Ιστορία
45 χρόνια από τη μάχη του ν. 330: Και τότε και σήμερα, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη

Η γενική απεργία του Μάη του 1976

Ο αντεργατικός-αντιαπεργιακός νόμος Χατζηδάκη που ετοιμάζεται να φέρει στην Βουλή η κυβέρνηση Μητσοτάκη βάζει στο στόχαστρο εργατικές κατακτήσεις, τα συνδικάτα, το δικαίωμα των εργαζομένων στον συνδικαλισμό, τις συλλογικές συμβάσεις και το πιο ισχυρό όπλο που έχουν, αυτό της απεργίας. 

Οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες, σύσσωμη η άρχουσα τάξη της χώρας και μαζί της οι πολιτικοί της εκφραστές προχωράνε σε αυτήν την επίθεση έχοντας την πικρή εμπειρία μιας ολόκληρης μνημονιακής δεκαετίας που σημαδεύτηκε από απεργίες. Προχωράνε σε αυτήν την κίνηση γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι μπαίνουμε ξανά σε μια περίοδο κρίσης. 

Αυτή η εικόνα κάνει αναπόφευκτες τις συνδέσεις με την πρώτη παρόμοια απόπειρα της Νέας Δημοκρατίας αμέσως μετά το πρώτο ορμητικό απεργιακό κύμα της μεταπολίτευσης να ψηφίσει  τον περιβοήτο αντιαπεργιακό «Νόμο 330». Ακριβώς 45 χρόνια πριν, στις 25 Μάη του 1976 η τότε κυβέρνησή της βρέθηκε αντιμέτωπη με μια 48ωρη γενική απεργία που κήρυξαν σωματεία και ομοσπονδίες, με δεκάδες χιλιάδες απεργούς να συγκρούονται με τα ΜΑΤ και τις αύρες της αστυνομίας που άφησαν πίσω νεκρή μια μικροπωλήτρια στην Ομόνοια.

Η πτώση της χούντας το καλοκαίρι του 1974, έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μια τεράστια νίκη του κινήματος που ήρθε από τα κάτω, βγάζοντας στο προσκήνιο των εξελίξεων την εργατική τάξη που άναψε φωτιά στο σύστημα τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οπλισμένοι με την αυτοπεποίθηση που έδωσε το Πολυτεχνείο, οι εργαζόμενοι-ες μπήκαν στη μάχη για να διεκδικήσουν όλα εκείνα τα δικαιώματα που τους στέρησε η επταετία αλλά και την «αποχουντοποίηση» στον ίδιο τον χώρο δουλειάς τους και σε ολόκληρη κοινωνία. 

Το ξεκίνημα έγινε με την απεργία της Νάσιοναλ Καν τον Οκτώβρη του 1974 με πρωτοβουλία της εργοστασιακής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί (τα σωματεία στους χώρους ήταν ανύπαρκτα από την εποχή της χούντας, ενώ η ΓΣΕΕ, οι περισσότερες ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα ήταν κάτω από τον έλεγχο διορισμένων ή  ‘εκλεγμένων’ με νοθεία δεξιών εργατοπατέρων. Στη Νάσιοναλ Καν απεργούν μαζί Πακιστανοί μετανάστες και ντόπιοι εργατες/τριες.

Τη Νάσιοναλ Καν ακολούθησαν οι τεχνικοί Τύπου, η ΗΒΗ, η Ολυμπιακή, η ΙΤΤ, η Πεσινέ, οι μεταλλωρύχοι του Μποδοσάκη, τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας, οι έκτακτοι του ΟΠΑΠ, οι γιατροί του ΚΑΤ. Το 1975, στη μάχη μπαίνουν πλέον όλα τα μεγάλα εργοστάσια που γίνονται κάστρα του απεργιακού αγώνα: Βιαμάξ, Βιοχάλκο, όλα τα Ναυπηγεία, όλα τα Ορυχεία, Πίτσος, Εσκιμό, Ιζόλα, Τριαντέξ, Τρικοπί, Φούλγκορ, Βιοχρώμ, ΕΤΜΑ, Λαδόπουλος –ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. 

