Ιστορία
130 ΧΡΟΝΙΑ Αντόνιο Γκράμσι

Ο Αντόνιο Γκράμσι -γεννήθηκε στη Σαρδηνία στις 22 Γενάρη του 1891- αφιέρωσε τη ζωή του στην πάλη για την εργατική επανάσταση και το κτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής πρωτοπορίας. Πλήρωσε με τη ζωή του αυτή τη στράτευση. Πέθανε κρατούμενος του φασισμού του Μουσολίνι τον Απρίλη του 1937. Είναι ο μαρξιστής που  «μετέφρασε» την εμπειρία των σοβιέτ στις συνθήκες του ανεπτυγμένου τότε καπιταλισμού της Δυτικής Ευρώπης. 

Ο Γκράμσι προσέγγισε την Αριστερά όντας φοιτητής, μέσα από τη μελέτη της φιλοσοφίας και της τέχνης. Όμως, η πόλη που έκανε τις  σπουδές του, σύντομα θα γινόταν το επίκεντρο ενός μαχητικού εργατικού κινήματος. Το Τορίνο ήταν το λίκνο της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το εργατικό κίνημα της περιοχής βρέθηκε στην πρωτοπορία του κύματος των αγώνων και της ριζοσπαστικοποίησης που αγκάλιασε την Ιταλία και έχει μείνει γνωστό σαν Κόκκινη Διετία.  

Τα εργοστασιακά συμβούλια ήταν η μορφή οργάνωσης που πήρε αυτή η κίνηση προς τα μπρος. Είχαν τις ρίζες τους στις «εσωτερικές επιτροπές» που εκλέγονταν στα τμήματα των εργοστασίων στη διάρκεια του πολέμου. Όμως, στις ταξικές μάχες που ξεδιπλώνονταν η δράση τους άρχισε να γενικεύεται. Στα τέλη του 1919 περίπου 150 χιλιάδες εργάτες αντιπροσωπεύονταν στα εργατικά συμβούλια που διεκδικούν να επιβάλλουν τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή.  

Ο Γκράμσι και μια σειρά σύντροφοί του από την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος ίδρυσαν μια εφημερίδα, την L’ Ordine Nuovo, που σύντομα έγινε η «φωνή των εργοστασιακών συμβουλίων». Οι «ορντινοβίστι» -το ρεύμα του Γκράμσι- υποστήριζαν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να αγκαλιάσουν όλους τους εργάτες, και ότι μπορούσαν να παίξουν το ρόλο που έπαιξαν τα σοβιέτ στη ρώσικη επανάσταση: να είναι όργανα της βάσης στις μάχες της αλλά και οι μορφές οργάνωσης της νέας κοινωνίας όπου η πλειοψηφία θα ορίζει συλλογικά και δημοκρατικά τις τύχες της. Ήταν το «μοντέλο του προλεταριακού κράτους» όπως έγραφε ο Γκράμσι στη L’ Ordine Nuovo τον Οκτώβρη του 1919. 

Αυτό το μήνυμα απλώθηκε σαν τη φωτιά στην εργατική τάξη του Τορίνο. Αλλά δεν απλώθηκε πέρα από τα όρια εκείνης της περιοχής. Τον Σεπτέμβρη του 1920 ήρθε η αποφασιστική αναμέτρηση. Οι εργοδότες αρνήθηκαν να υπογράψουν συλλογική σύμβαση με το συνδικάτο των μεταλλεργατών. Ξεκίνησε μια απεργία από το Μιλάνο που σύντομα απλώθηκε σε όλη την Ιταλία. Και αυτή τη φορά οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, πάνω από 2 εκατομμύρια συμμετείχαν στις καταλήψεις. Σε πολλά απ’ αυτά συγκρότησαν «κόκκινες φρουρές» για αυτοάμυνα. Και σε άλλα συνέχισαν την παραγωγή υπό τον δικό τους έλεγχο. 

