Ιστορία
Επανάσταση και απελευθέρωση - Ρωσία 1917: “Η επιτυχία εξαρτάται από τη συμμετοχή των γυναικών”

Η Αλεξάντρα Κολοντάι μαζί με αντιπροσώπους στο συνέδριο κομμουνιστριών των Λαών της Ανατολής το 1920

Η κοινωνική πρόοδος μετριέται με την κοινωνική θέση των γυναικών, έλεγε ο Μαρξ. Η ρώσικη επανάσταση ήταν η πιο χαρακτηριστική εμπειρία για το πώς μπορεί η εργατική τάξη να πετύχει την απελευθέρωση των γυναικών. Η ίδια η επανάσταση ξεκίνησε από τις κινητοποιήσεις των εργατριών στην υφαντουργία της Πετρούπολης για τη διεθνή ημέρα των γυναικών. Οι εργάτριες, εξουθενωμένες και εξοργισμένες από την έλλειψη τροφίμων και τις ουρές για το ψωμί, συμπαρέσυραν όλη την εργατική τάξη και ανέτρεψαν τον Τσάρο.

Από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917 η οργάνωση στους χώρους εργασίας αυξανόταν με γοργούς ρυθμούς. Οι γυναίκες έμπαιναν ορμητικά σε αυτή τη διαδικασία και μέσα από τις μάχες αυτού του διαστήματος άρχισε να μειώνεται η ανισότητα στα μεροκάματα. Η συμμετοχή των γυναικών στον συνδικαλισμό έφτασε να ξεπερνάει σε ποσοστά τη συμμετοχή των αντρών.

Μέσα στον πρώτο χρόνο μετά την επανάσταση οι Μπολσεβίκοι έκαναν μια σειρά νομοθετικές αλλαγές, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των γυναικών, που δεν είχαν προηγούμενο. Δόθηκε το δικαίωμα καθολικής ψήφου, καθιερώθηκε η ισότητα των μισθών. Καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος με απλή δήλωση στο ληξιαρχείο. Δόθηκε στα ζευγάρια το δικαίωμα επιλογής του επωνύμου είτε του άντρα είτε της γυναίκας – ο Τρότσκι για παράδειγμα πήρε το όνομα της γυναίκας του, το ίδιο και τα παιδιά τους.

Καθιερώθηκε το αυτόματο (μονομερές) διαζύγιο με μια σύντομη δικαστική διαδικασία χωρίς την ανάγκη μαρτύρων, αποδεικτικών και άλλων ψυχοφθόρων και χρονοβόρων διαδικασιών. Θεσμοθετήθηκε η αναγνώριση και προστασία της μητρότητας χωρίς διάκριση ανάμεσα σε “νόμιμα” και εξώγαμα παιδιά. Καθιερώθηκαν πληρωμένες άδειες μητρότητας. Με τον οικογενειακό κώδικα του 1918 καταργήθηκαν τα αδικήματα της μοιχείας, της αιμομειξίας και ομοφυλοφιλίας. Με διάταγμα του 1920 νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις χωρίς όρους και προϋποθέσεις και μάλιστα δωρεάν στα δημόσια νοσοκομεία.

Δεν αρκούν όμως οι νόμοι για την απελευθέρωση. Έπρεπε να καταπολεμηθούν οι υλικές συνθήκες που οδηγούσαν στη γυναικεία καταπίεση. Η εργασία που έκανε η γυναίκα μέσα στο σπίτι από το πρωί μέχρι το βράδυ για όλη της τη ζωή, έπρεπε να οργανωθεί συλλογικά. Και για να υλοποιηθεί αυτό, έπρεπε να κερδηθούν στην προσπάθεια αυτή οι μεγάλες μάζες των εργατριών.

Τον Νοέμβρη του 1918 οργανώθηκε το Πανρωσικό Συνέδριο των Εργαζόμενων Γυναικών. Στην οργανωτική επιτροπή ήταν η Ινέσα Άρμαντ, η Αλεξάντρα Κολλοντάι, η Κλάβντια Νικολάεβα και ο Γιάκοβ Σβερντλόφ. Έστειλαν οργανώτριες στις επαρχίες και διεξήγαγαν τοπικές εκλογές αντιπροσώπων. Η συμμετοχή ξεπέρασε τις προσδοκίες. Αντί για τις αναμενόμενες 300 αντιπροσώπους εμφανίστηκαν 1.147 εργάτριες και αγρότισσες από όλες τις περιοχές, ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες. Το συνέδριο συζήτησε ανάμεσα σε άλλα: πώς θα κερδηθούν οι γυναίκες στην πάλη για την απελευθέρωση, πώς θα αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο κόμμα, στη διακυβέρνηση και στα συνδικάτα. Άνοιξαν τα ζητήματα της απλήρωτης οικιακής εργασίας και της καταπιεστικής ηθικής, καθώς και τα ζητήματα της συλλογικής φροντίδας των παιδιών -όχι χωρίς αντιδράσεις βέβαια. Συζητήθηκαν τα ζητήματα της πορνείας, της ανισότητας στην εργασία και της προστασίας της μητρότητα. Ο Λένιν, χαιρετίζοντας το συνέδριο, είπε: “Η εμπειρία όλων των κινημάτων απελευθέρωσης έδειξε ότι η επιτυχία μιας επανάστασης εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο συμμετέχουν σ'αυτήν οι γυναίκες”.

Ζενοτντέλ

Ιδρύθηκε το Ζενοτντέλ (Γραφείο Γυναικών), που ανέλαβε να μεταφέρει αυτά τα μηνύματα σε κάθε γωνιά της Ρωσίας. Πρώτη επικεφαλής εκλέχτηκε η Ινέσα Αρμάντ και, μετά το θάνατό της το 1920, αντικαταστάθηκε από την Α. Κολλοντάι. Το Ζενοτντέλ πλαισιωνόταν από ένα δίκτυο γυναικείων στελεχών και ομάδες εθελοντριών σε τοπικά γραφεία στις μεγάλες πόλεις. Κάθε χώρος είχε να εκλέξει αντιπροσώπους για μια θητεία στο Ζενοτντέλ (κατά το πρότυπο των σοβιέτ). Οι εκλεγμένες συμμετείχαν στις κεντρικές συνεδριάσεις και μετέφεραν την εμπειρία τους πίσω στους χώρους τους.

Έγιναν προπαγανδιστικές αποστολές με τρένα και πλοία, αρχικά για την υποστήριξη του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, με αποτέλεσμα το κέρδισμα χιλιάδων γυναικών στα μετόπισθεν και σε μικρό αριθμό στην πρώτη γραμμή. Το σύνθημα ήταν “να πάμε στο λαό”, εκεί που αυτός ζούσε: στους χώρους δουλειάς, στα σπίτια, στα δημόσια λουτρά. Έτσι χιλιάδες γυναίκες κάθε εθνικότητας και θρησκείας συμμετείχαν σε συνελεύσεις και ήρθαν σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες. Σημαντική αποστολή του Ζενοτντέλ ήταν επίσης η καταπολέμιση του αναλφαβητισμού που στις γυναίκες έφτανε σε τρομακτικά επίπεδα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση έγινε μεγάλη προσπάθεια να χτιστούν δομές και κοινοτικές υπηρεσίες που αναλάμβαναν τη φροντίδα των παιδιών, το μαγείρεμα, το πλύσιμο κλπ. Το 1921, η Αλεξάνδρα Κολλοντάι έγραφε υπερασπίζοντας το δικαίωμα στη δωρεάν και ασφαλή έκτρωση: “η ανάγκη για έκτρωση θα εκλείψει μόνο όταν υπάρξει ένα ευρύ ανεπτυγμένο δίκτυο θεσμών προστασίας της μητρότητας και κοινωνικής εκπαίδευσης”. Η εργατική εξουσία βρέθηκε μπροστά στο ερώτημα πώς πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, για τις πρακτικές υγιεινής στη φροντίδα τους αλλά και για τις παιδαγωγικές μεθόδους και την κοινωνικοποίησή τους. Όλα αυτά ενώ το νέο εργατικό κράτος έκανε τιτάνιες προσπάθειες να τα προστατέψει από την πείνα μέσα στις σκληρές συνθήκες του εμφύλιου πολέμου και να ελαφρύνει τις οικογένειες από το βάρος του μεγαλώματός τους.

Το τέλος του εμφυλίου πολέμου όμως βρήκε τη Ρωσία σε μια κρίση ανυπολόγιστων διαστάσεων. Η εργατική τάξη είχε συρρικνωθεί τρομακτικά, η οικονομία ήταν διαλυμένη και οι μάζες των αγροτών ήταν εχθρικές. Η Νέα Οικονομική Πολιτική που επιστρατεύτηκε το 1921 για να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση σήμανε ανεργία, ιδίως για τις γυναίκες, περικοπές και υποχρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, οι γυναίκες ξαναγύρισαν σε μια κατάσταση εξάρτησης από τους συζύγους τους και το αυτόματο διαζύγιο δεν ήταν πια δική τους δύναμη αλλά προνόμιο των αντρών. Στις επαρχίες οι παιδικοί σταθμοί σχεδόν εξαφανίστηκαν, ενώ η αγροτική οικογένεια συνέχισε να είναι ο βασικός τρόπος επιβίωσης.

Η εργατική τάξη, η δύναμη που μπορούσε να απλώσει όλες αυτές τις δυνατότητες γυναικείας απελευθέρωσης που άνοιξαν με την επανάσταση, ήταν διαλυμένη και είχε συρρικνωθεί. Για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να σταματήσει την ανάδυση μιας ισχυρής σταλινικής γραφειοκρατίας η οποία με τη σειρά της πισωγύρισε όλες τις κατακτήσεις. Η σταλινική αντεπανάσταση τη δεκαετία του '30 σήμανε ανάμεσα στα άλλα την πλήρη ανατροπή της πολιτικής των πρώτων χρόνων της επανάστασης για το γυναικείο ζήτημα: ποινικοποιήθηκε ξανά η μοιχεία και η ομοφυλοφιλία, απαγορεύτηκαν οι εκτρώσεις, το διαζύγιο έγινε ξανά πιο δύσκολο και ακριβό. Ήταν η φύση του καθεστώτος που αναδύθηκε, του κρατικού καπιταλισμού, που επέβαλε την επιστροφή στο μοντέλο παραγωγής που έκανε απαραίτητη την πυρηνική οικογένεια, την σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την καταπίεση των γυναικών.

Αυτό που διδάσκει η εμπειρία της επανάστασης (και της αντεπανάστασης) είναι επίκαιρο και σήμερα. Η προσπάθεια να δοθεί τέλος στη γυναικεία καταπίεση και τις συνέπειές της στην καθημερινή ζωή των ανδρών και των γυναικών, σαν μέρος της συνολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία ριζικής αλλαγής των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης. Μια διαδικασία όπου οι εργάτριες και οι εργάτες μπαίνουν να οργανώσουν με νέο τρόπο τη δημόσια και ιδιωτική ζωή και να αλλάξουν έτσι τις επί αιώνες ριζωμένες αντιλήψεις κατωτερότητας των γυναικών.


Διαβάστε επίσης