Το κίνημα περνάει από το ένα εργοστάσιο στο άλλο αγκαλιάζοντας ολόκληρους τους κλάδους αιχμής: Κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρικές συσκευές, ναυπηγεία, αμαξώματα, οικοδομές. Τον Ιούλη του 1975, η πρώτη επέτειος από την πτώση της χούντας σημαδεύεται από την απεργία των οικοδόμων και την άγρια σύγκρουση με την αστυνομία στους δρόμους της Αθήνας. Οι μαίες και οι νοσοκόμες που δουλεύουν στις κλινικές (ΕΣΥ βέβαια δεν υπήρχε) κατεβαίνουν στους δρόμους, οι τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ ξεκινάνε απεργίες. 

Μαζικές απεργίες

Τα χαρακτηριστικά των απεργιών συμπυκνώνει η απεργία διαρκείας που ξεκινάει στα μέσα Αυγούστου του 1975 στην Χαρτοποιία ΜΕΛ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Οι εργάτες της ανακάλυψαν από την αρχή πώς οργανώνεις απεργία, κατάληψη, συμπαράσταση. Δυο μήνες μετά το ξεκίνημα της απεργίας κατεβαίνουν στην Αθήνα. Ξενυχτάνε μπροστά στη Βουλή και κάνουν συνελεύσεις στα Προπύλαια. Η κυβέρνηση στέλνει αστυνομία να τους διώξει. Οι απεργοί υπερασπίζονται το χώρο μαζί με συμπαραστάτες. Αποφασίζουν τελικά να πάνε στο Πολυτεχνείο φωνάζοντας “Το δρόμο τον δείχνει ο Νοέμβρης” και το κάνουν κέντρο αγώνα. Έτσι κερδήθηκε το άσυλο. Οι απεργοί εκδίδουν την “Φωνή των απεργών της ΜΕΛ” η οποία  μετατρέπεται σε εργαλείο συμπαράστασης, με χιλιάδες φύλλα να πουλιούνται σε άλλα εργοστάσια όπου συγκεντρώνονται χρήματα για τους απεργούς. Η ΜΕΛ οργανώνει συναυλίες αλληλεγγύης και συγκεντρώσεις συμπαράστασης μέσα στο Πολυτεχνείο

Στην Πάτρα, όπου είχε ξεκινήσει νωρίτερα απεργία σε ένα άλλο εργοστάσιο του ίδιου ιδιοκτήτη, του Λαδόπουλου, η αλληλεγγύη ήταν συγκλονιστική. Στην πρωτοβουλία που πήραμε να οργανώσουμε συναυλία με τον Μικρούτσικο, τη Δημητριάδη και άλλους μαζέψαμε περίπου 100.000 δραχμές για τους απεργούς, ένα τεράστιο νούμερο για την εποχή. Για ένα διάστημα οι εργάτες της Πάτρας ανέβηκαν και αυτοί στην Αθήνα, όπου ενώθηκαν με τη ΜΕΛ. Αυτό είναι μια ακόμη τακτική που γενικεύτηκε στις απεργίες του '74-'76. Να απεργούν ταυτόχρονα σε πολλά μαγαζιά του ίδιου αφεντικού, για να αυξάνεται η πίεση. Τελικά ενώ πλησίαζε η επέτειος του Πολυτεχνείου και με πρόσχημα ότι “ο γιορτασμός του δεν προσφέρεται για οικονομικούς αγώνες”, η ελεγχόμενη από την ρεφορμιστική αριστερά ΕΦΕΕ, απαιτεί από τους απεργούς να φύγουν. Οι εργάτες γύρισαν στο εργοστάσιο και έβαλαν μπρος τις μηχανές, κάτω από το δικό τους έλεγχο. Τελικά η εργοδοσία υποχώρησε, έδωσε αυξήσεις και πλήρωσε ακόμη και τις μέρες της απεργίας. 

Το 1976, στο αποκορύφωμά αυτού του κινήματος γίνονται μαζικές απεργίες. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι απεργίες διαρκείας. Οι απεργοί οργανώνονται στις επιτροπές αγώνα, οργανώνουν απεργιακές φρουρές. 

Μέσα από αυτήν την διαδικασία κάνουν την εμφάνισή τους καινούργια σωματεία σε όλους τους χώρους δουλειάς, που μαζικοποιούνται ραγδαία. Το αίτημα για συλλογικές συμβάσεις αγκαλιάζει όλο το εργατικό κίνημα. Πάνω απ’ όλα οι απεργίες αρχίζουν να στριμώχνουν τα αφεντικά που αναγκάζονται να δίνουν αυξήσεις και να κανουν παραχωρήσεις στα ωράρια και τις συνθήκες δουλειάς. Ανάμεσα στο 1974-80, οι αυξήσεις στις αποδοχές στους περισσότερους χώρους εργασίας ξεπερνάνε  την αύξηση των τιμών (241%). Είναι 337% στους βιομηχανικούς εργάτες, 298% στις οικοδομές, 422 % στην ΔΕΗ.

Ταφόπλακα

Σε αυτό το κίνημα και τη μαζική στροφή προς το μαχητικό συνδικαλισμό στη βάση των χώρων δουλειάς και κύρια στα εργοστάσια, ήθελε να βάλει ταφόπλακα ο νόμος 330, καθώς η καταστολή της αστυνομίας και η απεργοσπασία δεν μπορούσε να το νικήσει. Στις αρχές του Μάρτη του 1976 ο ΣΕΒ ζήτησε με συνέντευξη Τύπου τη λήψη μέτρων, και στο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης του γέρου Καραμανλή που έγινε  τέσσερις μέρες μετά, αποφασίστηκε η κυβερνητική επίθεση που μεταφράστηκε στον 330 και άλλους νόμους μετά από αυτόν.  Στα πρακτικά, που έχει δημοσιεύσει η Εφ Συν, είναι χαρακτηριστική η πρώτη φράση του Καραμανλή: «Οπως γνωρίζετε, Κύριοι, το θέμα το οποίον τελευταίως μας απασχολεί έντονα είναι το θέμα των απεργιών. Είναι ένα φαινόμενον δυσάρεστον, που ημπορεί να εξελιχθεί κατά τρόπον επικίνδυνον, εάν δεν εύρωμε τους καταλλήλους τρόπους να το αναχαιτίσωμεν ...πρέπει να δαμάσωμεν τις απεργίες».

Ο νόμος 330 περιόριζε δραστικά το δικαίωμα στην απεργία, νομιμοποιούσε την ανταπεργία (λοκ άουτ) και τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών. Απαγόρευε την «πολιτική απεργία», τις απεργίες αλληλεγγύης, αλλά και κάθε άλλη απεργιακή κινητοποίηση που δε στρέφεται κατά του συγκεκριμένου εργοδότη και δεν περιορίζεται σε καθαρά μισθολογικά αιτήματα. Απαγορεύτηκαν οι απεργίες που δεν κηρύσσονταν «υπό του νομίμως συνεστημένου σωματείου» (αλλά από συνελεύσεις εργαζομένων) ή αποφασίζονταν με πλειοψηφία κάτω του 75%. Επιβλήθηκε υποχρεωτική οκταήμερη προειδοποίηση των απεργών προς τον εργοδότη, ποινικοποιήθηκε η «άσκησις επιρροής επί της συστάσεως σωματείου», αναζωογονήθηκε η μετεμφυλιακή νομοθεσία που επέτρεπε την απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών για «απείθεια σε δικαιολογημένη εντολή του εργοδότη» ή «εξύβρισή» του.

Όλα τα συνδικάτα (πλην των διορισμένων εργατοπατέρων που ακόμα έλεγχαν την ΓΣΕΕ και διάφορες Ομοσπονδίες) και η αντιπολίτευση στη Βουλή καταδίκαζαν αυτό το τερατούργημα. Έτσι κήρυξαν την 48ωρη γενική απεργία, στις 24 και 25 Μάη, όταν το νομοσχέδιο πήγε στη Βουλή. Ήταν μια πανεργατική σεισμός. Υπολογίζεται ότι απέργησαν περίπου μισό εκατομμύριο εργάτες και εργάτριες και στην Αθήνα δεκάδες χιλιάδες κατέβηκαν στις 24 Μάη πανικοβάλλοντας την κυβέρνηση που την επόμενη μέρα επιτέθηκε. Σε συνέντευξή του σε παλιότερο φύλο της Εργατικής Αλληλεγγύης ο Νίκος Γεωργίου, οικοδόμος τότε, περιγράφει τι έγινε τη δεύτερη μέρα της απεργίας: 

