Εργατικό κίνημα
Ταξικές απαντήσεις στις «μεταφιλελεύθερες» χυδαιότητες

8 Μάρτη 2021, Αθήνα. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης

«Αναφέρομαι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που συρρέουν τα τελευταία χρόνια από την Ασία και την Αφρική. Μας βρήκαν ανέτοιμους και ανίκανους να τους υποδεχθούμε. Και τότε ξεκίνησε μια εργώδης προσπάθεια της Αριστεράς για να πείσει την ελληνική κοινωνία να δεχθεί τον βιασμό ως ευκαιρία. Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου κατάργησε τα θαλάσσια σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε το αίσχος της Μόριας από τους ανθρωπιστές και οι ΜΚΟ υποκατέστησαν το ελληνικό κράτος. Οργανώθηκε ο εποικισμός του κέντρου της Αθήνας... Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν χρίζονταν πάραυτα ακροδεξιοί... Σύμμαχοι των υπολογισμών της Αριστεράς οι μαχητές της πολιτικής ορθότητας... Στη Γαλλία έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για τον “ισλαμοαριστερισμό” και τη διείσδυσή του στο πανεπιστήμιο. Μήπως ήρθε η ώρα ...να απαλλαγούμε από τα ιδεολογήματα της πολιτικής ορθότητας και τον καιροσκοπισμό της Αριστεράς».

Έσπασε όλα τα κοντέρ ψέματος και ρατσιστικής χυδαιότητας το άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής με τίτλο «Mετανάστες, αριστερά και πολιτική ορθότητα». Ακόμη και οι πέτρες γνωρίζουν πολύ καλά ότι το 2015 η «ελληνική κοινωνία» δεν «βιάστηκε» από τους πρόσφυγες αντίθετα έγινε παγκόσμιο παράδειγμα αλληλεγγύης γιατί τους υποδέχθηκε. Ότι μουσουλμανικοί και χριστιανικοί πληθυσμοί ζούσαν και εξακολουθούν να ζουν και να συμβιώνουν στην Θράκη εδώ και αιώνες. Ότι την Μόρια τη δημιούργησαν και τη συντηρούν από το 2016 οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ΕΕ σε συνεργασία με την Τουρκία. 

Η αρθρογραφία αυτού του είδους δεν είναι η μοναδική βέβαια ούτε στην Ελλάδα ούτε και διεθνώς. Όταν ο Θεοδωρόπουλος καλεί την δεξιά να αφήσει πίσω τον όποιο φιλελευθερισμό της, ακολουθεί τη στρατηγική του Τραμπ και του ακροδεξιού συμβούλου του Στιβ Μπάνον. 

Αναμασημένος ρατσισμός

Ο κόσμος είναι φύσει «ρατσιστής» και «εθνικιστής» λέει λίγο-πολύ αυτό το κομμάτι της δεξιάς πολυκατοικίας καλώντας την να σταματήσει να είναι αμυντική απέναντι στην «πολιτική ορθότητα» και στις «ιδεοληψίες της αριστεράς». Αλλά στην ουσία την καλεί να συνοδεύσει την (καθόλου αμυντική), απάνθρωπη και εφαρμοσμένη πρακτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των κλειστών συνόρων με μια ιδεολογική επίθεση που να μπορεί όχι απλά να δικαιολογεί αλλά να εμφανίζει σαν φυσιολογικά και αναγκαία αυτά τα εγκλήματα. 

Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στην ιστορία. Το ιδεολόγημα ότι οι μαύροι είναι κατώτεροι από τους λευκούς εμφανίστηκε για πρώτη φορά αμέσως μετά το οργανωμένο δουλεμπόριο που σημάδεψε το μεγάλο μπουμ της πρώτης καπιταλιστικής συσσώρευσης για να εξηγήσει την αντίφαση της αστικής τάξης που διεκδίκησε την εξουσία μιλώντας για ισότητα και αδελφοσύνη. 

