Διεθνή
Εκλογές στη Γερμανία: “Αλλαγή με συνέχεια;”

Ο Όλαφ Σολτς θέλει ταυτόχρονα και αποχαιρετισμό και συνέχεια της Μέρκελ. Δύσκολα θα σχηματίσει διάδοχο κυβερνητικό συνασπισμό και ακόμα πιο δύσκολα θα πείσει τους ψηφοφόρους του να συνεχίσουν να τον στηρίζουν. Ρευστή δεν είναι μόνο η επιρροή του SPD, αλλά όλο το πολιτικό σύστημα στη Γερμανία, όπως εξηγεί ο Σωτήρης Κοντογιάννης

Η σεναριολογία για την επόμενη μέρα έχει φουντώσει καθώς πλησιάζουμε στην 26 Σεπτέμβρη, την ημέρα των γερμανικών εκλογών. Η Άνγκελα Μέρκελ φεύγει, ύστερα από 16 συνεχόμενα χρόνια και τέσσερις θητείες στην καγκελαρία, οριστικά. Δεν είναι καν υποψήφια στις εκλογές αυτές. Το τι θα ακολουθήσει παραμένει σήμερα, δυο εβδομάδες πριν τις εκλογές, ακόμα άγνωστο.

Τα γκάλοπ δίνουν το προβάδισμα στο SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και τον υποψήφιό του, τον Όλαφ Σολτς. Το SPD συμμετείχε στις 3 από τις 4 κυβερνήσεις της Μέρκελ. Ο ίδιος ο Σολτς είναι σήμερα αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης. Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις αναμένεται να έρθει πρώτος στις εκλογές της 26ης Σεπτέμβρη. Το ποσοστό του: 26%. Στις εκλογές του 2017 το SPD είχε πάρει 20,5%. Ήταν το χειρότερο αποτέλεσμα στη μεταπολεμική του ιστορία. Το 26%, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις θα είναι το δεύτερο ή το τρίτο χειρότερο αποτέλεσμα στην μεταπολεμική του ιστορία. Δύσκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για θρίαμβο.

Και τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για τον δεξιό συνασπισμό CDU/CSU (Χριστιανοδημοκράτες) της Μέρκελ. Τα τελευταία γκάλοπ δίνουν στον συνασπισμό μόλις 21%, δώδεκα μονάδες κάτω από τις εκλογές του 2017 και ακριβώς το μισό από τις εκλογές του 2013 στις οποίες η δεξιά είχε έρθει πρώτη με 41,5%. Το 71% των ερωτηθέντων θεωρεί τον Άρμιν Λάσετ, τον υποψήφιο του CDU/CSU απλά ακατάλληλο για την καγκελαρία.

Το CDU/CSU και το SPD μοιράζονται την εξουσία, συγκυβερνώντας άλλοτε μεταξύ τους σε «Μεγάλους Συνασπισμούς» και άλλοτε με μικρότερα κόμματα -το φιλελεύθερο FDP ή τους Πράσινους (Die Grunen)- συνεχώς εδώ και 75 χρόνια στη Γερμανία. Τώρα βρίσκονται και τα δυο (παρά την «επιτυχία» του Σολτς) σε βαθιά κρίση.

Πολιτική κρίση

 Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, διεθνώς, πλέκουν συνεχώς το εγκώμιο της Μέρκελ. Στην ίδια την Γερμανία της δίνουν το παρατσούκλι «Mutti» -η μητερούλα: Το 2008/9 προστάτευσε αποτελεσματικά τη γερμανική οικονομία από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Τον Μάρτιο του 2011, τρεις ημέρες μετά τον σεισμό που κατέστρεψε τον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας της Fukushima στην Ιαπωνία απελευθερώνοντας τόνους ραδιενεργών υλικών στους ωκεανούς, η Μέρκελ αποφάσισε να κλείσει όλους τους πυρηνικούς σταθμούς στη Γερμανία μέχρι το 2022. Το 2015 αντιμετώπισε με ανθρωπιά την «προσφυγική κρίση» που χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης. Και πάει λέγοντας

