“Ψωμί και τριαντάφυλλα”, το γνωστό σύνθημα του γυναικείου κινήματος, συμβολίζει την πάλη για μισθούς, αλλά και για αξιοπρέπεια, μια καλύτερη ζωή. Η απεργία που έχει συνδεθεί με αυτό το σύνθημα ήταν η θρυλική απεργία στα κλωστήρια του Λόρενς της Μασαχουσέτης το 1912, στην οποία κομβικό ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες. Στα κλωστήρια στο Λόρενς δούλευαν εργάτες και εργάτριες τουλάχιστον 25 διαφορετικών εθνικοτήτων που μιλούσαν 45 διαφορετικές γλώσσες.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν φρικιαστικές. Η Ελίζαμπεθ Σάπλιχ, μια γιατρός της περιοχής, έγραφε: “Ενα σημαντικό ποσοστό αγοριών και κοριτσιών πεθαίνουν δυο-τρία χρόνια αφού πιάσουν δουλειά. Το 36% όλων των ανδρών και των γυναικών πεθαίνουν πριν ή μόλις κλείσουν τα 25 τους χρόνια”. Οι μισθοί ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν κανονική σίτιση, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους πήγαινε στο νοίκι που πλήρωναν για να μένουν στοιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα με επικίνδυνες υγειονομικές συνθήκες και στα οποία ούτε χιλιοστό χώρου δεν έμενε ανεκμετάλλευτο.
Εφαρμόζοντας έναν πολιτειακό νόμο που μείωνε την εργάσιμη εβδομάδα για τις γυναίκες, η American Wool Company έκανε και τις αντίστοιχες περικοπές στον μισθό. Αυτή ήταν η αφορμή για να ξεσπάσουν τη συσσωρευμένη τους οργή και να απεργήσουν πάνω από 23 χιλιάδες εργάτριες και εργάτες, όχι μόνο διεκδικώντας να μην εφαρμοστούν οι περικοπές, αλλά θέτοντας μια σειρά αιτήματα ανάμεσα στα οποία αυξήσεις με τήρηση του μειωμένου ωραρίου, διπλάσια πληρωμή στις υπερωρίες, όχι στο σύστημα μπόνους (στην πραγματικότητα ποινολόγιο μειώσεων), όχι διακρίσεις σε βάρος των απεργών.
Στράφηκαν για βοήθεια στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (IWW), ή “Γουόμπλις”. Το συνδικάτο καλωσόριζε στις γραμμές του όλους τους εργάτες, μετανάστες, ανειδίκευτους κι ειδικευμένους, άνδρες και γυναίκες, με στόχο να χτίσει τη μέγιστη δυνατή ενότητα της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL), τη βασικότερη εργατική οργάνωση της χώρας που δεχόταν μόνο ειδικευμένους εργάτες -δηλαδή κυρίως λευκούς άντρες- και θεωρούσε μια απεργία ανειδίκευτων μεταναστών αδύνατη.
Όπως γράφει ο Φίλιπ Φόνερ στο βιβλίο του “Ιστορία του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ”: “Σε όλες τις απεργιακές φρουρές και τις πορείες οι γυναίκες απεργοί ή οι σύζυγοι των απεργών έπαιζαν ζωτικό ρόλο. Βάδιζαν τους παγωμένους δρόμους δίπλα στους άντρες και συχνά βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή στις διαδηλώσεις, έγκυες γυναίκες και γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά... κρατώντας πλακάτ που έλεγαν 'Θέλουμε ψωμί, θέλουμε και τριαντάφυλλα'. Φαίνεται ότι περισσότερες γυναίκες παρά άντρες συνελήφθησαν για την τρομοκράτηση των απεργοσπαστών στις απεργιακές φρουρές”.
Οι γυναίκες έδιναν σκληρές μάχες με την αστυνομία. Οργανώνοντας από κοινού την φροντίδα των παιδιών, την καθαριότητα, το μαγείρεμα, ξεπέρασαν τα γλωσσικά εμπόδια και βοήθησαν στην ενότητα των απεργών. Επιτροπές γυναικών σε άλλες πόλεις οργανώθηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα για να παραλάβουν τα παιδιά των απεργών έτσι ώστε να βοηθήσουν να συνεχιστεί η απεργία. Η Ελίζαμπεθ Γκέρλι Φλιν, μέλος των Γουόμπλις, 21 ετών αλλά ήδη έμπειρη και δεινή οργανώτρια του εργατικού κινήματος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της απεργίας.
Η απεργία έληξε μετά από 2 μήνες με μια συντριπτική ήττα των αφεντικών. Όχι μόνο αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν πολλά από τα αιτήματα των απεργών, αλλά ιδιοκτήτες κλωστοϋφαντουργιών σε πολλές άλλες περιοχές των ΗΠΑ έκαναν προληπτικές αυξήσεις στους μισθούς σε συνολικά 300 χιλιάδες εργάτες και εργάτριες, από φόβο μην αντιμετωπίσουν τα ίδια. Άλλοι, που δεν έκαναν αυξήσεις, αντιμετώπισαν τα ίδια.
Το γυναικείο ζήτημα
Εκτός από το σύνθημα, την ίδια περίοδο προέκυψε και η ημερομηνία που θα αποτελούσε σταθμό για το γυναικείο κίνημα, η 8 Μάρτη. Οι σοσιαλίστριες των ΗΠΑ, μετά από μια μαζική συνέλευση για το ζήτημα της ψήφου στις 8 Μάρτη 1908, όρισαν την τελευταία Κυριακή του Φλεβάρη σαν “Εθνική Ημέρα Γυναίκας”, κάτι που γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1909. Το καλοκαίρι του 1910, έγινε στην Κοπεγχάγη το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Σοσιαλιστριών, στο πλαίσιο του όγδοου διεθνούς Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Στην εισήγησή της στο συνέδριο η Κλάρα Τσέτκιν σημειώνει: “Σε συνεννόηση με τις ταξικές, πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις του προλεταριάτου σε όλες τις χώρες, οι σοσιαλίστριες γυναίκες όλων των χωρών, θα γιορτάζουν κάθε χρόνο την ημέρα των Γυναικών. Ο βασικός σκοπός θα είναι να βοηθήσει τις γυναίκες να αποκτήσουν το δικαίωμα της ψήφου. Αυτό το αίτημα θα πρέπει να συνδυαστεί με όλο το γυναικείο ζήτημα, έτσι όπως το αντιμετωπίζουν οι σοσιαλιστές. Η μέρα των Γυναικών θα πρέπει να έχει διεθνή χαρακτήρα και να προετοιμάζεται με μεγάλη προσοχή.” Στο συνέδριο συμμετείχαν 100 εκπρόσωποι από 17 χώρες και η πρόταση πέρασε ομόφωνα.
Η Κλάρα Τσέτκιν έδωσε σε όλη της τη ζωή τη μάχη να έχει το γυναικείο κίνημα της εποχής ταξικό προσανατολισμό. Επέμενε ότι για τις αστές ο στόχος των μεταρρυθμίσεων ήταν τα “ίσα δικαιώματα” μέσα στον καπιταλισμό. Για τις εργάτριες όμως η πάλη για μεταρρυθμίσεις είναι απλά ένα μέσο για τον τελικό σκοπό, για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι πιο συντηρητικές φωνές μέσα στο κίνημα της περιόδου μιλούσαν για ψήφο στις γυναίκες με τους ίδιους όρους με τους άντρες. Όμως, την περίοδο εκείνη, για να ψηφίσει ένας άντρας έπρεπε να έχει περιουσία ή να πληρώνει 10 λίρες σε νοίκι, να είναι απόφοιτος πανεπιστημίου και να ζει στο ίδιο μέρος για δώδεκα μήνες. Με αυτούς τους όρους, μόνο ένα 5% των γυναικών θα μπορούσε να κερδίσει τη ψήφο κι αυτό αποκλειστικά από τις ανώτερες τάξεις.
Η αντιπαράθεση πάνω στο αίτημα συνδυαζόταν με τις διαφωνίες πάνω στις μεθόδους πάλης. Ο αγώνας για την ψήφο είχε ριζοσπαστικοποιήσει μεγάλα στρώματα από γυναίκες της μικροαστικής και αστικής τάξης που έφταναν στις πιο ακραίες ενέργειες, όμως για τις εργάτριες το δικαίωμα στην ψήφο ήταν συνδεδεμένο με την πάλη ενάντια στα αφεντικά, με τον αγώνα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης ζητούσαν ειδική προστατευτική νομοθεσία, λιγότερες ώρες εργασίας, κανονισμούς υγιεινής και ασφάλειας, διάλειμμα για ξεκούραση. Η διάσταση της επιλογής ανάμεσα στις βίαιες αλλά απομονωμένες ενέργειες και τη μαζική δράση, ενισχύθηκε από την είσοδο του εργατικού κινήματος στο προσκήνιο.
Μεταξύ του 1900 και του 1912, οι μισθοί έπεσαν 10%. Αλλά το ίδιο διάστημα τα μέλη των συνδικάτων τριπλασιάστηκαν. Μια σειρά μαζικών και συχνά ανεπίσημων απεργιών ξέσπασαν από το 1911 έως το 1914, ενώ μεγάλοι εργατικοί χώροι βγήκαν σε απεργίες για αυξήσεις και καλύτερες συνθήκες εργασίας τα επόμενα χρόνια. Οι επαναστάτριες έδωσαν βάση σε αυτούς τους αγώνες και θεωρούσαν την εργατική τάξη κλειδί για την απελευθέρωση: “Γιατί ειδικές 'Ημέρες Γυναικών'; ...Κάθε διακριτή μορφή πολιτικής δουλειάς στις γυναίκες της εργατικής τάξης είναι ένας τρόπος αφύπνισης της συνείδησης της εργάτριας και προσέλκυσής της στις γραμμές όσων παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Η 'Ημέρα των Γυναικών' και η αργή, υπομονετική πολιτική δουλειά για την αφύπνιση της συνείδησης της εργάτριας υπηρετούν τον σκοπό, όχι της διάσπασης, αλλά της ενότητας της εργατικής τάξης”, έγραφε η Αλεξάνδρα Κολλοντάι το 1913, εν όψει του πρώτου εορτασμού της 8 Μάρτη στη Ρωσία.
Μετά την απόφαση του Διεθνούς Συνεδρίου Σοσιαλιστριών, η Διεθνής Ημέρα Γυναικών γιορτάστηκε για πρώτη φορά στις 18 Μάρτη του 1911 -σαρακοστή επέτειος της Κομμούνας- με πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες και άντρες να διαδηλώνουν σε Γερμανία, Αυστρία, Δανία και Ελβετία, ενώ παράλληλα στις ΗΠΑ γιορτάστηκε η Εθνική Ημέρα Γυναικών τον Φλεβάρη. Το γυναικείο κίνημα αποκτούσε μια ημέρα σύμβολο αγώνων, δράσης και προβολής των αιτημάτων των εργαζόμενων γυναικών. Κάθε χρόνο μέχρι το 1914 εκατοντάδες διαδηλώσεις γίνονταν σε μια σειρά χώρες, μέχρι που ο εορτασμός της Ημέρας των Γυναικών σταμάτησε λόγω του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Το νήμα ξαναπιάστηκε με τον πιο εμβληματικό τρόπο: στις 8 Μάρτη του 1917, εργάτριες στην υφαντουργία της Πετρούπολης απεργούν και διαδηλώνουν ενάντια στις ελλείψεις τροφίμων, τραβώντας μαζί τους όλη την εργατική τάξη και ξεκινώντας τη Ρώσικη Επανάσταση.
Με την έκρηξη της δεκαετίας του '60 και όλα τα ζητήματα που άνοιξε το πολύπλευρο κίνημα που ξαναβγήκε στους αγώνες διεθνώς, αναζωπυρώθηκε και η παγκόσμια ημέρα γυναικών. Το 1975 έφτασε να την αναγνωρίσει και ο ΟΗΕ. Σήμερα η 8 Μάρτη, μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από τις επαναστάτριες του προηγούμενου αιώνα, έχει γίνει ξανά κέντρο αγώνων για την απελευθέρωση. Και σήμερα το οργανωμένο εργατικό κίνημα είναι ξανά κεντρικό στον αγώνα για “ψωμί και τριαντάφυλλα”.