Στη συνέχεια, το ρατσιστικό ιδεολόγημα χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τα εγκλήματα της Αποικιοκρατίας όχι μόνο ενάντια στους μαύρους αλλά σε όλους τους «έγχρωμους» πληθυσμούς του πλανήτη. Μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ δικαιολόγησε για δεκαετίες το καθεστώς της δουλείας -που χρειάστηκε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος για να καταργηθεί. Για να το διαδεχθεί με τη σειρά του ένα ρατσιστικό απαρτχάιντ που ίσχυσε μέχρι την δεκαετία του ’60 στις νότιες πολιτείες. 

Ήταν το τεράστιο κίνημα για τα ίσα δικαιώματα στις ΗΠΑ που έβαλε τέλος σε αυτό το θεσμικό απαρτχάιντ μέσα από πολύ σκληρούς αγώνες διεκδικώντας συνολικότερα το τέλος της ρατσιστικής καταπίεσης. Και ήταν συνολικότερα το κίνημα αμφισβήτησης του συστήματος που την δεκαετία του ’60 ανάγκασε την κυρίαρχη τάξη να αντιμετωπίζει τους μαύρους και όλους τους καταπιεσμένους με μια «κατανόηση», τουλάχιστον ασυνήθιστη τις προηγούμενες δεκαετίες. 

Πλανώνται όσοι αναζητούν τις ρίζες αυτής της «αβρότητας» στους κύκλους των φιλελεύθερων διανοουμένων. Επιβλήθηκε στην πράξη η αλλαγή, στους δρόμους, από τους καθημερινούς ανθρώπους. Που σιχάθηκαν να αποκαλούν υποτιμητικά τους μαύρους «αράπηδες», τους ομοφυλόφιλους «αδελφές», τους ντόπιους Αμερικάνους «ινδιάνους», τους λατινοαμερικάνους «τεμπέληδες», τους μετανάστες «λάθρο», τους ρομά «γύφτους», τους εβραίους πηγή κάθε κακού, τους ψυχικά ασθενείς «για δέσιμο», τους ανάπηρους «για τον Καιάδα» και τις γυναίκες «για να πλένουν κάνα πιάτο». Που πάλεψαν και πέτυχαν να τους σέβονται - τουλάχιστον στα λόγια.

Σήμερα η απόπειρα αντεπίθεσης των λογής-λογής ακροδεξιών και alt-right γίνεται με όρους «ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου» αλλά η αλήθεια είναι ότι το μόνο που υπερασπίζονται είναι το «δικαίωμά τους» -αυτοί οι καλοπληρωμένοι σφουγγοκωλάριοι της άρχουσας τάξης- να βρίζουν και να συκοφαντούν όπως και όποτε γουστάρουν εκείνους που δεν έχουν φωνή γιατί είναι αποκλεισμένοι από τα ΜΜΕ. Γίνεται με όρους υπερβολής και ηλίθιων ανεκδότων -του τύπου «σε λίγο θα ζητήσουν να λέμε τον μαύρο καφέ αφροαμερικάνικο»- που μόνοι τους παράγουν και αναπαράγουν προκειμένου να ευτελίσουν την φωνή των αδυνάμων. 

Γίνεται με «πραγματιστικούς» όρους, ότι τάχα αντιμάχονται έναν παραλογισμό που έρχεται σε αντίθεση με τα «αυτονόητα», του τύπου «που κολλάνε οι μαύροι και οι μουσουλμάνοι με την επανάσταση του ’21;» (παρόλο που οι μαύροι της Αϊτής ήταν οι πρώτοι που έσπευσαν ανιδιοτελώς στο πλευρό της επανάστασης και οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί εξεγείρονταν ενάντια στον Σουλτάνο). Ενώ στην ουσία, αντιμάχονται όσους αμφισβητούν την «αυτονόητη» πραγματικότητα του καπιταλισμού σήμερα που υπαγορεύει ότι χιλιάδες μαύρα παιδιά και παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα υπόλοιπα. 

Γίνεται τέλος αυτή η αντεπίθεση με όρους αξιοποίησης όλων των εγγενών αδυναμιών της φιλελεύθερης «πολιτικής ορθότητας», που ούσα ψεύτικη και επιλεκτική, φροντίζει, ακολουθώντας τη μεταμοντέρνα θεώρηση της ιστορίας, να στρογγυλεύει την πραγματικότητα κατά πώς την βολεύει. 

