Ιστορία
100 Χρόνια από το 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν

Ο Λένιν στο βήμα του Συνέδριου

Στις 14 Ιούλη του 1921 ο Τρότσκι μίλησε στο παγκόσμιο συνέδριο των οργανώσεων της κομμουνιστικής νεολαίας, για το τρίτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) που μόλις είχε τελειώσει. Είπε ότι αυτό το συνέδριο, που είχε διαρκέσει είκοσι μέρες, θα «περάσει στα χρονικά του εργατικού κινήματος ως η ανώτατη σχολή επαναστατικής στρατηγικής». Και πράγματι ήταν τέτοιο. 

Η Κομιντέρν είχε ιδρυθεί τον Μάρτη του 1919. Στο ιδρυτικό της συνέδριο συμμετείχαν μόλις 35 αντιπρόσωποι με δικαίωμα ψήφου. Το μόνο μαζικό κόμμα που αντιπροσωπευόταν ήταν των μπολσεβίκων, που είχε οδηγήσει τα εργατικά συμβούλια στη νίκη τον  Οκτώβρη του 1917. Ακόμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας είχε μόλις λίγες δεκάδες χιλιάδες μέλη και μόλις τρεις μήνες ανεξάρτητης ύπαρξης. 

Όμως, η ίδρυση της Κομιντέρν δεν ήταν πρόωρη. Το επαναστατικό κύμα φούντωνε στην Ευρώπη. Οι επαναστάτες/τριες έπρεπε να είναι οργανωμένοι σε κόμματα που θα παρέμβαιναν σε αυτές τις μάχες, σε ρήξη με τα ρεφορμιστικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς που στήριζαν τις άρχουσες τάξεις στην ειρήνη όπως είχαν κάνει και στον πόλεμο. 

Ένα χρόνο μετά, στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν, τον Ιούλη του 1922 η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική. Συμμετείχαν 217 αντιπρόσωποι από 40 χώρες και 67 οργανώσεις και κόμματα που συσπείρωναν εκατοντάδες χιλιάδες μέλη το καθένα. Ήταν ένα πραγματικό “τρεχαλητό προς την Κομμουνιστική Διεθνή”, όπως παρατήρησε τότε ο Λένιν. Η Διεθνής είχε γίνει από ιδέα, υλική δύναμη. Αυτό το συνέδριο, με τις μεγάλες και έντονες συζητήσεις του, έβαλε τα θεμέλια για την επαναστατική στρατηγική και τακτική, για το ρόλο των επαναστατικών κομμάτων. 

Στον ένα χρόνο που ακολούθησε η Κομιντέρν κέρδισε εκατοντάδες χιλιάδες νέα μέλη. Το φθινόπωρο του 1920 μεγάλες πλειοψηφίες στα συνέδρια των παλιών σοσιαλιστικών κομμάτων της Γαλλίας και της Τσεχίας και των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών στην Γερμανία τάχτηκαν υπέρ της. 

Όμως το τρίτο συνέδριο πήγε ένα βήμα παραπέρα και ποιοτικά. Η δουλειά για την πραγματοποίησή του και οι ίδιες οι εργασίες του έγιναν σε μια φάση που τα νεαρά επαναστατικά κόμματα έρχονταν αντιμέτωπα με πρωτόγνωρα και σκληρά ερωτήματα. Η αστική τάξη είχε κρατηθεί στην εξουσία παρά τον κλονισμό. Μήπως ο καπιταλισμός αποκαθιστούσε την «κανονικότητά» του μπαίνοντας σε μια νέα φάση ευημερίας; Την ίδια στιγμή, τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα παρά την ανάπτυξή τους, εξακολουθούσαν να συσπειρώνουν μια μειοψηφία της εργατικής τάξης. Πως μπορούσαν να κινηθούν σε αυτή την κατάσταση;

Ο Τρότσκι άνοιξε τις εργασίες του συνεδρίου με μια πολύωρη εισήγηση για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Επέμεινε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να παίρνει μια ανάσα. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ανάσα ενός υγειούς και ενός ασθενούς ανθρώπου. Η όποια ανάκαμψη δεν θα φέρει μια νέα εποχή ευημερίας αλλά οικονομικής και πολιτικής «αστάθειας» που θα γεννούσε σκληρές ταξικές συγκρούσεις. Και μάλιστα, με μια εργατική τάξη μεγαλύτερη -ο Τρότσκι παρατηρούσε τη μετατροπή των γυναικών «από νοικοκυρές σε εργάτριες»- και πιο αγριεμένη. 

Μαθήματα

«Ολες αυτές οι δυνάμεις έχουν τραβηχτεί και ριχτεί στην πολιτική πάλη από αυτά τα μεγάλα γεγονότα» επισήμανε. Όχι ενιαία και ευθύγραμμα: «Το κάθε στρώμα» της εργατικής τάξης «παίρνει τα μαθήματά του σε διαφορετικό χρόνο από ένα άλλο. Το ένα καίει τα δάχτυλά του και γίνεται κάπως πιο επιφυλακτικό την ίδια στιγμή που ένα άλλο ρίχνεται στον αγώνα χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες». 

Το καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι να πρωταγωνιστήσουν «σε μια διαδικασία που θα ενοποιεί αυτά τα στρώματα, πολιτικά και οργανωτικά, στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό». 

Οι Θέσεις για την Στρατηγική και Τακτική που υπερψήφισε το συνέδριο εξηγούσαν ότι οι διαφορά των επαναστατών με τους ρεφορμιστές δεν είναι ότι οι πρώτοι θέλουν την αλλαγή της κοινωνίας εδώ και τώρα ενώ οι δεύτεροι κάπου στο μέλλον όταν οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκές. Η διαφορά είναι ότι η στρατηγική των ρεφορμιστών είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας του αστικού κράτους. Τα επαναστατικά κόμματα, αντίθετα, χρησιμοποιούν: «κάθε δρόμο, κάθε μέθοδο και κάθε δυνατότητα για να ανατρέψουν το αστικό κράτος, και να το καταστρέψουν με τη δικτατορία του προλεταριάτου», την εργατική εξουσία. 

