Η Αριστερά
21ο Συνέδριο ΚΚΕ: Κόμμα “αντοχής” ή κόμμα ανατροπής;

Το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ που ολοκλήρωσε τις εργασίες του την Κυριακή πραγματοποιήθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο. Το εργατικό κίνημα βγαίνει από την αναμέτρηση με τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, κομμάτι της οι τρεις πανεργατικές απεργίες από τον Μάη μέχρι τον Ιούνη, και συνολικά με την κυβέρνηση της ΝΔ. Το ερώτημα «τί να κάνουμε»; -ουσιαστικά πως πάμε παρακάτω, πόσο «μας παίρνει» να συγκρουστούμε με την κυβέρνηση της ΝΔ και με ποια προοπτική, είναι στο μυαλό του κόσμου που έχει δώσει τις απεργιακές και άλλες μάχες. 

Η σύντομη απάντηση, διά στόματος του Δ, Κουτσούμπα στην πανηγυρική έναρξη του συνεδρίου ήταν: «Το ΚΚΕ τα κατάφερε», «αντέξαμε». Στην εισήγηση της ΚΕ προς το συνέδριο αναφέρεται ότι: «Το ΚΚΕ, στη μακρόχρονη πορεία της δράσης του, με τη συστηματική μελέτη της ιστορικής πορείας του και της στρατηγικής του ΔΚΚ, του ρόλου του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού, βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει την πολιτική πίεση και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων».

Αυτή η αντίληψη, ότι ο εχθρός είναι πανίσχυρος και το «κόμμα αντέχει» είναι μια σταθερά στις εκτιμήσεις και την στάση του ΚΚΕ τις τελευταίες δεκαετίες που δεν την αλλάζει το 21ο συνέδριο. Οι -όποιες- αναλύσεις για την κρίση του συστήματος, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, είναι κομμάτι των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε εμείς παρά πρόβλημα για τις άρχουσες τάξεις.

Τί γίνεται με τη δικιά μας μεριά; Η θεωρία των «αρνητικών συσχετισμών» σημαίνει κάτι διαφορετικό από το προφανές γεγονός ότι η άρχουσα τάξη παρόλη την κρίση και τα αδιέξοδα, διατηρεί την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική εξουσία, είναι με άλλα λόγια κυρίαρχη τάξη. Στην πραγματικότητα σημαίνει υποτίμηση της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας διεθνώς και στην Ελλάδα. 

Εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαία κινητοποιούνται ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή σε όλο τον κόσμο με το σύνθημα «αλλάξτε το σύστημα όχι το κλίμα» αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ βλέπει μόνο τους κινδύνους αποπροσανατολισμού από τους μύθους της «πράσινης οικονομίας». Οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης με την σεξιστική κυβέρνηση της ΝΔ αλλά προτεραιότητα για την ηγεσία του ΚΚΕ είναι οι κίνδυνοι από το «δικαιωματισμό». Η ιστορική νίκη της καταδίκης της ναζιστικής συμμορίας περνάει στα ψιλά της ανάλυσης: «Στις εφεδρείες του συστήματος παραμένουν ακροδεξιές, εθνικιστικές και φασιστικές δυνάμεις, παρά την εξέλιξη που υπήρξε με τη δίκη της Χρυσής Αυγής».

Ωστόσο, οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα οι αγώνες που εκτυλίχθηκαν με υπόβαθρο την πανδημία, δεν μπορούν παρά να αφήσουν το αποτύπωμά τους στις εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ιδιαίτερα σε συνθήκες που η δεξιά προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και κόσμος αναζητάει πολιτική και οργανωτική στήριξη για την οργή και τις μάχες του. Στην εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο υπάρχουν σημεία παραδοχής αυτών των εξελίξεων.

Ταλαντεύσεις

Για παράδειγμα, σε ένα σημείο επισημαίνεται ότι «υπάρχουν αρκετές εργατικές-λαϊκές δυνάμεις» που «δοκίμασαν τις νέες εμπειρίες μιας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, της λεγόμενης «αριστερής διακυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ». Γι’ αυτό ίσως για πρώτη φορά διαβάζουμε σε επίσημα κείμενα του ΚΚΕ διαπιστώσεις όπως: «Υπάρχουν κριτήρια, στη βάση των οποίων συμμετέχουμε σε πρωτοβουλίες, δράσεις και κινητοποιήσεις που οργανώνονται σε τοπικό, κλαδικό ή άλλο επίπεδο και όπου πιθανόν μπορεί ο συσχετισμός να μην είναι υπέρ μας ή είναι πρωτοβουλίες που δεν ξεκίνησαν από εμάς». Ή, αλλού: «είναι λάθος ο εγκλωβισμός σε σχηματοποιήσεις και η αντιγραφή περιπτώσεων όπου ο διαχωρισμός κρίνεται και στον τόπο και τον χρόνο μιας συγκέντρωσης». Και πράγματι το προηγούμενο διάστημα είχαμε τέτοια δείγματα. Στο μεγάλο αντιφασιστικό της 7 Οκτώβρη, στην οργισμένη διαδήλωση ενάντια στα αίσχη της αστυνομίας φέτος το Μάρτη στη Ν. Σμύρνη,  σε εργατικές κινητοποιήσεις όπως στα νοσοκομεία. Αλλά είχαμε και επιμονή στο σεχταρισμό των ξεχωριστών συγκεντρώσεων ξανά και ξανά.

Το ζήτημα είναι τι είδους είναι τα κριτήρια που οδηγούν το ΚΚΕ άλλοτε να συμμετέχει και άλλοτε να κινείται χωριστά. Υπακούνε σε μια στρατηγική που βλέπει την εργατική τάξη σαν το υποκείμενο της ανατροπής που μαθαίνει και ανεβάζει την αυτοπεποίθησή της μέσα από τις μάχες (με το επαναστατικό κόμμα να παίζει πρωτοπόρο ρόλο) ή υπακούνε σε μια στρατηγική που στο κέντρο της είναι η εκλογική απήχηση; Η απάντηση για την ηγεσία του ΚΚΕ είναι το δεύτερο. Και το βλέπουμε από τις ταλαντεύσεις που σημάδεψαν την πορεία του ΚΚΕ στη διάρκεια της πανδημίας, για να μην πάμε πιο μακριά. 

Όπως επισήμανε τον Μάη η Μ. Στύλλου στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω: 

«Ο κόσμος σπάει απαγορεύσεις και συσπειρώνεται σε πρωτοβουλίες που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς ταλαντεύονται ανάμεσα στη συμμετοχή σε αυτές τις κινήσεις και την αποχή. Το είδαμε στην επέτειο του Πολυτεχνείου (συμμετοχή), στην επέτειο του Γρηγορόπουλου (αποχή), στην απεργία του Προϋπολογισμού (αποχή), στην απεργία για την Πρωτομαγιά (συμμετοχή).

Στρατηγικές

Αυτή η ταλάντευση δεν είναι συγκυριακή. Καθρεφτίζει τις στρατηγικές επιλογές του κοινοβουλευτικού δρόμου που δίνει προτεραιότητα στις εκλογικές τακτικές. Μετρούν κάθε πρωτοβουλία με κριτήριο τι απήχηση θα έχει στην ‘κοινή γνώμη’ και στο εκλογικό σώμα. Και αυτό έρχεται σε αντίφαση με τις οργισμένες διαθέσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας που αποζητούν τη σύγκρουση με την κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι μια διστακτική εμπλοκή των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς με τους αγώνες που ξεδιπλώνονται και αυτό μπορεί να φτάνει ακόμα σε αυτογκόλ από τη σκοπιά τους. Άμα αποδυναμώνεις τις μάχες του κόσμου απέχοντας ή φρενάροντας, μπορεί και να μην κερδίζεις εκλογικά».

Βέβαια, η ηγεσία του ΚΚΕ, και στα συνεδριακά κείμενα, κλίνει σε όλες τις πτώσεις την απόρριψη των αυταπατών ότι η αλλαγή της κοινωνίας θα έρθει μέσα από μια κυβέρνηση της Αριστεράς (ή «προοδευτική κυβέρνηση»). Σε κάθε τμήμα της εισήγησης υπάρχουν τέτοιες δηλώσεις που εκτείνονται από την υπενθύμιση των πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ. Σε τέτοιο βαθμό, που η Καθημερινή (25/6) έβαζε τίτλο στο σχόλιό της «Συνέδριο ΚΚΕ: Πρεμιέρα με επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ». Όμως, αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν σημαίνουν μια επαναστατική στρατηγική. Περισσότερο έχουν την έννοια της προειδοποίησης στις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις να προσέξουν ποιο ψηφοδέλτιο θα ρίξουν την επόμενη φορά στην κάλπη. 

Στην πραγματικότητα το ΚΚΕ με όλες τις αναφορές στον Στάλιν και την «σοσιαλιστική οικοδόμηση» στις χώρες του ανατολικού μπλοκ θυμίζει έντονα τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όρκοι πίστης στο μαρξισμό, στη ταξική πάλη και στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά καθημερινή πρακτική με κέντρο το κοινοβούλιο. Αυτός ο διχασμός ήταν κωδικοποιημένος και στα προγραμματικά και συνεδριακά κείμενά τους. Το «μάξιμουμ πρόγραμμα» ο σοσιαλισμός χωριζόταν απόλυτα από το «μίνιμουμ», τις καθημερινές διεκδικήσεις. 

Το ΚΚΕ αναπαράγει αυτό το διαχωρισμό σήμερα. Προχωρήματα στη συνείδηση της εργατικής τάξης, αιτήματα που έχουν διαμορφώσει οι εμπειρίες και οι αγώνες, αντιμετωπίζονται σαν συνθήματα εκλογικής, στην ουσία, ζύμωσης, και όχι σαν άξονες που ξεδιπλώνεται η γενίκευση της σύγκρουσης με την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η «κοινωνικοποίηση του ιδιωτικού τομέα υγείας» που όμως παραπέμπεται ότι θα γίνει με «κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό σε συνθήκες εργατικής εξουσίας» όπως είπε ο Κουτσούμπας στην ομιλία του. 

Στην πραγματικότητα, έτσι διαμορφώνεται μια πολιτική των εντυπωσιακών φράσεων και του ψεύτικου «ρεαλισμού» στην πράξη. Ο καθηγητής Γ. Μαργαρίτης σε μια συνέντευξή του στο tvxs (24/6) που κατά τ’ άλλα είναι μνημείο συντηρητισμού, το λέει ωμά: «Για σκεφτείτε τί θα ήταν το πολιτικό σκηνικό χωρίς το ΚΚΕ. Ο κάθε εκφραστής μιας ασυνάρτητης μπαρούφας θα πλασαριζόταν ως επαναστάτης». 

Ευτυχώς, που εκτός από το ΚΚΕ υπάρχει η επαναστατική αριστερά που δεν πετάει «μπαρούφες» αλλά μπαίνει μπροστά στις μάχες για να οργανώσει τη δύναμη της τάξης μας. Αυτές οι μάχες και αυτή η δύναμη διαμορφώνουν το πρόγραμμα της εργατικής εναλλακτικής στη χρεοκοπία της κυβέρνησης και του συστήματος. Έτσι ώστε η ανατροπή της ΝΔ να μη σημαίνει επιστροφή στο 2015 αλλά κλιμάκωση και γενίκευση της σύγκρουσης με το σύστημα του κέρδους, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.