Αλλά οι απόπειρες του ακροδεξιού συρφετού και κομματιών της άρχουσας τάξης να επιστρέψουν στο παραδοσιακό ιδεολογικό της οπλοστάσιο, είναι η μια πλευρά της ταξικής πόλωσης που γεννά η μακρόσυρτη κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Το Black Lives Matter και το Μetoo είναι οι ζωντανές αποδείξεις ότι, μισό αιώνα μετά την έκρηξη της δεκαετίας του ‘60, το κίνημα είναι παρόν και δυνατό και στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. 

Είναι οι αποδείξεις επίσης ότι η «πολιτική ορθότητα» της φιλελεύθερης κυρίαρχης τάξης που περιορίστηκε σε τυπικές αλλαγές λεξιλογίου και φλύαρες διακηρύξεις ενώ στην πράξη η καταπίεση συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε – δεν μπορεί να είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Δεν είναι το «καλό» σύστημα που θα επιβάλει στα «κακά» άτομα να σέβονται τον διπλανό τους. 

Ταξική ορθότητα

Χρειάζεται να εντοπίσει κανείς τη ρίζα της καταπίεσης στην ταξική φύση του συστήματος. Γράφει ο Άλεξ Καλίνικος σε πρόσφατο άρθρο του σχετικά με την απόπειρα των αρχών στη Βρετανία να αποκρύψουν ότι τα υψηλά ποσοστά θανάτων μαύρων και ασιατών από τον κορονοϊό έχουν σχέση με το συστημικό ρατσισμό: 

«Μια καπιταλιστική κοινωνία σαν τη Βρετανία είναι δομημένη από την ταξική σχέση ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Οι εργάτες και εργάτριες που είναι πιο ευάλωτοι/ες, εξαιτίας της καταπίεσής τους – για παράδειγμα εξ αιτίας του ρατσισμού ή επειδή είναι γυναίκες, μετανάστες/τριες ή ΛΟΑΤΚΙ– έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πληρώνονται λιγότερο, να δουλεύουν πιο σκληρά, να εργάζονται και να ζουν σε χειρότερες συνθήκες. Ο ρατσισμός και άλλες μορφές καταπίεσης δεν μετατρέπουν απλώς κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης σε πιο ευάλωτα. Καθιστούν πιο αδύναμη ολόκληρη την εργατική τάξη γιατί η καταπίεση μπορεί να τη διαιρεί. Μια ενωμένη εργατική τάξη θα τσάκιζε κάθε μορφή καταπίεσης, καθώς και τις ρίζες της, που βρίσκονται στον καπιταλισμό».

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν στην Ελλάδα και σε όλον τον πλανήτη και είναι μέσα από αυτήν την ταξική σκοπιά που πρέπει να απαντήσουμε στους κάθε λογής ακροδεξιούς που μέσω της αμφισβήτησης της φιλελεύθερης «πολιτικής ορθότητας» επιχειρούν να σκληρύνουν την ιδεολογική επίθεση στην ενότητα της εργατικής τάξης για να τη συντρίψουν. 

Η απάντηση στις ρατσιστικές και σεξιστικές διακρίσεις είναι η πολιτική ορθότητα της ενότητας της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Είναι ο κοινός αγώνας στο δρόμο και ακόμη περισσότερο στους χώρους δουλειάς, εκεί όπου οι εργάτες ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, φύλο, θρησκευτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικές προτιμήσεις δίνουν μαζί τη μάχη ενάντια στην εκμετάλλευση, που μπορεί να τσακίσει αποτελεσματικά τα στερεότυπα της κυρίαρχης ιδεολογίας που επιβάλλονται από το σύστημα και αναπαράγονται μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Είναι μέσα σε αυτόν τον κοινό συλλογικό αγώνα που σπάνε οργανικά και αληθινά οι προκαταλήψεις που το ένα ή το άλλο κομμάτι της εργατικής τάξης κουβαλάει για το άλλο, είναι μέσα από αυτόν τον αγώνα που μπορούμε να φτάσουμε στην ανατροπή αυτού του συστήματος και την κατάργηση όλων των ρατσιστικών και σεξιστικών διακρίσεων και στερεοτύπων στην πράξη.