφ, οι εργάτες ζήτησαν αυξήσεις 50% και προχώρησαν σε καθιστική απεργία. Τα αφεντικά έκαναν λοκ-άουτ. Παράλληλα είχαν ξεσπάσει συγκρούσεις έξω από τα μαγαζιά που πουλούσαν ψωμί και τρόφιμα, καθώς είχε γίνει γνωστό ότι τα αποθέματα έφταναν για λίγες μόνο μέρες. Ο θυμός αυτός ήταν γνωστός και στους εργάτες και στην αριστερά αλλά και στο κράτος. Κανείς όμως δεν πίστευε ότι αυτός ο θυμός θα μετατρεπόταν άμεσα σε επανάσταση επειδή η Πετρούπολη είχε ένα μεγάλο αριθμό αστυνομίας και στρατού. Οι σιδηρόδρομοι εξασφάλιζαν πως αν δεν επαρκούσαν, θα μπορούσαν να ενισχυθούν και με άλλες στρατιωτικές μονάδες από το μέτωπο. Οι απεργίες αντιμετωπίζονταν συνήθως με υποχρεωτική επιστράτευση.
Γι’ αυτούς τους λόγους, καθώς πλησίαζε η μέρα της γυναίκας, στις 23 Φλεβάρη με το παλιό ημερολόγιο, κανένας δεν οργάνωνε κάτι περισσότερο από επετειακές ομιλίες. Η πιο μαχητική οργάνωση των Μπολσεβίκων, στην εργατική γειτονιά Bύβοργκ, αποφάσισε να μην οργανώσει διαδήλωση, εκτιμώντας τα δεδομένα και κρίνοντας πως μια τέτοια κίνηση μπορούσε να οδηγήσει σε σφαγή στην Πετρούπολη. Οι εργάτριες της υφαντουργίας όμως, πήραν μόνες τους την πρωτοβουλία να τιμήσουν τη μέρα της γυναίκας με διαδήλωση και απεργία και ζήτησαν και από άλλους κλάδους να συμμετάσχουν. Μανάδες και αδερφές στρατιωτών πολλές από αυτές, είχαν ίσως μια καλύτερη εκτίμηση για το αν οι στρατιώτες θα δέχονταν να χτυπήσουν με τα όπλα τους μια διαδήλωση. Τη μέρα εκείνη απέργησαν 128.000 στην Πετρούπολη, με κύριο σύνθημα «Ψωμί».
Την επόμενη μέρα, 214.000, οι μισοί από όλους τους βιομηχανικούς εργάτες της Πετρούπολης απεργούσαν. Το μήνυμα από την πρώτη μέρα της απεργίας είχε φτάσει σε όλη την πόλη. Το πρωί στα εργοστάσια, την ώρα που οι εργάτες έφταναν για δουλειά οργάνωσαν συγκεντρώσεις για να αποφασίσουν τη συμμετοχή τους στην απεργία. Οι απεργοί οργανώνουν διαδηλώσεις, και τα συνθήματα ξεφεύγουν από το ψωμί και γίνονται «Κάτω η απολυταρχία» και «Κάτω ο πόλεμος». Οι φαντάροι που χαιρετάνε τους διαδηλωτές από τα παράθυρα των νοσοκομείων δίνουν ένα ακόμα μήνυμα ότι η κατάσταση δεν είναι ίδια με το 1905. Τότε οι φαντάροι είχαν υπακούσει τους αξιωματικούς τους και είχαν ματοκυλίσει τις διαδηλώσεις. Το μίσος του κόσμου τώρα συγκέντρωνε η αστυνομία που χτυπούσε και προκαλούσε. Οι Kοζάκοι, ένα έφιππο στρατιωτικό σώμα που έπαιζε συχνά ρόλο στην καταστολή, δε φαίνονταν να έχουν διάθεση να χτυπήσουν βάναυσα τους εργάτες. Η κατάσταση αυτή, με τους φαντάρους να ανοίγουν κουβέντα με τον κόσμο στις σκοπιές και έξω από τους στρατώνες και με φήμες ότι οι Κοζάκοι αντί για εργάτες χτυπάνε αστυνομικούς που δείχνουν «υπερβάλλοντα ζήλο», δίνει φτερά στους εργάτες για συνέχεια.
Αυτές τις διαδικασίες, το κράτος δεν τις είχε καταλάβει ακόμα. Στο υπουργικό συμβούλιο της ημέρας το θέμα συζητήθηκε μόνο για λίγο. Οι υπουργοί πίστευαν ότι αν τα πράγματα αγρίευαν, ο στρατός θα άνοιγε πυρ και οι εργάτες θα γυρνούσαν στη δουλειά τους. Η εντολή που είχαν προς το παρόν οι Κοζάκοι ήταν να φράξουν τους δρόμους που οδηγούν από τις εργατογειτονιές στο κέντρο της πόλης. Ηθελαν να ξεθυμάνει ο θυμός των εργατών κοντά στα σπίτια τους και στις δουλειές τους. Οι εργάτες του εργοστασίου Ερικσον, 2.500 άνθρωποι διαδήλωναν όλοι μαζί και συνάντησαν ένα μπλόκο Κοζάκων. Μετά από ένα διάλογο που έδειξε ακόμη μια φορά τη διαλλακτικότητα των Κοζάκων, κάποιοι εργάτες άρχισαν να περνάνε κάτω από τις κοιλιές των αλόγων και κατευθύνονταν προς το κέντρο. Οι Kοζάκοι είχαν εντολή να μείνουν ακίνητοι και αυτό έκαναν.
Την επόμενη μέρα, 25 Φλεβάρη, οι απεργοί έφτασαν τους 305.000. Τα τραμ σταμάτησαν να κυκλοφορούν και τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν. Οι εργάτες προσπαθούν να συγκεντρωθούν σε κεντρικά σημεία και να οργανώσουν ομιλίες. Εκεί η αστυνομία ανοίγει πυρ και διαλύει τις συγκεντρώσεις. Η κυβέρνηση απειλεί να στείλει στο μέτωπο όσους εργάτες δε γυρίσουν στη δουλειά τους μέχρι τις 28 Φλεβάρη. Ηταν φανερό ότι, την τρίτη μέρα της επανάστασης η άρχουσα τάξη περνούσε στην αντεπίθεση. Ομως οι απειλές για επιστράτευση λειτουργούν και ανάποδα. Βάζουν πίεση στους εργάτες ότι πρέπει να καταφέρουν μια συντριπτική νίκη πάνω στους μηχανισμούς καταστολής μέσα σε λίγες μέρες. Η αστυνομία θεωρείται ο πρώτος στόχος, και γιατί είναι η πιο μισητή αλλά και γιατί ήταν πιο αδύναμη. Το βράδυ πολλά αστυνομικά τμήματα που βρίσκονταν μέσα σε εργατογειτονιές δέχτηκαν επίθεση. Κάποιοι αστυνομικοί χτυπήθηκαν και σκοτώθηκαν, πολλοί εγκατέλειψαν μόνοι τους τα τμήματα από φόβο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρα πολλοί εργάτες είχαν πλέον πιστόλια στα χέρια τους. Την ίδια στιγμή έγιναν και εκατοντάδες συλλήψεις εργατών. Ανάμεσά τους πέντε μέλη της ηγεσίας των Μπολσεβίκων στην Πετρούπολη. Λόγω των συλλήψεων τον έλεγχο της επανάστασης από μεριάς του κόμματος παίρνει η επιτροπή του Βύμποργκ.
Η 26η του Φλεβάρη ήταν Κυριακή και έτσι το πρωί δεν υπάρχουν συγκεντρώσεις στα εργοστάσια. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει προς τα πού έχει γείρει η ισορροπία. Η Τσαρίνα στέλνει ένα πρωινό τηλεγράφημα για να καθησυχάσει τον Τσάρο, ο οποίος λείπει εκτός Πετρούπολης όλες αυτές τις μέρες, γράφοντάς του: «Τα πάντα είναι ήρεμα στην πόλη».
Η αλήθεια είναι όμως ότι οι εργάτες είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν προς το κέντρο της πόλης, σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο ποτάμι. Παντού συναντούν μπλόκα των Κοζάκων και του στρατού. Η αστυνομία πλέον έχει κρυφτεί πάνω σε μπαλκόνια και ταράτσες και πυροβολούν στο ψαχνό από εκεί. Ο στρατός προς το παρόν ρίχνει τουφεκιές στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια των εργατών για να τρομοκρατήσει, όμως οι συγκεντρωμένοι δεν διαλύονται. Η ψυχολογία έχει αλλάξει κυρίως χάρη στο διάλογο που έχει ανοίξει με τους φαντάρους. Αυτή η τριβή με τους φαντάρους προκαλεί και ένα πρώτο αλλά πολύ σημαντικό ρήγμα. Ενας λόχος της σωματοφυλακης του Τσάρου προχωράει σε στάση. Οι φαντάροι διαμαρτύρονταν για την άγρια συμπεριφορά των υπαξιωματικών απέναντι στο πλήθος. Εγκατέλειψαν τις μονάδες τους μαζί με τα τουφέκια τους. Ετσι έδεναν την τύχη τους με την επανάσταση. Από τη μία δεν θα μπορούσαν να ξαναγυρίσουν αν τα πράγματα παρέμεναν έτσι, από την άλλη αναγκαστικά θα έβρισκαν καταφύγιο ανάμεσα στους εργάτες δίνοντας το μήνυμα ότι ο δρόμος για να εξοπλιστούν οι εργάτες είναι να κερδίσουν κι άλλα τμήματα του στρατού στην ανταρσία.
Ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι δεν θα πίστευαν, ωστόσο, ότι αυτή η εξέλιξη δεν θα αργούσε ούτε 24 ώρες. Η επόμενη μέρα, Δευτέρα 27 Φλεβάρη, ήταν η πιο κρίσιμη μέρα. Ο πρόεδρος της Δούμας, Ροντζιάνκο στέλνει στον Τσάρο τηλεγράφημα: «Η τελευταία ώρα έφτασε. Η τύχη της πατρίδας και της δυναστείας διακυβεύεται». Ομώς ο Τσάρος σχολιάζει: «Πάλι αυτός ο χοντρο-Ροντζιάνκο μου γράφει κάθε είδους μωρολογίες». Τα συμπεράσματα για τους εργάτες βγήκαν το πρωί στις πύλες των εργοστασίων. Ολοι θεωρούσαν πως η απεργία και οι μαχητικές διαδηλώσεις πρέπει να συνεχιστούν. Οι εργάτες του Βύμποργκ αποφάσισαν να κάνουν συγκέντρωση μπροστά στους στρατώτες ενός συντάγματος. Εισέπραξαν πυροβολισμούς. Οι αστυνομικοί είχαν ακόμη τον έλεγχο πάνω στους φαντάρους. Ομως τα πράγματα κρέμονταν από μία κλωστή. Οπως το λέει ο Τρότσκι στην Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης: «Ετσι φτάνανε τα πράγματα στο κρίσιμο σημείο του αγώνα. Η το πολυβόλο θα σάρωνε την εξέγερση, ή η εξέγερση θα κυρίευε τα πολυβόλα». Μια σειρά από στρατιωτικά τμήματα εξεγείρονται τελικά ενάντια στις εντολές που παίρνουν για πυρ. Ακόμα και δόκιμοι αξιωματικοί συμμετέχουν. Το Σύνταγμα Βολύντσκι ήταν το πρώτο που προχώρησε σε συνολική ανταρσία. Και αυτή τη φορά πήραν μαζί τα τουφέκια τους. Ομως δεν έμειναν εκεί. Ρίχτηκαν στους διπλανούς στρατώνες και άρχισαν να ξεσηκώνουν όλους τους φαντάρους. Μεσα σε λιγες ώρες, θωρακισμένα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στην πόλη στολισμένα με κόκκινες σημαίες και πήγαιναν να εξεγείρουν και άλλους. Ο στρατός μέσα σε λίγες μέρες είχε αποδιοργανωθεί. Στο κέντρο της πόλης, το μεσημέρι γίνονται συγκρούσεις, όμως αυτή τη φορά είναι και οι εργάτες οπλισμένοι. Οι στρατηγοί χωρίς να έχουν καταλάβει ακριβώς τι έχει γίνει στέλνουν και άλλους λόχους και αποσπάσματα για να καταστείλουν την εξέγερση. Ομως όχι μόνο δεν γυρνάνε ποτέ πίσω αλλά δε στέλνουν και καμιά αναφορά. Οποια μονάδα πλέον κατευθύνεται στο κέντρο γίνεται ένα με τους εργάτες. Σε λίγο όλα τα αστυνομικά τμήματα έχουν καταληφθεί και οι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώνονται πανηγυρικά. Μέσα στην ίδια μέρα έχουν ξεκινήσει απεργίες στη Μόσχα. Τα πράγματα εκεί εξελίχθηκαν πιο ήρεμα, καθώς τα νέα της Πετρούπολης οδηγούσαν τους αξιωματικούς να είναι πιο «συνετοί» και να περάσουν με τους εξεγερμένους, διαλέγοντας τη μεριά του νικητή.
Την άλλη μέρα, η Τσαρίνα «ξυπνάει» τον Τσάρο με τηλεγράφημα: «Παραχωρήσεις είναι απαραίτητες. Απεργίες συνεχίζονται. Πολλά στρατεύματα πέρασαν με το μέρος της επανάστασης». Ομως ήταν πολύ αργά, οι παραχωρήσεις δεν θα έκαναν τίποτα. Ο Τσάρος θα το καταλάβει πολύ σύντομα. Καθώς κινείται με το αυτοκρατορικό του τρένο θα συναντήσει ένα «γεφύρι σε κακή κατάσταση». Ηταν μια δικαιολογία για να καλύψει την άρνηση των σιδηροδρομικών να δεχθούν το τρένο. Αλλαγη πορείας αλλά πάλι άρνηση πορείας από τους σιδηροδρομικούς. Το τρένο του Τσάρου δεν έβρισκε δρόμο και τηλεγραφήματα της Τσαρίνας επιστρέφονταν λόγω «άγνωστης διεύθυνσης παραλήπτη».
Στο μεταξύ στην Πετρούπολη, το ανάκτορο της Ταυρίδας, κοντά στην αίθουσα που συνεδρίαζε η Δούμα, έχει μετατραπεί σε κέντρο οργάνωσης της Επανάστασης. Στήνεται ξανά ένα Σοβιέτ, συνεχίζοντας την παράδοση του 1905. Μονάδες στρατιωτών και εργοστάσια κάνουν συνεδριάσεις στους χώρους τους και εκλέγουν αντιπροσώπους που στέλνονται στο Σοβιέτ. Το Σοβιέτ δίνει εντολές για περιφρούρηση των σταθμών, για συλλήψεις υπουργών, αστυνομικών και άλλων αξιωματούχων. Κάποιοι αξιωματούχοι έρχονται μόνοι τους να παραδοθούν στο Σοβιέτ.
Στη διπλανή σχεδόν αίθουσα, οι βουλευτές της Δούμας, άνθρωποι που δεν είχαν κουνήσει το δαχτυλάκι τους ενάντια απολυταρχία, εξέλεγαν μια «Προσωρινή Επιτροπή» με επικεφαλής τον Ροντζιάνκο, που θα προσπαθούσε να φτιάξει κυβέρνηση. Τα κόμματα των Οκτωβριστών και των Καντέτων, που εκφράζουν τους πλούσιους γαιοκτήμονες και την αστική τάξη παίρνουν το πάνω χέρι. Από κοντά παίρνουν και έναν βουλευτή της Αριστεράς, τον Κερένσκι, από το κόμμα των Τρουντόβικι, ένα κόμμα διανοούμενων που υποστηριζαν την αγροτική μεταρρύθμιση. Η Προσωρινή Επιτροπή ήταν στην πλειοψηφία της μοναρχική που έλπιζε να έρθει σε επικοινωνία με τον Τσάρο και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του για μια νέα κυβέρνηση.
Ο Τσάρος όμως θα παραιτηθεί μετά από λίγες μέρες, στις 2 Μάρτη. Δεν μπόρεσε να βρει τρόπο να επιβιώσει ανάμεσα στις πιέσεις που αναπτύσσονταν σε όλη τη χώρα. Από τη μια μεριά το Σοβιέτ, από την άλλη η Προσωρινή Κυβέρνηση, θα μείνουν ως οι δύο πόλοι που γύρω τους θα συνασπιστούν τα συμφέροντα των «από κάτω» και των «από πάνω» τους επόμενους μήνες. Η μάχη θα συνεχιστεί μέσα στο πλαίσιο αυτής της «δυαδικής εξουσίας» και οι ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα αλλάξουν ξανά και ξανά μέχρι τον Οκτώβρη. Γιατί ο λόγος που οι εργάτες και οι στρατιώτες εξεγέρθηκαν ήταν γιατί ήθελαν «ψωμί και ειρήνη». Οι στρατιώτες, στην πλειοψηφία τους, αγρότες ήθελαν όταν γυρίσουν στα χωριά τους, να βρουν και γη για να ζήσουν. Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν είχε διάθεση να δώσει ούτε ψωμί, ούτε γη, πολύ περισσότερο ειρήνη.
Υπήρχε μόνο ένα κόμμα που το σύνθημα «γη, ψωμί και ειρήνη» ήταν το πρόγραμμά του και αυτό ήταν οι Μπολσεβίκοι. Στην επανάσταση του Φλεβάρη δεν φάνηκε να παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Αυτό όμως ήταν μόνο η επιφάνεια. Η ηγεσία των Μπολσεβίκων βρίσκονταν εξόριστη στο εξωτερικό, οι βουλευτές τους βρίσκονταν στη φυλακή, οι Μπολσεβίκοι εργάτες δεν είχαν αξιώματα, ούτε έτρεξαν στη Δούμα, εκεί που μοιράζονταν οι τίτλοι και οι υποσχέσεις, μόλις νίκησε η επανάσταση. Ομως Μπολσεβίκοι ήταν οι πιο πρωτοπόροι εργάτες, αυτοί που έπαιξαν ρόλο για να οργανωθούν και να συνεχίσουν οι διαδηλώσεις και οι απεργίες, που ανελαβαν πρωτοβουλίες για να κερδηθούν οι φαντάροι. Οταν η επανάσταση του Φλεβάρη νίκησε, οι Μπολσεβίκοι γύρισαν στις γειτονιές και στα εργοστάσιά τους γιατί ήξεραν πως η μάχη μόλις ξεκινούσε.