Καταπίεση και απελευθέρωση
Υποχρεωτική συνεπιμέλεια: Ταξικές και σεξιστικές υποκρισίες “για το καλό των παιδιών”

8 Μάρτη 2018, Διαδήλωση στην Ισπανία

Το οικογενειακό δίκαιο είναι απαρχαιωμένο και ήρθε η ώρα να το εκσυγχρονίσουμε, λέει η κυβέρνηση και μια σειρά φορείς, προτείνοντας, ανάμεσα σε άλλα, την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών στην περίπτωση διαζυγίου. Η συζήτηση είναι ήδη αρκετά πολωμένη εν αναμονή της δημόσιας διαβούλευσης για το σχετικό νομοσχέδιο.

Βασικό επιχείρημα των υπέρμαχων της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας είναι ότι το 93% των δικαστηρίων που αποφασίζουν για την επιμέλεια των παιδιών μετά από διαζύγιο, δίνουν την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα. Όπως όμως σημειώνει ο Γεώργιος Πλαγάκος, πρόεδρος Πρωτοδικών, “η ανισότητα αυτή, στο βαθμό που υπάρχει ακόμη και σήμερα, οφείλεται στη νομολογιακή πρακτική και δεν ερείδεται στο νόμο, ο οποίος επιβάλλει την ισότητα και δεν απαγορεύει τη συνεπιμέλεια”. Με άλλα λόγια, η απόδοση της επιμέλειας στις μητέρες είναι συνηθισμένη πρακτική των δικαστηρίων και όχι αποτέλεσμα του νόμου. Η συνεπιμέλεια είναι υπαρκτή δυνατότητα με το υπάρχον οικογενειακό δίκαιο, αλλά πολλές φορές ούτε τα ίδια τα ζευγάρια δεν το γνωρίζουν αυτό.

Και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί είναι συνηθισμένη πρακτική ή γιατί δεν φαντάζονται τα ζευγάρια ότι μπορούν να την επιλέξουν. Η γυναίκα έχει ταυτιστεί με τη φροντίδα, με το σπίτι, με την ανατροφή των παιδιών. Δεν πρόκειται για κάποια ανατροπή στο μοτίβο του σεξισμού, με μια κατ' εξαίρεση διάκριση σε βάρος των αντρών. Πρόκειται για την επιβεβαίωση του μοτίβου. Όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ποιος γονέας είναι καταλληλότερος, συνήθως παίρνει αυτή την απόφαση κάτω από το βάρος μιας πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί από τη θέση της γυναίκας στον καπιταλισμό και έχει διαμορφώσει την ανάλογη συνείδηση, ειδικά στους δικαστές. 

Μέσο ελέγχου

Το αίτημα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, του ίσου χρόνου και της εναλλασσόμενης κατοικίας είναι, σύμφωνα με τις ομάδες που πιέζουν για τη νομοθέτηση αυτή, ενδεδειγμένη πρακτική που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη και διασφαλίζει την ψυχική ισορροπία του παιδιού και την ισότιμη αντιμετώπιση των γονιών. Η πραγματικότητα βέβαια είναι διαφορετική: στην Ιταλία το γυναικείο κίνημα έδωσε και κέρδισε τη μάχη ενάντια στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια που προωθούσε η Λέγκα του Βορρά, ενώ σε περιοχές της Ισπανίας που εφαρμόστηκε για χρόνια, η εμπειρία ήταν αρνητική και ψηφίστηκαν αλλαγές -πάλι με πίεση από κινητοποιήσεις. Στη Γαλλία, μετά από 20 χρόνια εφαρμογής της, Επιτροπή για τα δικαιώματα των γυναικών κατέθεσε στη Βουλή έκθεση σύμφωνα με την οποία η συνεπιμέλεια χρησιμοποιείται από κακοποιητικούς συζύγους ως μέσο ελέγχου στην πρώην σύζυγο. Η Έλενα Κουντουρά εισηγείται την αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την επιμέλεια, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί σε περίπτωση κακοποιητικού συζύγου η συνεπιμέλεια θα είναι καταστροφική αν εφαρμοστεί υποχρεωτικά. Οι υπέρμαχοι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας βέβαια υποστηρίζουν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να αφαιρείται η επιμέλεια από τον κακοποιητικό γονιό, ωστόσο η κακοποίηση δεν είναι πάντα εύκολο να αποδειχθεί, ούτε αφορά μόνο τη φυσική βία.

