Ιστορία
1911: Επίθεση της Ιταλίας στην Οθωμανική Λιβύη

Ιταλοί στρατιώτες συλλαμβάνουν Βεδουίνους σε όαση

Στις 29 Σεπτέμβρη του 1911 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μια βδομάδα μετά, στις 9 Οκτώβρη, ο ιταλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Τρίπολη της Λιβύης. Ο πόλεμος έληξε μετά από έναν χρόνο, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, σύμφωνα με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την κυριαρχία της Ιταλίας στη Λιβύη και ταυτόχρονα έχανε τα Δωδεκάνησα που είχαν καταληφθεί από τον ιταλικό στόλο την άνοιξη εκείνης της χρονιάς. Αυτό το γεγονός, η ιταλική προσάρτηση των Δωδεκανήσων, είναι συνήθως η μοναδική αναφορά σε αυτόν τον ξεχασμένο πόλεμο. 

Όμως, η ιταλική εισβολή στην Λιβύη και ο πόλεμος που ακολούθησε είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Από πολλές απόψεις ήταν ο πρόλογος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13. Ηταν, επίσης σημάδι της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που τρία χρόνια μετά θα οδηγούσαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μεγαλύτερη σφαγή στην ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι τότε. 

Φιλοδοξίες

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ιταλία με το ζόρι μπορούσε να θεωρηθεί «μεγάλη δύναμη». Μόλις το 1871 είχε γίνει ενιαίο κράτος. Όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν έκανε λιγότερο άπληστη την άρχουσα τάξη της χώρας. Ο κόσμος είχε μπει στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Τα κεφάλαια ανταγωνίζονταν σε παγκόσμια κλίμακα για πρώτες ύλες και αγορές. Και η ένοπλη ισχύς του κάθε κράτους άνοιγε το δρόμο γι’ αυτά. 

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν καταπιεί την αφρικάνικη ήπειρο μετατρέποντας τεράστιες περιοχές σε αποικίες τους. Το ίδιο ίσχυε για την βόρειο Αφρική. Το 1830 η Γαλλία είχε κατακτήσει την Αλγερία και την προσάρτησε μετά από ένα βάρβαρο, «εκπολιτιστικό» πάντα πόλεμο. Το 1881 η Τυνησία έγινε κι αυτή προτεκτοράτο της Γαλλίας. Ο βασιλιάς έμεινε στο παλάτι του, αλλά τη χώρα τη διοικούσε ο Γάλλος διοικητής. 

Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε δυσφορία στη Ρώμη που είχε τις δικές της βλέψεις για την Τυνησία. Προόριζε τη χώρα, κτήση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την «τέταρτη ακτή» της, το πρώτο βήμα στην αναβίωση της mare nostrum της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βέβαια, αυτές οι εθνικιστικές φαντασιώσεις, ήταν καλές για εσωτερική κατανάλωση, αλλά δεν μετρούσαν στους διεθνούς συσχετισμούς ισχύος. 

Έτσι οι ιταλικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να τα βρουν με τη Γαλλία και να στρέψουν την προσοχή τους λίγο ανατολικότερα, στη Λιβύη. Από το 1884, το ιταλικό γενικό επιτελείο κατέστρωνε συστηματικά σχέδια για την εισβολή. 

Η ευκαιρία ήρθε το 1911.  Η διεθνής ένταση έφτασε σε σημείο βρασμού. Η «Κρίση του Αγκαδίρ» στο Μαρόκο τον Ιούλη εκείνης της χρονιάς έφερε τη Βρετανία και τη Γαλλία στο χείλος της πολεμικής σύγκρουσης με τη Γερμανία. Η Γαλλία κατάπιε το Μαρόκο και η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε ότι πρέπει να αποζημιωθεί με την Λιβύη. 

Ο ιταλικός τύπος από την άνοιξη είχε ξεκινήσει μια πολεμοκάπηλη προπαγανδιστική εκστρατεία υπέρ της επέμβασης στην Λιβύη. Η περιοχή, έγραφαν οι πατριωτικές φυλλάδες, είναι πλούσια σε μεταλλεύματα και άλλες πρώτες ύλες και στο κάτω-κάτω, ο αραβικός πληθυσμός της στέναζε κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό και θα καλωσόριζε τους Ιταλούς “απελευθερωτές” του. Θα επρόκειτο για στρατιωτικό περίπατο. 