«Η απεργιακή συγκέντρωση ήταν έξω από το θέατρο Διάνα στην Ιπποκράτους. Είχε χιλιάδες κόσμο. Υπήρχε η κλασσική διαδικασία με συνδικαλιστές σαν κεντρικούς ομιλητές, βουλευτές της Αριστεράς που συμπαραστέκονταν κλπ. Από τα κάτω όμως γίνεται μεγάλη συζήτηση ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε αυτά, πρέπει να γίνει διαδήλωση. Από τα πάνω ανακοινώνεται η λήξη της συγκέντρωσης και τα συνήθη “βρισκόμαστε σε αγωνιστική ετοιμότητα” κλπ. Οι απεργοί όμως αρνήθηκαν να φύγουν και συγκρότησαν διαδήλωση στην Πανεπιστημίου με προορισμό το υπουργείο Εργασίας στην Πειραιώς. Δεν ήταν μόνο οι οικοδόμοι. Αμέτρητοι εργατικοί χώροι έβγαλαν απεργία και κατέβηκαν οργανωμένα με πορείες από τα εργοστάσια, αλλά και νεολαία, φοιτητές. Η αστυνομία δεν δίστασε να επιτεθεί άγρια στη διαδήλωση. Αύρες, χημικά, ξύλο. Εγώ, κνίτης ακόμα τότε, είχα φύγει με τα “συνάδελφοι διαλυόμαστε” που ήταν η γραμμή. Φτάνοντας όμως στο σπίτι ανοίγω το ράδιο, ακούω ότι γίνεται χαμός και παίρνω το δρόμο ξανά για το κέντρο της Αθήνας. Όταν έφτασα οι συγκρούσεις είχαν απλωθεί και οι μάχες με την αστυνομία κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ». 

Η επίθεση της αστυνομίας έγινε όταν οι απεργοί επιχείρησαν να ανέβουν απο την Πειραιώς πίσω στην Βουλή στη Σταδίου στο ύψος της Πεσμαζόγλου. Εκατοντάδες είναι οι τραυματίες και δεκάδες συλληφθέντες στις μάχες που δίνονται σώμα με σώμα. Σηκώνονται οδοφράγματα με αυτοκίνητα σε μια σειρά από δρόμους της Αθήνας, στην Πειραιώς φλεγόμενα, με μεγάλες μπάλες χαρτιού απο το τυπογραφείο της «Βραδυνής». Οι αύρες οργιάζουν και στην Αιόλου, μια από αυτές σκοτώνει την μικροπωλήτρια Αναστασία Τσιβίκα, παρασύροντάς την πάνω στο πεζοδρόμιο. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες μιλούσαν για δράση «ξένων στοιχείων» και «προβοκατόρων» απόψεις που αναπαρήγαγαν οι ηγεσίες του ΚΚΕ, του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΠΑΣΟΚ. 

Συνέχεια

Ο νόμος τελικά ψηφίστηκε. Η απόπειρα της ΝΔ και της άρχουσας τάξης να σταματήσει τις απεργίες ήταν σκληρή –χιλιάδες συνδικαλιστές της βάσης που πρωτοστατούσαν στους χώρους τους απολύθηκαν τα επόμενα χρόνια. Αλλά οι απεργίες κάθε άλλο παρά σταμάτησαν μετά το 1976. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χαμένες ώρες εργασίας από απεργίες ακόμη και σε προεκλογική περίοδο το 1980 είναι 20.494.744, τριπλάσιες από τις 6.145.000 του 1976, καθώς δίπλα σε αρκετά από τα εργοστάσια που συνεχίζουν τους αγώνες (όπως η απεργία διαρκείας των λιθογράφων), έρχονται να προστεθούν οι νοσοκομειακοί γιατροί στο ιδιωτικό ακόμη σύστημα Υγείας, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, οι εκπαιδευτικοί και άλλα κομμάτια του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε τελικά να καταργήσει το ν.330 το 1982. 