Η Μέρκελ είχε πράγματι την ικανότητα να μετατρέπει τις κρίσεις σε ευκαιρίες για το γερμανικό κεφάλαιο. Οι γερμανικές τράπεζες, για να φέρουμε ένα πολύ γνώριμο παράδειγμα, γλίτωσαν από το κύμα των χρεωκοπιών του 2008/9 μετακυλώντας τα χρέη τους στις χώρες της νότιας Ευρώπης -την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία. Η άλλη όψη της «οικολογικής ευαισθησίας» της ήταν η πρωτοκαθεδρία των γερμανικών εταιριών στην «πράσινη οικονομία» - τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις ανεμογεννήτριες, τους ηλιακούς συλλέκτες κλπ. Όσο για την «ανθρωπιά» της απέναντι στους πρόσφυγες αυτή εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα – μόλις οι εικόνες του μικρού Αϊλάν Κουρντί που πνίγηκε στο Αιγαίο προσπαθώντας να περάσει «παράνομα» στην Ευρώπη, χάθηκαν από την επικαιρότητα.

Περιττό να το πει κανείς, η μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, δεν έλυσε ποτέ -ούτε μπορεί να λύσει- τα προβλήματα. Αυτό φάνηκε με τραγικό τρόπο φέτος τον Ιούλιο στη Γερμανία με τις φονικές πλημύρες που άφησαν πίσω τους διακόσιους περίπου νεκρούς. Και φαίνεται με ακόμα πιο δραματικό τρόπο παγκόσμια με την πανδημία, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καταστροφή των δασών και την ανεξέλεγκτη βιομηχανία τροφίμων.  Η Γερμανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας επεξεργασμένων τροφίμων στον κόσμο. 

Αλλά φαίνεται και στο οικονομικό επίπεδο. Η τελευταία επίσημη έκθεση της γερμανικής κυβέρνησης για τον «πλούτο και τη φτώχεια» επισημαίνει δυο βασικά στοιχεία: πρώτον, η ανισότητα διευρύνθηκε δραματικά μέσα στα χρόνια της Μέρκελ. Δεύτερον, το να είναι κανείς φτωχός ενώ δουλεύει, έχει γίνει ένα συνηθισμένο στοιχείο πλέον στη Γερμανία του 2021. 

Ναι η Μέρκελ έσωσε τις γερμανικές τράπεζες. Και άνοιξε τεράστιες ευκαιρίες για τη γερμανική βιομηχανία. Αλλά η θέση των εργατών και των φτωχών επιδεινώθηκε αντί να βελτιωθεί. Και το περιβάλλον επιδεινώθηκε. Και η παγκόσμια οικονομία επιδεινώθηκε. 

Αλλαγή

Στους πρώτους μήνες της προεκλογικής εκστρατείας ο μεγάλος νικητής έμοιαζε να είναι -διόλου παράξενο- το κόμμα των Πράσινων: ένα κόμμα που έδινε στα ζητήματα του περιβάλλοντος την πρώτη προτεραιότητα, μιλούσε ενάντια στη φτώχεια και την ανισότητα και δεν ήταν (τα τελευταία 16 χρόνια) κομμάτι της κυβερνητικής συμμαχίας. Στις εκλογές του 2017 οι Πράσινοι είχαν πάρει 8,9% - ήταν με 67 έδρες το μικρότερο κόμμα στο απερχόμενο κοινοβούλιο. Τον περασμένο Μάιο τα προγνωστικά τους έδιναν 25% - πάνω όχι μόνο από τους Σοσιαλδημοκράτες αλλά και τον δεξιό συνασπισμό CDU/CSU της Μέρκελ. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προέβλεπαν ότι ο διάδοχος της Μέρκελ στην καγκελαρία θα ήταν και πάλι μια γυναίκα, η Αναλένα Μπέρμποκ, η υποψήφια των Πράσινων. Οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονταν εκείνη την εποχή με ένα θλιβερό 15% στην τρίτη θέση. Τώρα οι εκτιμήσεις έχουν αντιστραφεί. Στο τελευταίο γκάλοπ το τρίτο κόμμα είναι οι Πράσινοι με 15%. Το SPD βρίσκεται στην πρώτη θέση.

