Ιστορία
Ταϋλάνδη 1973

Η ανατροπή της Χούντας στην Ταϋλάνδη ενέπνευσε τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου

Το πλακάτ με τη λέξη Ταϋλάνδη και τον αγκυλωτό σταυρό στην κρεμάλα στην πύλη του Πολυτεχνείου είναι μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της εξέγερσης του Νοέμβρη. Τι σχέση είχε, όμως, η μακρινή αυτή χώρα, το παλιό «εξωτικό» Σιάμ, με την εξέγερση; Η απάντηση είναι άμεση και την έδινε συνοπτικά ο τίτλος ενός ρεπορτάζ της εφημερίδας τα Νέα στις 15 Οκτώβρη 1973: «Ανετράπη η στρατιωτική κυβέρνηση στην Ταϋλάνδη Εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες».  Μια μαζική εξέγερση ανέτρεψε τη χούντα εκεί, ήρθε η σειρά της χούντας των συνταγματαρχών ήταν το μήνυμα του πλακάτ. 

Μέχρι τότε η Ταϋλάνδη δεν ήταν γνωστή για τα μαζικά της κινήματα. Από το 1932 που ο στρατός ψαλίδισε τις εξουσίες του βασιλιά και έβαλε τη χώρα στο δρόμο του «εκμοντερνισμού» στα πρότυπα της Δύσης μέχρι τη δεκαετία του ’50, πολιτική στην Ταϋλάνδη σήμαινε απλά τις συγκρούσεις και τους συμβιβασμούς στις κορυφές της κρατικής γραφειοκρατίας και του στρατού. 

Το 1957 ο στρατηγός Σαρίτ ξεφορτώθηκε και τυπικά τη δημοκρατική βιτρίνα. Το πραξικόπημα που οργάνωσε έθεσε εκτός νόμου όλα τα κόμματα, έκλεισε εφημερίδες και έβαλε την Ταϋλάνδη σταθερά στην τροχιά ενός έμπιστου συμμάχου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Ασία. Η χώρα συνορεύει και με την Κίνα και με το Βιετνάμ που εκείνη την εποχή ζούσε τις πρώτες φάσεις του «αμερικάνικου πολέμου». Όμως, κάτω από την επιφάνεια μιας φιλοαμερικάνικης χούντας που είχε δώσει στο πρόσωπο του βασιλιά θεϊκές ιδιότητες, η κοινωνία άλλαζε.

Η δεκαετία του ’60 ήταν η περίοδος των μεγάλων κινημάτων και εξεγέρσεων, του Μάη του ’68. Ο αγώνας στο Βιετνάμ έδινε έμπνευση στους αγωνιστές και της αγωνίστριες μιας νέας Αριστεράς που γεννιόταν σε όλο τον κόσμο. Και αυτή η έμπνευση και ο ριζοσπαστισμός επέστρεφαν στην Ταϋλάνδη. Φορείς τους ήταν αρχικά φοιτητές και φοιτήτριες που είχαν σπουδάσει σε δυτικά πανεπιστήμια. Αλλά αυτές οι ιδέες απλώνονταν με ταχύτητα σε όλο τον φοιτητικό πληθυσμό. Ο αριθμός όσων παρακολουθούσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση είχε εκτιναχθεί από 15 χιλιάδες το 1961 σε 50 χιλιάδες το 1972. Και η σύνθεση του φοιτητικού σώματος είχε αλλάξει: τα παιδιά των πιο φτωχών και των εργατών άρχισαν να γεμίζουν τα αμφιθέατρα. 

Η αναταραχή δεν περιοριζόταν στα πανεπιστήμια. Μια νέα εργατική τάξη είχε μεγαλώσει στις πόλεις, στα εργοστάσια, στα γιαπιά που ξεφύτρωναν σε συνθήκες «οικονομικού οργασμού». Μια τάξη με ελπίδες για μια καλύτερη ζωή και οργή για τους χαμηλούς μισθούς, τον πληθωρισμό, την απουσία δικαιωμάτων. Στους εννιά μήνες που προηγήθηκαν της εξέγερσης του Οκτώβρη ξέσπασαν τουλάχιστον 40 απεργίες με εμβληματική τη νικηφόρα απεργία στην Εταιρεία Χαλυβουργίας που διήρκεσε ένα μήνα. Η νίκη της οφειλόταν στο κίνημα συμπαράστασης που οργάνωσαν τα «ανεπίσημα» δίκτυα και επιτροπές σε χώρους δουλειάς. 