Ο νόμος 330 δεν πέτυχε να σταματήσει τις απεργίες, αλλά μπόρεσε να βάλει φρένο σε μεγάλο βαθμό στην οργάνωση των εργαζομένων από τα κάτω, στις εργοστασιακές επιτροπές, τις πρωτοβουλίες της βάσης. Και το πέτυχε αυτό χάρη στην στάση των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς. Με την ίδια λογική με την οποία αντιμετώπισαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 σαν ένα «τυχοδιωκτισμό» που θα εμπόδιζε την «ομαλή μετάβαση», οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης συνιστούσαν αυτοσυγκράτηση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Επικαλούμενα τον κίνδυνο επιστροφής στη χούντα, βλέποντας με μισό μάτι τα αυθόρμητα ξεσπάσματα της τάξης και καταγγέλλοντας σαν «αριστεροχουντικούς» και «αριστεριστές» την επαναστατική αριστερά που εμπλέκονταν σε αυτές τις διαδικασίες.

Επιπλέον όλο και περισσότερο, όσο πλησίαζαν οι εκλογές το 1981, το ΠΑΣΟΚ και από κοντά και τα δύο ΚΚΕ προωθούσαν την άποψη ότι η λύση έπρεπε να έρθει “πολιτικά”, μέσα από τις εκλογές και μέσα από τη συνολική αλλαγή των συσχετισμών. 

Φυσικά αν ένα πράγμα έχει να αναδείξει αυτή η φοβερή περίοδος της μεταπολίτευσης -στην οποία χρόνια τώρα, άρχουσα τάξη και κυβερνήσεις, επιχειρούν να ρίξουν ταφόπλακα- είναι ακριβώς το αντίθετο: Όλες αυτές οι κατακτήσεις που θέλουν να μας πάρουν πίσω σήμερα ο Μητσοτάκης και ο Χατζηδάκης δεν ήταν δώρα ούτε του Καραμανλή που έφερε τάχα την «δημοκρατία», ούτε του Ανδρέα Παπανδρέου που έφερε την «αλλαγή». Τις κατακτήσεις έφερε η οργανωμένη δράση της εργατικής τάξης και της νεολαίας, η δράση των απλών ανθρώπων που τα έβαλαν με το σύστημα. 

Κώστας Πίττας


 

Η Διονυσία Πυλαρινού, μέλος της ΟΣΕ, συμμετείχε στην πρώτη απεργία της μεταπολίτευσης στην Νάσιοναλ Καν το 1974 και το 1976 σαν εργάτρια στο Καπνεργοστάσιο στην εργοστασιακή επιτροπή του «Αντινικότ 22»:  

“Ήμουν εργάτρια στο Καπνεργοστάσιο όταν έγινε η απεργία ενάντια στον νόμο 330. Την προετοιμάζαμε μέρες πριν σε όλη την περιοχή της Κολοκυνθούς που εκείνα τα χρόνια ήταν βιομηχανική ζώνη. Ήταν γεμάτη απο εργοστάσια ανάμεσά τους πολλά κλωστοϋφαντουργεία, η Πεταλούδα, ο Μουζάκης κ.α. ενώ στο Καπνεργοστάσιο στεγάζονταν το Αντινικότ 22, που εργαζόμουν εγώ, η Σαντέ και άλλες καπνοβιομηχανίες. Η προετοιμασία δεν αφορούσε μόνο την οργάνωση μέσα στο δικό μας χώρο. Απο εκεί ξεκινούσαμε και πηγαίναμε και σε άλλα εργοστάσια και τους καλούσαμε να συμμετέχουν.

Τη μέρα της απεργίας, νωρίς το πρωί η εργοστασιακή επιτροπή που είχαμε στο εργοστάσιο μπήκε μέσα και κατέβασε τους διακόπτες και μετά βγήκαμε όλοι έξω. Ένα ποτάμι εργατών από τα εργοστάσια της γειτονιάς ξεκίνησε από την Κολοκυνθού, περάσε από εμάς στη Λένορμαν και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς το κέντρο, στη συγκέντρωση. Όλο το κίνημα που το 1974-76 είχε δώσει τεράστιες μάχες ήταν εκεί! 