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτή την αντιστροφή με βάση τα «προσωπικά» χαρακτηριστικά των υποψηφίων. Η Μπέρμποκ είναι «αντιπαθής» - διορθώνει το βιογραφικό της κάθε μέρα για να κρύψει τα ψέματα για τις σπουδές και την καριέρα της ενώ η πτυχιακή της εργασία είναι γεμάτη από λογοκλοπές. Ο Σολτς πλασάρεται σαν η συνέχεια της Μέρκελ. Μια από τις διαφημιστικές του αφίσες είχε το σύνθημα «er kann Kanzlerin» - μπορεί να γίνει «καγκελαρίνα» (όχι «καγκελάριος»). Αλλά αυτές οι ερμηνείες είναι στην καλύτερη περίπτωση απλά επιφανειακές. 

Για να σχηματίσουν κυβέρνηση οι Πράσινοι θα έπρεπε να συνεργαστούν με ένα ή δυο άλλα κόμματα. Τα σενάρια μιλούσαν ακόμα και για μια συγκυβέρνηση Πράσινων, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων. Αυτό το σενάριο ήταν που έκανε τους Πράσινους «αντιπαθητικούς» στον κόσμο, όχι η προσωπικότητα της Μπέρμποκ. Και «αποφάσισαν» να κλείσουν αυτό το παράθυρο. Ο Σολτς μπορεί να αυτοπαρουσιάζεται σαν η συνέχεια της Mutti. Αλλά ένας ακόμα «Μεγάλος Συνασπισμός» -έστω κάτω από την ηγεσία του SPD αυτή τη φορά- είναι πολύ δύσκολος και για τα δυο κόμματα. Η άνοδος του Σολτς και η κάθοδος της Μπέρμποκ, για να το πούμε απλά, οφείλεται κύρια στην διάθεση του κόσμου να δώσει επιτέλους ένα τέλος στην εποχή της Μέρκελ. 

Η Αριστερά

Με ποιον ή ποιους θα σχηματίσει κυβέρνηση το SPD, αν επιβεβαιωθούν τα γκάλοπ και πάρει τελικά τα ποσοστά που προβλέπουν στις 26 Σεπτέμβρη; Ένα από τα πιθανά σενάρια είναι μια συμμαχία SPD, Πράσινων, Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke). Η ίδια η Die Linke είναι βαθιά διαιρεμένη γύρω από αυτή την προοπτική. Η δεξιά πτέρυγα του κόμματος είναι θετική απέναντι στην προοπτική της συγκυβέρνησης. Η Die Linke συγκυβερνάει αυτή τη στιγμή σε τρία ομοσπονδιακά κρατίδια (Βερολίνο, Βρέμη, Θουριγγία). Οι εκλογές αυτές, λένε, είναι μια μοναδική ευκαιρία. Η Die Linke μπορεί να γίνει ο «ρυθμιστής» της πολιτικής κατάστασης. Πρέπει να την εκμεταλλευτούμε.

Η αριστερή πτέρυγα διαφωνεί. Για να συγκυβερνήσει θα πρέπει το κόμμα να κάνει πολύ μεγάλους συμβιβασμούς -που είναι όχι μόνο απαράδεκτοι πολιτικά αλλά και καταστροφικοί για την ίδια τη φυσιογνωμία και την επιρροή του. Το πρόγραμμα της Die Linke, για παράδειγμα, αντιτίθεται στην αποστολή γερμανικών στρατευμάτων έξω από τα σύνορα της χώρας και ζητάει τη διάλυση του ΝΑΤΟ. Η βάση της Die Linke θα θεωρήσει (και σωστά) προδοσία οποιαδήποτε «χαλάρωση» αυτής της γραμμής

Το 2017 οι εκλογές κατέληξαν σε αδιέξοδο. Χρειάστηκαν μήνες διαπραγματεύσεων και μια κωλοτούμπα μεγατόνων από την τότε ηγεσία του SPD για να σχηματιστεί μια ακόμα κυβέρνηση «Μεγάλου Συνασπισμού» υπό την ηγεσία της Μέρκελ. Αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι, από ότι φαίνεται, ακόμα πιο δύσκολα. Το καταστατικό του  SPD ορίζει ότι πρέπει να γίνει δημοψήφισμα των μελών για να συμφωνηθεί η όποια κυβερνητική συνεργασία. Ο Σολτς, αν επιβεβαιωθεί η νίκη του, μπορεί να θέλει συγκυβέρνηση με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, αλλά η βάση προτιμάει μάλλον την Αριστερά, έστω κι αν αυτή επιμείνει σε άρνηση. Αυτή είναι μια αντίφαση που δεν θα λυθεί στις κάλπες παρά μόνο στους δρόμους.