Πόλεμος

Αρχικά όλα έδειχναν ότι τα ιταλικά σχέδια θα πήγαιναν ρολόι. Οι οθωμανικές φρουρές στη Λιβύη ήταν ολιγάριθμες, κακά εξοπλισμένες και το σημαντικότερο ουσιαστικά αποκομμένες. Η Βρετανία έλεγχε την Αίγυπτο και ο ιταλικός στόλος τη θάλασσα. Περίπου 20 χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες αρκούσαν για να ελέγξουν την Τρίπολη στα δυτικά και τη Βεγγάζη στα ανατολικά και την παραλιακή ζώνη που της ένωνε. 

Όμως, αυτό δεν ήταν το τέλος. Ο αραβικός πληθυσμός δεν υποδέχτηκε τον  ιταλικό στρατό σαν απελευθερωτή αλλά σαν κατακτητή. Η κυβέρνηση του Τζιολίτι διάβαζε τις εκθέσεις των Ιταλών τραπεζιτών και διπλωματών που λέγανε ότι οι «μορφωμένοι» και «ευκατάστατοι» Άραβες της Λιβύης περίμεναν πως και πως τους Ευρωπαίους. Αλλά κανείς δεν είχε ρωτήσει τους χωριάτες και τους Βεδουίνους νομάδες. 

Τούρκοι αξιωματικοί κατέφτασαν στην Λιβύη για να αναλάβουν τη διοίκηση όσων τακτικών τμημάτων είχαν απομείνει και το κυριότερο, για να συγκροτήσουν αντάρτικα σώματα. Ένας από αυτούς ήταν ο λοχαγός Μουσταφά Κεμάλ, που αργότερα θα γινόταν πασίγνωστος ως Κεμάλ Ατατούρκ. 

Σύντομα οι Ιταλοί διοικητές ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν με ασφάλεια πέρα από το σημείο που κάλυπτε το βεληνεκές των πυροβόλων του στόλου. Το τι γινόταν αν προχωρούσαν παραπέρα, έγινε φανερό ήδη στις 23 Οκτώβρη στο χωριό Σαρ-αλ-Σατ στα περίχωρα της Τρίπολης. Οι αντάρτες επιτέθηκαν και εξόντωσαν την ιταλική φρουρά, συνολικά 500 αξιωματικούς και φαντάρους. 

Σε αντίποινα ο ιταλικός στρατός εξαπέλυσε ένα πογκρόμ εκτελέσεων αμάχων. Οι κάτοικοι της όασης της Μεσίγια εξοντώθηκαν όλοι, άνδρες γυναίκες και παιδιά, περίπου 4 χιλιάδες συνολικά. Εκατοντάδες γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει σε ένα τζαμί κάηκαν ζωντανά. 

Ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τέλειωσε επίσημα τον Μάη του 1912 όταν το ιταλικό ναυτικό βομβάρδισε την Βηρυτό και κατέλαβε τα Δωδεκάνησα. Αλλά η «ειρήνευση» της Λιβύης θα συνεχιζόταν τα επόμενα είκοσι χρόνια. Δείκτης της αποικιοκρατικής βαρβαρότητας είναι η εκτίμηση ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε από 1,5 εκατομμύριο σε 750.000 στα μέσα της δεκαετίας του ΄30. Οι στρατηγοί του Μουσολίνι, ο Μπαντόλιο και ο Γκρατσιάνι εστησαν φράκτες με συρματοπλέγματα στα σύνορα με την Αίγυπτο, ίδρυσαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, κρέμασαν τους ηγέτες της αντίστασης. 

Διεθνισμός

Ο πόλεμος προκάλεσε κατακραυγή στην Ιταλία και το πρώτο μεγάλο ρήγμα στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η πιο δεξιά του πτέρυγα επιδοκίμασε την εισβολή. Για την αριστερή πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος, όμως, ήταν ένας άδικος, κατακτητικός πόλεμος, πρελούδιο του παγκόσμιου πολέμου, τα σύννεφα του οποίου πύκνωναν στον ορίζοντα. Η Ιταλία συγκλονίστηκε από αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Στην Μπολόνια και σε όλη την περιφέρεια της Εμίλια-Ρομάνα τα συνδικάτα κήρυξαν γενική απεργία που μετατράπηκε σε μια σχεδόν ένοπλη σύγκρουση με το στρατό και την αστυνομία.

Για τους σοσιαλιστές των Βαλκανίων ο πόλεμος στη Λιβύη παρουσίασε μια πρόκληση. Κανείς τους δεν ήταν φίλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για κάποιους, αυτό σήμαινε πρόσδεση στο άρμα των εθνικισμών αρχουσών τάξεων των Βαλκανίων που διεκδικούσαν τη μερίδα του λέοντος από τη μοιρασιά της Αυτοκρατορίας.

Για τους σοσιαλιστές της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, όπως και για τους σοσιαλιστές άλλων χωρών  όπως της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, ο δρόμος ήταν άλλος: η πάλη των εργατών και των αγροτών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, η πάλη για τη Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία.

Η Φεντερασιόν προσπαθούσε να δυναμώσει αυτή τη διεθνιστική, αντιμπεριαλιστική φωνή μέσα στην πολυεθνική εργατική τάξη της Θεσσαλονίκης, συσπειρώνοντας στις γραμμές της Εβραίους, Ελληνες, Τούρκους, Βούλγαρους, Μακεδόνες εργάτες και αγωνιστές. Είχε να συγκρουστεί και με το εθνικιστικό δηλητήριο που έχυναν οι διάφορες άρχουσες τάξεις και με το καθεστώς των Νεότουρκων: αργότερα, το 1912 αυτό το καθεστώς θα έστελνε στη φυλακή αγωνιστές της γιατί τάχθηκαν υπέρ της Κρητικής ανεξαρτησίας και υπέρ της Αλβανικής Επανάστασης. Όμως, το 1911 η Φεντερασιόν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της αντιπολεμικής πάλης ενάντια στην εισβολή στην Λιβύη. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ένας από τους ιδρυτές της, αναφέρει στις αναμνήσεις του:

“Μόνον η διάστασις μεταξύ των βαλκανικών κρατών εκράτει την κατάστασιν εις φαινομενικήν ηρεμίαν. Η Ιταλία πρώτη εκινήθη. Εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας δια να καταλάβη την Τριπολίτιδα. Και εις τον ευρωπαϊκό ορίζοντα βαρέα σύνεφα ενεφανίζοντο. Η καταιγίς επλησίαζεν. Οι σοσιαλισταί των Βαλκανίων προβλέποντες τον επικείμενον κίνδυνον ηθέλησαν να προπαρασκευάσουν Παμβαλκανικόν Συνέδριον δια την οργάνωσιν μιας γενικής αντιστάσεως κατά του πολέμου. Τη πρωτοβουλία του Σερβ. Σοσιαλ. Κόμματος, συνεκλήθη εις Βελιγράδιον τον Οκτώβριον του 1911 Παμβαλκανική Σοσιαλ. Συνδιάσκεψις. Εις αυτήν συμμετέσχον η Σερβία, η Ρουμανία, η Βοσνία, η Κροατία και η Τουρκία (Φεντερασιόν) καθώς και ο Ρακόβσκη υπό την διπλήν ιδιότητα του αντιπροσώπου της Ρουμανίας και της Διεθνούς.

Η Συνδιάσκεψις αποφάσισε όπως την 5 Νοεμβρίου οργανωθούν καθ' όλην την Βαλκανικήν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας κατά του πολέμου, καθ' α θα εγίνετο ανταλλαγή ρητόρων. Η Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης δεν καθυστέρησεν εις την οργάνωσιν συλλαλητηρίων”.

Αργότερα, η Φενταρασιόν θα κρατούσε διεθνιστική στάση απέναντι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και το 1918 θα πρωταγωνιστούσε στην ίδρυση του ΣΕΚΕ. Αυτές είναι οι διεθνιστικές, αντιπολεμικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα.