Η πρωθυπουργός της Μιανμάρ, οι υπουργοί της κυβέρνησης, βουλευτές, μια σειρά συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και άλλα γνωστά πρόσωπα της γενιάς του ‘88 (χρονιά του κινήματος ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία) βρίσκονται στη φυλακή από τη Δευτέρα 1 του Φλεβάρη. Η εξουσία της χώρας πέρασε στον στρατό. Το πραξικόπημα είχε προαναγγελθεί. Ο στρατός είχε απειλήσει ότι αν δεν γίνουν δεκτές οι ενστάσεις του για το αποτέλεσμα των εκλογών θα πάρει τα μέτρα του. Τελικά τη Δευτέρα, την ώρα που θα ορκιζόταν το καινούργιο κοινοβούλιο, περικυκλώθηκε από τανκς και στρατιώτες.
Οι εκλογές του περασμένου Νοέμβρη έφεραν το κόμμα της πρωθυπουργού Άουν Σαν Σου Τσι σε θέση να σχηματίσει ξανά κυβέρνηση, με ακόμη μεγαλύτερη διαφορά από ό,τι το 2015 απέναντι στο κόμμα του στρατού. Οι στρατηγοί ανακοίνωσαν πως έγινε νοθεία ενώ όλο οι διεθνείς παρατηρητές δηλώνουν ότι το αποτέλεσμα δεν είναι προϊόν νοθείας. Στην πραγματικότητα, το κόμμα του στρατού είχε υποστεί μεγαλύτερη ήττα από το αναμενόμενο, παρότι η Σου Τσι έχει χάσει σημαντικό μέρος της δημοφιλίας της.
Η Σου Τσι πληρώνει το τίμημα της συγκατοίκησής της με το στρατό. Πληρώνει το τίμημα με βία, σαν κι αυτή που η ίδια εξαπέλυσε με βαρβαρότητα σε βάρος των Ροχίνγκια, των μουσουλμάνων της Μιανμάρ το 2016-17 που κατά εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, μετά από μια εκστρατεία δολοφονιών, καψίματος των χωριών τους και βιασμών. Η Σου Τσι μπορεί σε προσωπικό επίπεδο να μην μιλούσε με τους στρατηγούς, αλλά συνεργάστηκαν άψογα για το μακελειό σε βάρος των Ροχίνγκια. Το ζήτημα τώρα είναι ότι την αποτυχία της Σου Τσι θα την πληρώσει ο απλός κόσμος στη Μιανμάρ, η εργατική τάξη, η νεολαία και τα κινήματα που ήδη βρίσκονται σε κατάσταση πολιορκίας με το ίντερνετ κλειστό και τα ΜΜΕ στον έλεγχο του στρατού.
“Συνταγματικό δικαίωμα”
Η Σου Τσι είχε γίνει διεθνές σύμβολο της αντίστασης στη χούντα της Μιανμάρ με τον στρατό να την βάζει σε κατ’ οίκον περιορισμό για 15 χρόνια. Όταν τελικά έγιναν εκλογές το 2015 και έγινε πρωθυπουργός, η Σου Τσι έστειλε γρήγορα μήνυμα για το ποιο ήταν το όραμά της. Ήταν η συνέχεια της πολιτικής της χούντας υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Οι στρατηγοί κράτησαν “συνταγματικά” το δικαίωμα να ελέγχουν ένα μέρος του κοινοβουλίου και να επεμβαίνουν όποτε το θεωρούν σκόπιμο. Αυτό το “δικαίωμά” τους λένε πως εφαρμόζουν τώρα.
Η Σου Τσι όχι απλά δέχτηκε αυτή τη συγκατοίκηση, αλλά πλειοδότησε στέλνοντας το στρατό να εκτελέσει μια από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία του, ενώ μετέτρεπε πιο ανοιχτά από ποτέ τον ρατσισμό σε επίσημη πολιτική του κράτους. Αν η χούντα κυβερνούσε για χρόνια με το μαστίγιο και τα τεθωρακισμένα στους δρόμους, η Σου Τσι ήθελε να κυβερνήσει κινητοποιώντας ταυτόχρονα τη βουδιστική πλειοψηφία της χώρας κατά των μειονοτήτων. Στην πραγματικότητα, το όραμα της Σου Τσι ήταν καθαρό από πριν. Το κίνημα του ‘88 και άλλες προσπάθειες για ανατροπή της χούντας που έγιναν στη συνέχεια δέχονταν την επίθεση της Σου Τσι και του κόμματός της, όταν ξεπερνούσαν τα όρια. Οι φοιτητικές και οι εργατικές κινητοποιήσεις, πόσο μάλλον οι κινητοποιήσεις των μειονοτήτων δεν μπορούσαν να είναι κομμάτι του κινήματος για τη “δημοκρατία”.
Θα υπάρξει αντίσταση στο καινούργιο πραξικόπημα. Η πολιτική δύναμη του στρατού έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια, και ήταν πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι η αμφισβήτηση των εκλογών ήταν κάτω από την πίεση να χάσουν κι άλλα από τα προνόμιά τους. Αλλά η Σου Τσι δεν θα είναι αυτή που θα εμπνεύσει την επιστροφή στην κουτσουρεμένη δημοκρατία. Οι εξεγέρσεις στην Ταϊλάνδη και στο Χονγκ Κονγκ έχουν πολλή περισσότερη έμπνευση να δώσουν στον κόσμο στην Μιανμάρ που θα αντισταθεί στα τανκς.