Εύφλεκτο υλικό

Αυτό το εύφλεκτο υλικό άρχισε να παράγει μικρές σπίθες από τα τέλη του 1972, όπως γινόταν άλλωστε και δω. Τον Ιούνη του 1973 ο πρύτανης του πιο «μοντέρνου» πανεπιστήμιου, που είχε ιδρυθεί με τυμπανοκρουσίες το 1969, αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από κινητοποιήσεις γιατί είχε αποβάλλει φοιτητές που διακινούσαν παράνομες μπροσούρες. Και στις 6 Οκτώβρη ήρθε η πρόκληση που πυροδότησε την έκρηξη. Το καθεστώς συνέλαβε 11 φοιτητές με την κατηγορία της «συνωμοσίας κατά της Αυτού Μεγαλειότητος». Στη βδομάδα  που ακολούθησε με τους φυλακισμένους σε απομόνωση, τα πανεπιστήμια και οι δρόμοι πήραν φωτιά. 

Στις 13 Οκτώβρη το κέντρο της Μπανγκόκ, της πρωτεύουσας, βούλιαξε από μισό εκατομμύριο διαδηλωτές και διαδηλώτριες.  Ήταν η μεγαλύτερη πολιτική διαδήλωση στην ιστορία της χώρας και μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επιθέσεις της αστυνομίας με δακρυγόνα και όλα τα σύνεργα της καταστολής απέτυχαν: οι συγκρούσεις απλώθηκαν σε όλη την πόλη. 

Την επόμενη μέρα ήρθε η κορύφωση. Περίπου 200 χιλιάδες διαδηλωτές κατευθύνθηκαν στο Παλάτι απαιτώντας «άμεσο διάλογο» με τον βασιλιά. Κι ο στρατός βγήκε στους δρόμους με τα τανκς και τα πολυβόλα για να διαλύσει το πλήθος ενώ επίλεκτες μονάδες αλεξιπτωτιστών εκκένωναν το Πανεπιστήμιο Θαμασάτ το προπύργιο των πιο μαχητικών τάσεων του φοιτητικού κινήματος. 

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια σφαγή. Οι φωτογραφίες δείχνουν στρατιώτες με ασφυξιογόνες μάσκες να ανοίγουν πυρ κατά βούληση στον κόσμο και τανκ να πολυβολούν τα πλήθη. Η επίσημη καταμέτρηση μιλάει για 77 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Αντίθετα, τα πλήθη των διαδηλωτών ανασυντάσσονταν, περνούσαν στην αντεπίθεση. Μια ομάδα σπουδαστών, οι «Κίτρινες Τίγρεις» πήραν ένα όχημα της πυροσβεστικής το μετέτρεψαν σε ένα τεράστιο φλογοβόλο με το οποίο έκαψαν ένα κεντρικό αστυνομικό τμήμα. Είχαν την τεχνογνωσία, οι περισσότεροι ήταν σπουδαστές τεχνικών σχολών και αποβλημένοι από τη σχολή πυροσβεστικής και αστυνομίας. 

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο βασιλιάς Μπουμιπόλ αναγκάστηκε σε υποχώρηση. Ανακοίνωσε ότι ζήτησε από τον στρατηγό Θάνομ να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία, βάζοντας στη θέση του τον συντηρητικό μεν, αλλά συμπαθή στις φοιτητικές μάζες πρύτανη του πανεπιστημίου Σάνια Θαμασάκ. Αρχικά επιχειρήθηκε ένας συμβιβασμός, με τον Θάνομ να διατηρεί την ιδιότητα του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια για μεσοβέζικες λύσεις κι έτσι στις 16 Οκτώβρη ο δικτάτορας, συνοδευόμενος από τον γιο του, συνταγματάρχη Ναρόγκ Κιτικαχόρν, διοικητή των ΜΑΤ, και τον συμπέθερό του, στρατάρχη Πραπάτ έφυγαν στο εξωτερικό. 

Νίκη

Αυτή η νίκη έδωσε μια τεράστια ώθηση στην αυτοπεποίθηση των «από κάτω». Εργάτες, αγρότες, φοιτητές άρχισαν να παλεύουν για κάτι πολύ περισσότερο από μια «κανονική» κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στους δυο μήνες που ακολούθησαν η νέα κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με περίπου 300 απεργίες. Συγκροτήθηκε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση ενώ νέες φοιτητικές οργανώσεις, πιο ριζοσπαστικές και μαχητικές, ξεφύτρωναν παντού. 

Την Πρωτομαγιά του 1975 περίπου 250 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες διαδήλωσαν στη Μπανγκόκ. Και ένα χρόνο μετά εκατοντάδες χιλιάδες συμμετείχαν σε μια γενική απεργία ενάντια στην ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς. Στα χωριά οι φτωχοί αγρότες άρχισαν να οργανώνονται και να κατεβαίνουν στην Μπανγκόκ για να διαδηλώσουν με τους φοιτητές και τους εργάτες. Είχαν πολλά να πουν: για τις κλεψιές και τους εκβιασμούς των γαιοκτημόνων, τις δολοφονίες και τις «εξαφανίσεις» από τον στρατό και την αστυνομία (υπολογίζονται σε τρεις χιλιάδες ανάμεσα στο 1971 και 1973). 

Η επιρροή της Αριστεράς μεγάλωνε. Ένα δείγμα ήταν οι επιτυχίες διάφορων νόμιμων αριστερών κομμάτων στις εκλογές που έγιναν το 1975. Ένα άλλο ήταν η ενίσχυση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος της Ταϋλάνδης ιδιαίτερα στο φοιτητικό κίνημα αλλά και στα συνδικάτα. 

Το 1976 γινόταν φανερό ότι ούτε το νέο Σύνταγμα, ούτε κάποιες μεταρρυθμίσεις μπορούσαν να δώσουν λύση στην κοινωνική κρίση. Στις 6 Οκτώβρη του 1978 η άρχουσα τάξη και το Παλάτι έδωσαν την απάντηση. Ο στρατός εισέβαλε για άλλη μια φορά στο πανεπιστήμιο Θαμασάτ. Αριστεροί φοιτητές και φοιτήτριες σύρθηκαν έξω από τις αίθουσες για να καταλήξουν στις φυλακές ενώ κάμποσοι δολοφονήθηκαν επί τόπου, τους κρέμασαν από δέντρα με ακροδεξιές συμμορίες να τους καίνε ζωντανούς. Ο στρατός κι οι «παρακρατικοί» κατέστρεψαν γραφεία οργανώσεων της αριστεράς και συνδικάτων, έκλεισαν εφημερίδες. Με άλλα λόγια ξανά «γύψος». 

Η σκληρή καταστολή δεν ήταν η μοναδική αιτία για την ήττα του μαζικού κινήματος. Η άλλη ήταν οι ιδέες που κυριαρχούσαν στην Αριστερά. Η πιο συγκροτημένη πρόταση για το μέλλον του κινήματος προερχόταν από το παράνομο ΚΚ. Όμως, η γραμμή του ήταν καταστροφική. Ένα μαοϊκό κόμμα που από το 1965 είχε ξεκινήσει ένοπλη δράση στις ζούγκλες της βόρειας και βορειοανατολικής Ταϋλάνδης, θεωρούσε την εργατική τάξη απλά ένα κομμάτι μιας διαταξικής συμμαχίας. Το επαναστατικό υποκείμενο για το κόμμα ήταν οι αγρότες, ουσιαστικά ο στρατός του που διεξήγαγε τον «μακρόχρονο λαϊκό πόλεμο». Ετσι το 1976 η απάντηση στην καταστολή ήταν η έξοδος χιλιάδων φοιτητών από τις πόλεις προς το αντάρτικο. Η κατάληξη ήταν μια ακόμα τραγωδία. 

Η Ταϋλάνδη θα γνώριζε κάμποσα πραξικοπήματα και περιόδους κοινοβουλευτισμού από τότε. Και μεγάλα, μαζικά κινήματα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Ένα τέτοιο κίνημα εξελίσσεται και σήμερα πάλι με κέντρο τη νεολαία. Αυτή τη φορά μια νέα επαναστατική Αριστερά διεκδικεί να πάει το κίνημα μπροστά.