Η κυβέρνηση αυτήν την τεράστια συγκέντρωση προπάθησε να τη διαλύσει. Αλλά με αυτό πέτυχε να απλωθεί από το κέντρο της Αθήνας στις γειτονιές. Στην διαδρομή γινόντουσαν κανονικές οδομαχίες που έφτασαν μέχρι και το Καπνεργοστάσιο. Μεγάλη οδομαχία δόθηκε Λένορμαν και Κωνσταντινουπόλεως, στις γραμμές του τραίνου. Η αποφασιστικότητα ήταν μεγάλη, θυμάμαι συναδέλφους, νεαρά παιδιά τότε που βουτάγανε με πανιά τα μεταλλικά δακρυγόνα και τα πετάγανε πίσω στις αύρες, γίνονταν μάχες σώμα με σώμα. 

40ωρο, 5νθήμερο και βαρειά-ανθυγιεινά

Τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαν σπείρει τον πανικό στην άρχουσα τάξη, στους βιομηχάνους και την ίδια την κυβέρνηση Καραμανλή και γι’ αυτό κατέβασαν και τον αντεργατικό νόμο. Στο Αντινικότ είχαμε κάνει απεργία τον προηγούμενο χρόνο και είχαμε κερδίσει το 40ωρο και το 5νθήμερο, βαρειά και ανθυγιεινά. Δεν είχαμε εργοστασιακό σωματείο, ανήκαμε στο κλαδικό σωματείο των Καπνεργατών στον Πειραιά που όμως το έλεγχαν ακόμη οι χουντικοί. Αυτός που οργάνωνε ήταν η εργοστασιακή επιτροπή που συνεδρίαζε στα κρυφά και έβαζε μπρος τα αιτήματα για διεκδίκηση. Η απεργία είχε κρατήσει 4-5 μέρες και ξεκίνησε όταν η εργοδοσία έμαθε για την ύπαρξή της και επιχείρησε να απολύσει ένας από τους συναδέλφους. Αλλά τελικά κατέληξε να κάνουν πίσω και να κερδίσουμε τα αιτήματα.

Ήταν η πρώτη απεργία που έγινε στην περιοχή και ακολούθησαν πολλές άλλες στον Πίτσο και στον Μουζάκη και σε άλλα εργοστάσια. Γίνονταν απεργίες αλληλεγγύης, εμείς είχαμε κάνει απεργία αλληλεγγύης στον Πίτσο. Στις απεργιακές φρουρές του Πίτσου, που είχε πέσει το μεγάλο ξύλο με την αστυνομία, είχαμε πάει αντιπροσωπεία από το καπνεργοστάσιο. Κάθε Παρασκευή που πληρωνόμασταν έρχονταν οι απεργοί με κουτιά και μάζευαν οικονομική ενίσχυση, γάλατα, τσιγάρα κλπ. Και μαζεύαμε και από μόνοι μας και τα πηγαίναμε. Στην δική μας την απεργία είχαμε πάει στον Πανιώνιο που γινόταν μια από τις μεγάλες συναυλίες της μεταπολίτευσης, καμιά 20ρια άτομα και μαζέψαμε 100.000 δραχμές όταν τότε πενθήμερο έπαιρνα 1300 δραχμές. Μετά την απεργία αυτό ανέβηκε στις 1600 δραχμές. 

Με το που μαθαίναμε ότι κάπου γινόταν απεργία πηγαίναμε για συμπαράσταση. Κάπως έτσι άρχισε να υπάρχει ένα δίκτυο και να απλώνονται οι εργοστασιακές επιτροπές, οι απεργίες. Σε αυτό συμμετείχαν πολλοί νέοι συνάδελφοι που πολιτικοποιούνταν εκείνη την περίοδο που ήταν το πιο μαχητικό κομμάτι, κόσμος της επαναστατικής αλλά και της υπόλοιπης Αριστεράς”.