Η Άποψή μας
Πέρα από τον Μίκη…

Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη ήρθε να υπερκαλύψει ως γεγονός όλη την πολιτική ζωή. Η παραπαίουσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νόμισε ότι βρήκε την ευκαιρία να καλύψει την αμηχανία της, μετά τον αποτυχημένο ανασχηματισμό της, κηρύσσοντας υποκριτικά «εθνικό πένθος». Τα ΜΜΕ, αντίστοιχα, θεώρησαν ότι μπορούν να εξαφανίσουν κάθε είδηση κάτω από τα αφιερώματα στον Μίκη. Ξαφνικά, χάθηκε η Καμπούλ, οι «ασύμμετρες απειλές», οι ανεμβολίαστοι, γιατί τάχα κάθε κίτρινος τύπος αισθάνθηκε την υποχρέωση να υποκλιθεί στο μεγαλείο του Μίκη. Αλλά, όπως κάθε υποκρισία και αυτή έχει κοντά ποδάρια. Όχι γιατί ο Μίκης δεν έδωσε αφορμές σε όλο αυτό το συνάφι να παίξουν με τις αντιφάσεις του, αλλά γιατί ακόμα και αυτές δεν τους ανήκουν. 

Ο Μίκης ήταν τεράστιος. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι΄αυτό. Τραγουδήθηκε από εκατομμύρια στόματα στις πιο μεγάλες στιγμές τους. Και ακριβώς γι’ αυτό, το μεγαλείο του μαζί με όλες τις αντιφάσεις ανήκουν στον κόσμο που πάλεψε και παλεύει, και στην Αριστερά της οποίας τις αντιφάσεις χρεώθηκε και χρέωσε σε όλο τους το μεγαλείο.

Νεολαίος πολέμησε με ενθουσιασμό στον ηρωικό Δεκέμβρη του ‘44, αλλά γνώρισε και τις συνέπειες της Βάρκιζας και του κατατρεγμού. Στην επόμενη έφοδο του κινήματος, στην «Άνοιξη της δεκαετίας του ‘60», βρέθηκε επικεφαλής της νεολαίας Λαμπράκη σε μια περίοδο που ο κόσμος ανέβηκε στα ύψη των Ιουλιανών, αλλά έπεσε στα τάρταρα της Χούντας το 1967. Στη Μεταπολίτευση, όταν η εργατική τάξη κατακτούσε με τους αγώνες της τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες της, οι συναυλίες του Μίκη ήταν πολιτικά γεγονότα, πηγή έμπνευσης για χιλιάδες. Αλλά οι αντιφάσεις έφταναν πια στο σημείο του «Καραμανλής ή τανκς» το ‘74, στη συμμετοχή στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990, ακόμα και στην παρουσία του στα συλλαλητήρια της δεξιάς και της ακροδεξιάς για το Μακεδονικό πριν λίγα χρόνια.

Ο Μίκης, όμως, δεν ήταν απλά ένα μεγάλο στέλεχος της παραδοσιακής αριστεράς. Ήταν τεράστιο καλλιτεχνικό μέγεθος και λειτουργούσε σαν μεγεθυντικός φακός. Στα αφιερώματα που τον τιμούν, έχει γίνει σχεδόν κλισέ ότι ο Μίκης με τη μουσική του «εκλαΐκευσε» τους μεγάλους ποιητές. Είναι ένας απλουστευτικός έπαινος που χάνει από τα μάτια του την κοινή πηγή έμπνευσης και των ποιητών και του συνθέτη. 

Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν μέσα σε συνθήκες που καθορίζονται από το κοινωνικό τους περιβάλλον και τους ταξικούς αγώνες της εποχής τους. Αν αυτό το δεχόμαστε για τον Μπετόβεν και την «Ηρωική» του σε συνδυασμό με την απελευθερωτική ορμή της γαλλικής αστικής επανάστασης, πρέπει να το βλέπουμε και στην εποχή μας. Από πού μπήκε στους στίχους του ποιητή ο «Ήλιος της Δικαιοσύνης»; Και ο Ρίτσος και ο Ελύτης και ο Μίκης και τόσοι πολλοί άλλοι έχουν κοινή πηγή έμπνευσης και γι’ αυτό συγκινούν το ακροατήριο από το οποίο προέρχονται και στο οποίο γυρνάνε σαν δύναμη.

Αλλά η έμπνευση επηρεάζεται και από τα πάνω και από τα κάτω των εμπειριών και των αναμετρήσεων. ‘Εχει μέσα της και την ορμή του «Νάτη, νάτη πετιέται», αλλά και την πίκρα της ήττας. «Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας», διαπίστωνε ένας άλλος στιχουργός, «γιατί τ’ άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας».

Δυναμική

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κύκλος αυτός είναι μοιραίος και αιώνιος, κομμάτι της φύσης της κοινωνίας και του ανθρώπου. Κάθε άλλο. Στις νίκες και στις ήττες κάνει διαφορά τι ρόλο παίζει η Αριστερά της εποχής. Αλλιώς ξεδιπλώνεται η δυναμική όταν οι Μπολσεβίκοι οδηγούν την εργατική επανάσταση στη νίκη στη Ρωσία το 1917 και αλλιώς όταν επικρατούν οι συμβιβασμοί που χαραμίζουν τη δυναμική. Στη μια περίπτωση έχουμε την έκρηξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη «Ρώσικη Πρωτοπορία», ενώ στην άλλη ακόμα και ο πλούτος του Μίκη και των ποιητών βουλιάζει στην πολιτική του Κύρκου και του Φλωράκη του 1989.

Κρατάμε από τον Μίκη όλη την ανάταση της μουσικής του όταν εμπνέει τον κόσμο που βγαίνει στον αγώνα. Γιατί ο αγώνας δεν τελείωσε, όσο κι αν προσπαθούν να τον θάψουν μαζί με το φέρετρο του Μίκη σαν «υπόθεση μιας άλλης εποχής». Αντίθετα, είναι και εφικτό και αναγκαίο να χτίσουμε την επαναστατική αριστερά που θα σπάσει τον κύκλο με τα «παραπονεμένα λόγια». Και να φτάσουμε σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, όπου «ο μέσος άνθρωπος θα φτάνει στα ύψη ένος Αριστοτέλη, ενός Γκέτε ή ενός Μαρξ. Και πάνω σε αυτό, θα υψωθούν νέες κορυφές», για να θυμηθούμε τα λόγια του Τρότσκι στο «Λογοτεχνία και επανάσταση». Προχωράμε πέρα από τον Μίκη.