Επιπλέον το αίτημα της “εναλλασσόμενης κατοικίας” είναι ανεδαφικό για την πλειονότητα της εργατικής τάξης. Ακόμα και σε μακρινές γειτονιές στην ίδια πόλη είναι δύσκολο να συνδυαστεί η ζωή δυο εργαζόμενων ανθρώπων και ενός παιδιού που πηγαίνει σχολείο και φροντιστήριο, πόσο μάλλον αν οι γονείς δεν ζουν καν στην ίδια πόλη. Αν δε, κάποιος γονιός χρειαστεί να μετακομίσει σε άλλη πόλη, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν ήδη, πρέπει να πάρει την άδεια του άλλου, κάτι που τον καθιστά ευάλωτο αν η σχέση δεν είναι καλή. Η μετακόμιση είναι μια ταξική υπόθεση: μπορεί να είναι αναγκαία για την εύρεση δουλειάς, ή αναγκαστική αν μια μονογονεϊκή οικογένεια δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι. Οι γυναίκες, που κατά κανόνα είναι πιο ευάλωτες στη φτώχεια και την επισφαλή εργασία, μπορεί να βρεθούν σε αυτή τη δύσκολη θέση. 

Σύμφωνα με τα όσα έχουν κυκλοφορήσει για το επικείμενο νομοσχέδιο προβλέπεται επίσης η αφαίρεση επιμέλειας σε περίπτωση που παραβιαστούν οι όροι. Η άκαμπτη θέσπιση ενός γενικού σχήματος για τον χρόνο και τον τρόπο κατανομής της επιμέλειας ανοίγει λοιπόν τον δρόμο σε νέες δικαστικές μάχες. Τι γίνεται για παράδειγμα αν ένα παιδί αρνηθεί για τον οποιονδήποτε λόγο να περάσει χρόνο με τον ένα γονιό; Τέλος, η συνεπιμέλεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν παραπέτασμα πίσω από το οποίο αποφεύγεται η διατροφή. Η εξατομικευμένη κρίση είναι μια λύση για να ληφθούν όλα τα παραπάνω υπόψη, και κυρίως οι ανάγκες του παιδιού, και ταυτόχρονα να μην αποκλείεται η δυνατότητα της συνεπιμέλειας.

Οι υπέρμαχοι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ισχυρίζονται ότι γνώμονας των αλλαγών είναι η ευημερία του παιδιού, γιατί το παιδί “για να αναπτυχθεί σωστά” χρειάζεται “και τους δυο γονείς”. Επιχειρήματα που θυμίζουν τη συζήτηση για την παιδοθεσία από ομόφυλους γονείς και που, στην πραγματικότητα, υπερασπίζονται την πυρηνική οικογένεια σαν τον μόνο τρόπο που μπορεί να υπάρξει οικογένεια.

Πολύ περισσότερο, η Νέα Δημοκρατία του “Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια” δεν πείθει ότι νοιάζεται για τα παιδιά. Η εικόνα με πέντε πιτσιρίκια να κάθονται μέσα στο κρύο, στην αυλή ενός κλειστού καφενείου στην Ηλεία και να κάνουν τηλεκπαίδευση με τάμπλετ ξεμπροστιάζει αυτή την υποκρισία. Η Νέα Δημοκρατία έχει αποκλείσει χιλιάδες παιδιά ακόμη και από την τηλεκπαίδευση, παιδιά προσφύγων, τσιγγάνων, πολύτεκνων, νησιωτών, γενικά τα παιδιά των φτωχών, γιατί δεν υπάρχουν οι υποδομές και δεν σκοπεύει να τις προσφέρει. 

Έχει στερήσει από τα παιδιά την κοινωνικοποίηση, επιβάλλοντας καραντίνα, αφού είχε πρώτα φροντίσει για μήνες να κατηγορεί τη νεολαία για τη διάδοση του κορονοϊού. Έφτασε την άνοιξη μέχρι το σημείο να κυνηγάει παιδιά στις πλατείες, ενώ το φθινόπωρο τα οδηγούσε στο αυτόφωρο επειδή διαδήλωναν για μέτρα ασφαλείας στα σχολεία. Έχει αφήσει τις οικογένειές τους άνεργες με ένα πενιχρό επίδομα -και πολλές φορές χωρίς καν αυτό. Έχει διαλύσει τις κοινωνικές υπηρεσίες που στήριζαν τις οικογένειες. Το κόμμα που ήταν στην κυβέρνηση όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, και που, πάλι ως κυβέρνηση, αποπειράθηκε να εμποδίσει τη νεολαία από το να τιμήσει τη μνήμη του, δεν πείθει κανέναν ότι νοιάζεται “για τα παιδιά”.

Ισότητα

“Ναι, αλλά στην πράξη δεν έχουμε ισότητα, κι ας υπάρχει η δυνατότητα της συνεπιμέλειας”, λένε οι υπέρμαχοι. Δεν πρέπει ο νόμος να μπει μπροστά για να πάει λίγο πιο μπροστά και την κοινωνία, όπως πήγαμε βήματα μπροστά το 1983; Αν θεσμοθετηθεί ένα τέτοιο μέτρο θα γίνει σταδιακά και συνείδηση, λένε. Η απάντηση είναι ότι οι αλλαγές του οικογενειακού δικαίου το 1983 ήταν αποτέλεσμα κι όχι αίτιο ενός τεράστιου προχωρήματος της κοινωνίας. Μετά από τη Μεταπολίτευση και μια δεκαετία σκληρών μαχών του εργατικού και του γυναικείου κινήματος θεσμοθετήθηκε το οικογενειακό δίκαιο που πήγε την κοινωνία μπροστά. 