Γι’ αυτό το λόγο, όπως ανέφερε η Απόφαση του συνεδρίου, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει «πάνω από όλα να είναι κόμματα δράσης». Όμως, για δράση μιλούσαν διάφορα ρεύματα μέσα κι έξω από αυτά τα κόμματα, εννοώντας την παραδειγματική δράση της μειοψηφίας που έπρεπε να είναι συνέχεια στην επίθεση. Αυτό έγινε στην Γερμανία τον Μάρτη/Απρίλη του 1921 με τεράστιο κόστος για το γερμανικό κόμμα που έχασε τα μισά του μέλη. 

Οι αντιπαραθέσεις ήταν έντονες στο συνέδριο σε σημείο κάποιοι αντιπρόσωποι να κατηγορήσουν τον Λένιν ότι τους συκοφαντεί και ότι «οπορτουνίζει». Η Κομιντέρν δεν είχε γίνει ακόμα ο γραφειοκρατικός μηχανισμός που θα υμνούσε το αλάθητο του «μεγάλου Στάλιν».

Ο δρόμος «προς τις μάζες» -το σύνθημα που σημάδεψε το συνέδριο- ήταν διαφορετικός. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να μπαίνουν μπροστά σε όλους τους «μερικούς», «αμυντικούς» αγώνες της τάξης, να τους ενώνουν, να γενικεύουν τα αιτήματά τους και να ανεβάζουν την αυτοπεποίθηση της τάξης για την σύγκρουσή της με το σύστημα συνολικά. 

Αιχμηρή

Ή  όπως το έθεσε ο Καρλ Ράντεκ σε μια εισηγητική ομιλία του: «Δεν πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στους αγώνες εξετάζοντας δογματικά γιατί παλεύουν οι μάζες. Αντίθετα πρέπει να κάνουμε αυτούς τους αγώνες για τα άμεσα αιτήματά τους πιο αιχμηρούς, να τους πλατύνουμε, διδάσκοντας στους εργάτες μια μεγαλύτερη ανάγκη, την ανάγκη να πάρουν την εξουσία».

Αυτή η στρατηγική ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον τρόπο που λειτουργούσε η προπολεμική σοσιαλδημοκρατία. Υπήρχε το «μινιμουμ» πρόγραμμα των άμεσων αιτημάτων που το χώριζε μια άβυσσος από το «μάξιμουμ», τον σοσιαλισμό. Το πρώτο ήταν υπόθεση των συνδικαλιστών ηγεσιών και των βουλευτών. Το δεύτερο ήταν για τα συνέδρια και τις πανηγυρικές ομιλίες. Και στις δυο περιπτώσεις η εργατική τάξη ήταν ο παθητικός δέκτης. 

Το 3ο συνέδριο της Κομιντέρν αντίθετα έβαλε τα θεμέλια για αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν μεταβατικά αιτήματα:

«Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των ρεφορμιστών και των κεντριστών η Κομμουνιστική Διεθνής προτείνει τον αγώνα για τις συγκεκριμένες ανάγκες του προλεταριάτου, για ένα σύστημα αιτημάτων τα οποία, αν γίνουν αντιληπτά ως σύνολο, υπονομεύουν την εξουσία της αστικής τάξης, οργανώνουν το προλεταριάτο και αποτελούν βήματα στον αγώνα για την εξουσία του. Κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα εκφράζει τις ανάγκες των πλατιών μαζών έστω κι αν δεν υιοθετούν συνειδητά τον στόχο της προλεταριακής δικτατορίας». 

Παρόλο που στις εργασίες του συνεδρίου δεν έγινε καμιά ρητή αναφορά, η εμπειρία των μπολσεβίκων στην Επανάσταση του 1917 ήταν η βάση για αυτή την στρατηγική. Μπήκαν μπροστά στους αγώνες, για γη, ψωμί και ειρήνη. Δεν αντιμετώπισαν με σεκταρισμό τις μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ακόμα και αν είχαν ρεφορμιστική ηγεσία. Αντίθετα οργάνωσαν τις πολιτικές και οικονομικές μάχες και έπεισαν την πλειοψηφία ότι όλη η εξουσία πρέπει να περάσει στα σοβιέτ. 

Οι μπολσεβίκοι ήταν ένα επαναστατικό κόμμα που είχε ρίξει ρίζες στο εργατικό κίνημα μέσα από χρόνια σκληρής δουλειάς, παρέμβασης σε μικρές και μεγάλες μάχες, αλλά και θεωρητικά ξεκαθαρίσματα και προχωρήματα. Αυτήν την εμπειρία προσπαθούσαν να μεταδώσουν τώρα στα μεγάλα ή μικρότερα κόμματα μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το κόκκινο νήμα που διαπερνούσε αυτή την προσπάθεια ήταν η πεποίθηση ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της ανατροπής του καπιταλισμού Όπως ανέφερε η κεντρική εισήγηση στο συνέδριο:

«Αυτό που θα θάψει τον καπιταλισμό είναι η εργατική τάξη. Αυτή κρατάει το μεγάλο σφυρί που θα καρφώσει το φέρετρό του. Η εργατική τάξη, με τις μεγάλες και αργοκίνητες μάζες που προχωράνε με χίλιες αμφιβολίες είναι παρόλα αυτά το ακλόνητο θεμέλιο για να παλέψουμε και να νικήσουμε».


 

Διαβάστε επίσης