Συνεντεύξεις
“ΠΑΡΟΝΤΕΣ” στους δρόμους: Συνέντευξη με τον Γιώργο Αυγερόπουλο

Γιώργος Αυγερόπουλος

Oι Παρόντες, το νέο σου ντοκιμαντέρ, πραγματεύεται την πανδημία και τη διαχείρισή της στην Ελλάδα. Πες μας αρχικά μερικά πράγματα για αυτό.

Ονομάζεται Παρόντες για δυο λόγους. Αφενός προκειμένου να δηλώσουμε παρόντες στο όνομα των ανθρώπων που έφυγαν νικημένοι από τη νόσο, αφετέρου γιατί παρατηρούμε το τι συνέβη στην Ελλάδα η οποία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Τα δέκα χρόνια που προηγήθηκαν υπέστη άγριες νεοφιλελεύθερες πολιτικές οι οποίες προκάλεσαν πληγές που δεν είχαν προλάβει να επουλωθούν όταν ήρθε η πανδημία. Αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα όχι μόνο εμάς αλλά και το διεθνές ακροατήριο. Κι έτσι αναδεικνύεται η μεγάλη εικόνα. Μέσα από την «τοπική» ιστορία να αναδειχθεί η παγκόσμια πραγματικότητα και η συζήτηση που χρειάζεται να γίνει. Για το πως δηλαδή το σύστημα που κυριάρχησε στις κοινωνίες μας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να δώσει καμία απολύτως λύση. Και μέσα από μια πανδημία, αυτό έγινε ξεκάθαρο σε όλους. Απέδειξε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και η συζήτηση που αναπτύσσεται είναι τι θα γίνει από δω και πέρα. Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που να βασίζεται στην αναγνώριση ότι οι πλούσιοι κέρδισαν πάρα πολλά, οι φτωχοί έχασαν πάρα πολλά και αυτή η πανδημία ήρθε να εντείνει αυτές τις ήδη απογειωμένες ανισότητες.

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε ότι δεν στερείται ο λόγος στα κυβερνητικά στελέχη, με αποτέλεσμα όμως να τους απογυμνώνει κι όχι να τους εξωραΐζει, όπως γίνεται κατά κύριο λόγο στα ΜΜΕ σήμερα. Πως σχολιάζεις τη σημερινή κατάσταση του Τύπου;

Όπως ξέρεις πάντα αναζητώ να έχω και την αντίθετη άποψη, όπως επίσης και αναζητώ τους πρωταγωνιστές της ιστορίας που πραγματεύεται ένα ρεπορτάζ. Κατά συνέπεια οι πολιτικοί διαχειριστές της πανδημίας έπρεπε να είναι στο έργο, γεγονός που χρειάστηκε πολύ χρόνο και προσπάθεια για να το καταφέρω. Προσπάθησαν να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους όσο καλύτερα μπορούσαν.

Βρισκόμαστε σε μια περίεργη εποχή. Δεν ακούγεται κριτική στην κυβέρνηση από τα ΜΜΕ. Είναι θλιβερό αυτό. Η καλόπιστη και πολιτισμένη κριτική σε οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι η ουσία της δημοσιογραφίας. Δεν είμαστε εδώ για να χτυπάμε φιλικά στην πλάτη την οποιαδήποτε κυβέρνηση και να την παινεύουμε. Είναι αυτονόητο ότι μια κυβέρνηση πρέπει να κάνει τα πράγματα σωστά. Και χρέος μας είναι να αναδεικνύουμε αυτά που δεν κάνει σωστά. Αντ’ αυτού έχουμε βρεθεί σε μια πολύ άσχημη κατάσταση. Να μη γίνεται καμία κριτική και όποιος την κάνει να θεωρείται αυτόματα «αναρχοσυριζομαδουραίος» όπως λένε και να πετροβολείται. Αυτό δείχνει την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Δεν θυμάμαι να συνέβαινε ξανά κάτι τέτοιο. Τα ΜΜΕ να ευλογούν όλα μαζί μια κυβέρνηση. Μοιρασμένα ήταν συνήθως, κάποια προσκείμενα στην κυβέρνηση και κάποια στην αντιπολίτευση. Ακόμα και στα πρώτα μπορούσαν να ακουστούν φωνές κριτικής στα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Η τάση που επικρατεί τώρα είναι καταστροφική για την κοινωνία και την ποιότητα της δημοκρατίας.

Ήταν καθήκον μου λοιπόν να αναζητήσω την επίσημη κυβερνητική θέση και πιστεύω ότι καλό θα είναι όλοι αυτοί που βρίσκονται σε θέση εξουσίας να αναγνωρίζουν την κριτική και να δέχονται τα λάθη τους. Δεν είναι δυνατόν να τα κάνεις όλα τέλεια. Αν έχεις γεμάτα νοσοκομεία αυτή τη στιγμή κάτι έκανες λάθος. Δεν υπάρχει ούτε μια συγγνώμη, ένα ψήγμα αυτοκριτικής. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό.

Ειδικά σε αυτές τις συνθήκες μια εξουσία χρειάζεται να πάει την κοινωνία πιο μπροστά. Δεν βρισκόμαστε πια στα χρόνια των μνημονίων, της αυστηρής λιτότητας και της οικονομικής κρίσης. Αλλά σε κάτι ακόμα σοβαρότερο. Θα πεινάσει πολύς κόσμος.

Κάνουμε αυτή τη συζήτηση στη συμπλήρωση ενός χρόνου από όταν ο Κικίλιας ανακοίνωσε το πρώτο κρούσμα. Ποιες νομίζεις ότι είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης για το σημείο που βρισκόμαστε μετά από ένα χρόνο;

Στα νοσοκομεία της Αττικής τη στιγμή που μιλάμε οι ελεύθερες κλίνες είναι ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι κάτι έχει πάει στραβά. Αντίστοιχα τον Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη. Η Επιτροπή των Λοιμοξιολόγων έλεγαν «έχουμε 7 κρούσματα» και ξαφνικά η Θεσσαλονίκη κινδύνεψε να γίνει το νέο Μπέργκαμο. Προφανώς η κυβέρνηση κάτι δεν έκανε σωστά.

Θεωρώ σημαντικό τον τρόπο με τον οποίο άνοιξε ο τουρισμός. Έπρεπε να ανοίξει αλλά με συγκεκριμένους όρους ασφάλειας. Αντ’ αυτού δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Ακόμα και σήμερα τόσους μήνες μετά το σύστημα που εφαρμόζεται είναι τελείως λάθος. Δεν μπορείς δειγματοληπτικά να προσπαθείς να ανιχνεύσεις τη διασπορά. Κάνε συστηματικό έλεγχο. Την Κυριακή π.χ στα σχολεία της κάθε γειτονιάς θα γίνονται τεστ. Έλεγξε όλο τον πληθυσμό. Δεν γίνεται να βγάζεις νούμερα κρουσμάτων παίζοντας με τον αριθμό των τεστ που κάνεις. Κι αυτό δεν το λέω εγώ. Το λένε οι επιστήμονες με τους οποίους μιλήσαμε.

Από την άλλη αυτό που γίνεται είναι η μετακύλιση της ευθύνης από την Πολιτεία στους πολίτες. «Φταίτε εσείς που κάνετε πάρτυ», «Που δεν φοράτε σωστά τη μάσκα». «Φταίτε εσείς που στριμώχνεστε στα λεωφορεία» αλλά την ίδια στιγμή «δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τα λεωφορεία». Δεν είναι δυνατόν να ακούγεται από το στόμα ενός κυβερνητικού αξιωματούχου το «τι να κάνουμε, αυτά μπορεί να κάνει μια πολιτεία» και φέρνω συγκεκριμένα τα λεωφορεία ως παράδειγμα. Γίνεται να γεμίσουν οι ΜΕΘ και να βγουν να πουν «αυτά μπορέσαμε να κάνουμε σαν πολιτεία, τώρα πεθάνετε»;. Δεν το δέχομαι σαν πολίτης αυτής της χώρας. Και δεν το δέχομαι γιατί σε αυτή την πανδημία το μάθημα που πήραμε ήταν ότι όταν το κράτος θέλει μπορεί. Αυτή η μετακύλιση της ευθύνης αφενός δείχνει μια ανευθυνότητα κι αφετέρου μια αλαζονεία.

Οι αγώνες που ξεδιπλώθηκαν αυτή τη χρονιά είναι ένα βασικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ. Τόσο των εργαζόμενων στα νοσοκομεία όσο και των υπόλοιπων κλάδων, όπως αυτόν της Τέχνης, που παλεύουν ενάντια στις συνέπειες της πανδημίας. Ενώ πολλοί κινηματογραφιστές υποτιμούν αυτή την πτυχή στα ντοκιμαντέρ τους εσύ συστηματικά επιλέγεις να τους αναδεικνύεις στις ταινίες σου.

Η ιστορία γράφεται στο δρόμο. Επομένως δεν μπορείς να αγνοήσεις το τι συμβαίνει εκεί. Ωραίες οι αναλύσεις αλλά ο κόσμος όταν εκφράζει τη φωνή του, την εκφράζει κατεβαίνοντας στο δρόμο. Δεν θα μπορούσε να λείπει από μια αφήγηση μιας εποχής. Πολλές φορές τη σηματοδοτεί μάλιστα. Για παράδειγμα αυτό που έγινε στην πλατεία Συντάγματος την περίοδο του 2011, σημάδεψε μια εποχή και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο προσπαθούν να το υποβαθμίσουν όσο γίνεται περισσότερο. Το ίδιο και σε σχέση με την εξέγερση του 2008 κλπ.

Όσον αφορά τους γιατρούς και τους εργαζόμενους των νοσοκομείων έχουν δύο ρόλους. Ο πρώτος είναι να σε κάνουν καλά. Ταυτόχρονα έχουν το καθήκον να ενημερώνουν την κοινωνία για το τι συμβαίνει. Όταν λοιπόν στις συγκεντρώσεις έξω από το Υπουργείο Υγείας φώναζαν ότι δεν έχει προετοιμαστεί το ΕΣΥ και ο υπουργός χάνει πολύτιμο χρόνο, έπρεπε να ακουστούν πάρα πολύ σοβαρά. Οι εργαζόμενοι των νοσοκομείων παλεύουν για τη δημόσια Υγεία. Δεν έκαναν μικροπολιτική. Αν όλα ήταν καλά, υπήρχε επάρκεια σε ΜΕΘ, προσωπικό κλπ δεν θα βρίσκονταν στο δρόμο, να χάνουν μεροκάματα και να ταλαιπωριούνται. Χρειάζεται να τους ακούμε επομένως. Να ακούμε τη φωνή των ανθρώπων που δεν έχουν φωνή πολλές φορές. Όπως και οι εργαζόμενοι της Τέχνης επίσης. Έχω φίλους μουσικούς και νιώθω την αγωνία τους. Είναι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει ούτε μισό μεροκάματο εδώ κι ένα χρόνο. Είναι θλιβερό να είναι αναγκασμένοι οι άνθρωποι της Τέχνης να πηγαίνουν στα συσσίτια. Άλλο ένα σημείο που από την κυβέρνηση δεν ακούστηκε ούτε μια λέξη αυτοκριτικής.

Η ανάγκη για υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα, της Υγείας και όχι μόνο, είναι ένα ακόμη σημείο που αναδεικνύεται στην ταινία.

Νομίζω ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του δημοσίου. Το δημόσιο δεν είναι ένα βάρος. Δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στο πρόσωπο της εφορίας. Αντικατοπτρίζεται στην Παιδεία, στην Υγεία. Υπήρξε τεράστιος αγώνας για να στηθούν όταν στήθηκαν και ήταν κέρδος για την κοινωνία. Κι όμως το δημόσιο ακούγεται ως «το σκληρό πρόσωπο του κράτους». Δεν είναι έτσι. Είναι η περιουσία μας και η κάθε εξουσία θα έπρεπε να είναι υπόλογη για το πως τη διαχειρίζεται. Όταν λοιπόν υποβαθμίζεται μια δημόσια υπηρεσία που έχει να κάνει με την ίδια σου τη ζωή πρέπει όλοι να βγαίνουν στο δρόμο.

Στα χρόνια των μνημονίων όλες οι πολιτικές οδηγούσαν στην υποβάθμιση του δημόσιο συστήματος Υγείας με τις απολύσεις και τις περικοπές και δινόταν όλο και μεγαλύτερος χώρος στην ιδιωτικοποίηση. Η πανδημία στην πράξη ανέδειξε το ρόλο του δημόσιου συστήματος Υγείας και άλλαξε το μοτίβο των επιχειρημάτων τους. Τώρα μιλάνε για το ναι μεν σημαντικό ρόλο της δημόσιας Υγείας αλλά για τη σύμπλευσή της με τον ιδιωτικό. Δεν υπάρχει στο concept των κυβερνήσεων η ανάγκη για τον καθολικό δημόσιο χαρακτήρα της Υγείας. Δεν είναι γιατί είναι κακοί άνθρωποι. Είναι μια ολόκληρη σχολή σκέψης. Κι όμως όπως στις περισσότερες περιπτώσεις ανά τον κόσμο βλέπουμε, στις περιπτώσεις σύμπραξης του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα κερδισμένος βγαίνει ο ιδιωτικός.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό με τους αυτοκινητόδρομους. Το κράτος εγγυήθηκε τα χαμένα κέρδη των ιδιωτικών εταιριών. Όχι τη ζημιά. Είναι διαφορετικό. Είναι εντυπωσιακό γιατί οι αυτοκινητόδρομοι, όπως και οι εταιρίες νερού, δεν έχουν κανένα ρίσκο σε ότι έχει να κάνει με την επένδυση, γεγονός το οποίο έρχεται σε αντίθεση με όλη τη φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς. Ο μπακάλης π.χ αντιμετωπίζει ένα ρίσκο. Καμία κυβέρνηση δεν έχει πει ότι θα του καλύψει τα κέρδη που έχασε. 

Σε λίγες μέρες είναι η 8η Μάρτη, Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών όπου φέτος υπάρχει πανεργατική απεργιακή κινητοποίηση και μάλιστα στην περίοδο του ελληνικού #metoo. Στην ταινία αναδεικνύονται από πολλά παραδείγματα οι συνέπειες της πανδημίας στις γυναίκες, τόσο στο σπίτι όσο και στη δουλειά.

Καταρχάς ήταν καιρός επιτέλους να ανοίξει το κίνημα #metoo και στην Ελλάδα. Το να αρχίσουν να ανοίγουν στόματα και να μιλάνε για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις και για την παρενόχληση εν γένει στους χώρους εργασίας. Ευτυχώς που υπήρξε η Μπεκατώρου. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Την περίοδο της πανδημίας όλες οι μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες πλήρωσαν πιο ακριβά τις συνέπειές της. Τους ζητάνε να είναι καλές σύζυγοι, καλές μητέρες, καλές επαγγελματίες, καλές νοικοκυρές και ταυτόχρονα στη δουλειά έρχονται αντιμέτωπες και με τη σεξουαλική παρενόχληση. Επομένως θεωρώ ότι είναι μεγάλο προχώρημα το ότι έχουν ανοίξει αυτά τα ζητήματα.

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που πιάνει το ντοκιμαντέρ είναι το ζήτημα των προσφύγων και της αντιμετώπισής τους από την κυβέρνηση τη χρονιά της πανδημίας.

Η υπόθεση των προσφύγων είναι το κυρίαρχο παράδειγμα της προσχηματικής χρήσης της πανδημίας προκειμένου να επιτευχθούν πολιτικές οι οποίες είναι στο τραπέζι. Για παράδειγμα όταν, το καλοκαίρι, χαλάρωσαν τα μέτρα και μπορούσαμε να κυκλοφορούμε όπου θέλαμε, οι πρόσφυγες συνέχισαν να βρίσκονται σε καραντίνα για έναν απροσδιόριστο λόγο που κανείς δεν εξηγούσε. Και είδαμε τη Μόρια με κάποιο τρόπο να παίρνει φωτιά κι έπειτα να μεταφέρονται όλοι σε κλειστές δομές. Εργαλειοποιήθηκε η καραντίνα για να φτιαχτούν οι κλειστές δομές.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εργαλειοποιήθηκε η καραντίνα για πολλά ζητήματα. Όπως την απαγόρευση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Όταν τις ημέρες της επετείου του Πολυτεχνείου, ο αρχηγός της αστυνομίας απαγορεύει τις συναθροίσεις άνω των 4 ατόμων σε όλη την επικράτεια, αυτό δεν αποτελεί την αναστολή του δικαιώματος που προβλέπεται από το Σύνταγμα σε περιόδους πολέμου και πολιορκίας και με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. Είναι πέρα από τη συνταγματική πρόβλεψη. Δεν μπορεί να το κάνει ο αρχηγός της αστυνομίας αυτό. Και ήταν πάρα πολύ συγκινητικό εκείνες τις ημέρες να βλέπεις τον κόσμο να αψηφά τις απαγορεύσεις και να βγαίνει στο δρόμο. Με χάλασαν πάρα πολύ οι δηλώσεις του Χρυσοχοΐδη ότι «οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια». Πολύ σκοτεινό.

Τους Παρόντες πως θα μπορεί να τους δει όποιος θελήσει;

Από τις 12 Μαρτίου η ταινία θα προβάλλεται δωρεάν σε τακτικές προγραμματισμένες προβολές σαν ψηφιακός κινηματογράφος. Η πρόσβαση θα είναι σε όλους δωρεάν, που είναι μια πολύ καλή πρωτοβουλία του iMED.

 

Ο Γιώργος Αυγερόπουλος μίλησε στον Στέλιο Μιχαηλίδη