Αυτή που πρέπει να πιάσει το νήμα και να συνεχίσει το προχώρημα είναι η ίδια η εργατική τάξη. Και είναι η μόνη που μπορεί να προσεγγίσει το μεγαλύτερο ερώτημα: πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά; Στην υπάρχουσα κατάσταση, ακόμη κι αν ένα διαζύγιο έχει διευθετηθεί με τους καλύτερους όρους, δεν παύει να είναι μια διαπραγμάτευση χρόνου και χρήματος: οι ώρες που περνάει κάθε γονιός με το παιδί, ποιος έχει την επιμέλεια ή, αν έχουν συνεπιμέλεια, τι σημαίνει αυτό για το βδομαδιάτικο-μηνιάτικο πρόγραμμα, πόση διατροφή θα δίνεται. Μετά από 12 χρόνια κρίσης και ειδικά μέσα στο νέο βάθεμα αυτής της κρίσης και στη δίνη της πανδημίας το ζήτημα του μεγαλώματος των παιδιών δεν είναι διαπραγμάτευση μεταξύ των φύλων.

Είναι διεκδίκηση όλης της εργατικής τάξης ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και διάλυσης της κοινωνικής πρόνοιας. Είτε πρόκειται για χωρισμένη οικογένεια, είτε όχι, το κράτος οφείλει να παρέχει όλα τα απαραίτητα στους γονείς. Όχι μόνο για να μπορούν να επιβιώνουν και να ταΐζουν τα παιδιά τους, αλλά για να καλύπτουν όλες τις -υλικές και μη- ανάγκες, δικές τους και των παιδιών τους, και να έχουν ποιοτικό ελεύθερο χρόνο και με τα παιδιά και χωρίς αυτά. Κι αυτό πάει πολύ πέρα από το Δευτέρα-Τετάρτη-Σάββατο ή τη διατροφή. Σημαίνει την ύπαρξη ενός δικτύου υπηρεσιών, από παιδικούς σταθμούς μέχρι κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, από κάθε είδους φροντίδα και στήριξη στις οικογένειες. Και φυσικά την δημόσια δωρεάν Παιδεία και Υγεία στην οποία θα έχουν πρόσβαση όλες και όλοι ανεξαιρέτως. Η πανδημία δεν δικαιολογεί την κατάρρευση της εκπαίδευσης και του ΕΣΥ.

Υπάρχει συγκεκριμένος υπαίτιος και αυτός είναι η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Τόσο σε επίπεδο διαχείρισης της πανδημίας, όσο και σε στρατηγικό.

Το ίδιο ισχύει συνολικά για τα φαινόμενα νοσηρών σχέσεων που μετατρέπουν το διαζύγιο σε πόλεμο. Ζούμε σε ένα σύστημα που μας εκμεταλλεύεται, ξεζουμίζει την εργασία μας για να βγάλει κέρδος που θα το πάρουν στα χέρια τους αυτοί που θέλουν να συνεχίσουν να μας εκμεταλλεύονται για ακόμα περισσότερο κέρδος. Η εργασία που εμείς είμαστε αναγκασμένοι/ες να κάνουμε για να μην πεθάνουμε της πείνας γίνεται τελικά δύναμη στα χέρια αυτών που έχουν συμφέρον να μας διαιρούν με διακρίσεις, να στρέφουν τη μία κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη, να διαιωνίζουν ιδεολογήματα που δικαιολογούν τις διακρίσεις. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η ζωή και η εργασία χάνουν το νόημά τους, γίνονται καταναγκασμός και ρουτίνα, πολλές φορές φορτική και ανυπόφορη, και οι σχέσεις δηλητηριάζονται.

Και η ίδια η κακοποίηση δεν είναι μια εξωτερική κατάρα. Οξύνεται και επιδεινώνεται από αυτές τις συνθήκες και από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι πιο ευάλωτες ομάδες -δεν είναι τυχαίο που τα φαινόμενα αυτά έχουν αυξηθεί τα χρόνια της κρίσης και που τις χειρότερες συνέπειες τις αντιμετωπίζουν οι γυναίκες της εργατικής τάξης. Η προστασία από την κακοποίηση είναι εφικτή μόνο με ένα ολιστικό πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης, που ξεκινάει από τη δυνατότητα καταγγελίας και φτάνει μέχρι τη μακροχρόνια φροντίδα γονιού και παιδιών μετά τον χωρισμό. Αλλά περνάει και μέσα από την κατάργηση των διακρίσεων που κάνουν τις γυναίκες οικονομικά πιο ευάλωτες και των άθλιων συνθηκών ζωής και εργασίας που κάνουν την κακοποίηση πιο πιθανή. Συνολικά, περνάει μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού.

Αφροδίτη Φράγκου