Όμως, αντί για την επανάσταση οι ηγεσίες του κινήματος το οδήγησαν στο συμβιβασμό. Τον Γενάρη του 1921 οι επαναστάτες –ανάμεσά τους κι ο Γκράμσι- έφυγαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας. Αλλά ήδη εκείνη τη στιγμή το κίνημα υποχωρούσε και οι φασίστες δυνάμωναν. Το νεαρό κόμμα έπρεπε να δώσει αυτή τη μάχη αλλά δεν ήταν σωστά προετοιμασμένο. Κυριαρχούσαν οι αντιλήψεις του σεχταρισμού που απέρριπταν κάθε πρωτοβουλία ενιαίου μετώπου ενάντια στη φασιστική απειλή. 

Μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία ο Γκράμσι διαμορφώνει τις ιδέες του για μια διαφορετική παρέμβαση του κόμματος και τελικά αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος. Η διαφορά φάνηκε όταν το φασιστικό καθεστώς αντιμετώπισε μια μεγάλη κρίση μετά τη δολοφονία του ρεφορμιστή σοσιαλιστή βουλευτή Τζιάκομο Ματεότι. Η αντιφασιστική έκρηξη οργής οδήγησε τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να αποχωρήσουν από το κοινοβούλιο και να συγκροτήσουν μια δική τους επιτροπή. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετείχε σε αυτή την «πλατιά» πρωτοβουλία αλλά με τα δικά του συνθήματα δράσης. Αυτή ήταν μια τεράστια διαφορά: η «επιτροπή» της αντιπολίτευσης περίμενε ότι τη λύση θα τη δώσουν οι «θεσμοί» και συγκεκριμένα ο …βασιλιάς. Αντίθετα, οι κομμουνιστές με την ηγεσία του Γκράμσι έλεγαν ότι τη λύση θα τη δώσει μια γενική απεργία που θα ανοίξει τον δρόμο για την ανατροπή του φασισμού. Με αυτό τον τρόπο η εργατική τάξη θα περνούσε στην αντεπίθεση και θα κέρδιζε την ηγεμονία όλων των στρωμάτων που είχαν μπει σε κίνηση ενάντια στον φασισμό του Μουσολίνι. 

Τον Γενάρη του 1926 ο Γκράμσι παρουσίασε τη γενίκευση της εμπειρίας του κόμματος και της νέας γραμμής του στο τρίτο συνέδριό του. Πρόκειται για τις «Θέσεις της Λυών» (εκεί έγινε το συνέδριο). Σ’ αυτό το κείμενο το ενιαίο μέτωπο και τα μεταβατικά αιτήματα («ενδιάμεσα» στο κείμενο) αντιμετωπίζονταν υπό την οπτική γωνία της «οργάνωσης και κινητοποίησης της εργατικής τάξης» και της ικανότητάς της να ηγηθεί στην «αντιφασιστική και αντικαπιταλιστική πάλη». Κάθε τέτοιο αίτημα «πρέπει να είναι πάντα εμφανές στις μάζες ότι αν πραγματοποιούνταν, αυτό θα οδηγούσε σε μια επιτάχυνση της επαναστατικής διαδικασίας και στο ξεκίνημα μεγαλύτερων μαχών» μέχρι τη μεγαλύτερη, την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Ένα παράδειγμα:

“Στην αντιμοναρχική αγκιτάτσια, το ζήτημα της μορφής του κράτους, εξάλλου, θα τίθεται πάντα από το Κομμουνιστικό Κόμμα σε στενή σύνδεση με το ζήτημα του ταξικού περιεχομένου που οι κομμουνιστές σκοπεύουν να δώσουν στο Κράτος. Στο πρόσφατο παρελθόν (Ιούνιος 1925), η σύνδεση μεταξύ αυτών των ζητημάτων επιτυγχανόταν από το κόμμα βασίζοντας την πολιτική του δραστηριότητα στο σύνθημα: «Δημοκρατική Συνέλευση στη βάση των Εργατικών και Αγροτικών Επιτροπών· Εργατικός έλεγχος της βιομηχανίας - Γη στους αγρότες»”.

Επαναστατικό κόμμα

Ταυτόχρονα, στη συζήτηση που αναπτύχθηκε, ο Γκράμσι μας δίνει και σήμερα εργαλεία για να καταλάβουμε τι είναι πραγματικά ένα επαναστατικό κόμμα. Είναι «κομμάτι της τάξης», η «πολιτική οργάνωση της πρωτοπορίας του προλεταριάτου» που ακόμα και αν είναι μικρό πρέπει πάντα να σκοπεύει «να γίνει μαζικό». Αυτά σε αντιπαράθεση με απόψεις που υποστήριζαν ότι το κόμμα είναι γενικά και αφηρημένα «όργανο της τάξης», στην ουσία μια ένωση προσώπων με κοινή αναφορά σε ένα πρόγραμμα. 

Το νήμα της πολιτικής δράσης του Γκράμσι κόπηκε όμως απότομα την ίδια χρονιά, όταν συνελήφθη από το φασιστικό καθεστώς που είχε εδραιώσει την εξουσία του. Ο φασίστας εισαγγελέας δήλωσε στη δίκη ότι «πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί για είκοσι χρόνια». Δεν τα κατάφεραν. Ο Γκράμσι συνέχισε να προβληματίζεται, να μελετάει και να γράφει τα επόμενα χρόνια. Το προϊόν αυτής της δουλειάς είναι τα Τετράδια της Φυλακής (σημειώσεις και δοκίμια γραμμένα ανάμεσα στο 1929 και το 1935). 

Ο αποσπασματικός τους χαρακτήρας και η αφαιρετική γλώσσα τους -στο κάτω-κάτω ήταν προσωπικές σημειώσεις εργασίας- έχουν επιτρέψει μια ερμηνεία τους που τα αποσπούν από την επαναστατική πολιτική του και μετατρέπουν τον Γκράμσι σε έναν άκακο ακαδημαϊκό. Ταυτόχρονα, η επιλεκτική χρήση τους από την ηγεσία του Ιταλικού ΚΚ μεταπολεμικά, τον μετέτρεψε σε πρόδρομο των «ιστορικών συμβιβασμών» και του κοινοβουλευτικού δρόμου μέσα στους θεσμούς του αστικού κράτους.

Όμως, αυτός δεν είναι ο πραγματικός Γκράμσι. Γι’ αυτόν ο μαρξισμός παρέμενε «φιλοσοφία της πράξης», η θεωρία της απελευθερωτικής πάλης της εργατικής τάξης. Και οι έννοιες που αναπτύσσει στα Τετράδια είναι κομμάτι της προσπάθειας του να διευρύνει τα θεμέλια της επαναστατικής στρατηγικής. 

Ο Γκράμσι εξηγεί για παράδειγμα ότι η άρχουσα τάξη δεν κυβερνά μόνο με την γυμνή βία, αλλά και αποσπώντας τη συναίνεση των «υποτελών τάξεων» μέσα από ένα ολόκληρο σύστημα αναπαραγωγής των ιδεών της. Αυτή η «ηγεμονία» είναι που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της κυριαρχίας της. Όμως, οι ιδέες της «κοινής λογικής» δεν είναι οι μόνες που υπάρχουν στο νου των εργατών. Δίπλα σ’ αυτές, ανακατεμένες, υπάρχουν κι οι ιδέες που γεννάει η καθημερινή εμπειρία της εκμετάλλευσης και της αντίστασης. Γράφει:

«Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτός [ο εργάτης] έχει δυο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μια αντιφατική συνείδηση): αυτή που υπονοείται στη δραστηριότητά του και η οποία τον ενώνει πραγματικά με τους συναδέλφους του στο μετασχηματισμό στην πράξη του πραγματικού κόσμου και εκείνη που διακρίνεται επιφανειακά ή φραστικά και την οποία την έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και την έχει αφομοιώσει άκριτα». 

Τα ρεφορμιστικά κόμματα βασίζονται σε αυτή την αντιφατική συνείδηση για να δέσουν το εργατικό κίνημα στα όρια του καπιταλισμού. Για τον Γκράμσι αντίθετα ο ρόλος του επαναστατικού κόμματος είναι να συγκροτήσει, να γενικεύσει και να «ομογενοποιήσει» την «πράξη» -τους αγώνες της εργατικής τάξης για να αναδειχθεί η δυναμική τους στο μάξιμουμ, δηλαδή μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού.